Καλά, Ζακ, μαλλιά κουβάρια μάς έκανες. Κι όσο περνούν οι μέρες, αντί να συνηθίζουμε τη δολοφονία σου, τόσο πιο πολύ θυμώνουμε. Βοηθάει και το αλαλούμ που επακολούθησε, κάτι «απροσδιόριστα», κάτι αδιευκρίνιστα σε έρευνες, μαρτυρίες, ιατροδικαστικές εξετάσεις. Δεν πέθανε από τα χτυπήματα, αλλά μπορεί να πέθανε κι από τα χτυπήματα. Δεν ήταν θανατηφόρα, αλλά προκάλεσαν εγκεφαλικό οίδημα. Να περιμένουμε και τις υπόλοιπες εξετάσεις, κι έχει ο Θεός. Διότι υπάρχει και το ενδεχόμενο να ήταν η ώρα σου να σε πάρει ο Χάρος. Δηλαδή, είτε σε σέρνανε είτε σε δέρνανε, εσύ λογικά πέθανες από βαριά γεράματα. Πλήρης ημερών στα 33 σου χρόνια.

Κι άντε, πες τελειώνουν οι εξετάσεις και προκύπτει πως δεν σε σκότωσαν στο ξύλο. Σε αυτή την περίπτωση ένας άγριος ξυλοδαρμός δεν είναι ποινικά κολάσιμος; Δεν είναι ένα έγκλημα που διαπράχθηκε μπροστά στα μάτια τόσων μαρτύρων κι επικυρώθηκε από τα δύο βίντεο; (Που αν δεν υπήρχαν κι αυτά, άκλαυτος θα πήγαινες).

Ζακ, συγγνώμη, δεν ξέρω να γράφω επικήδειους και το ‘χω κάνει λίγο χάλια το κείμενο. Αλλωστε τώρα δεν είναι η ώρα για επικήδειους, αλλά ώρα για ερωτήσεις. Επίμονες, αλλεπάλληλες ερωτήσεις μέχρι να δοθεί μια απάντηση.

Ο Ζακ μπήκε να κλέψει ή πήγε να προστατευτεί στο μαγαζί;

Γιατί να κλέψει; Δεν είχε ανάγκη οικονομική και στο σπίτι του βρέθηκαν χρήματα.

Κοσμηματοπωλείο χωρίς κάμερες ασφαλείας γίνεται; Θα ερευνηθεί αυτό το στοιχείο;

«Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι» έλεγε ο Λόρκα στον «Ματωμένο γάμο». Αυτό το μικρό μαχαίρι που έπιασε ο αστυνομικός, ο άνθρωπος, με γυμνές παλάμες θεωρείται σούπερ τεκμήριο;

Οι άλλοι μάρτυρες πού είναι να πάνε να καταθέσουν; Ανοιξε η γη και τους κατάπιε;

Λένε μερικοί «ναι, αλλά αν έμπαιναν στο δικό σου σπίτι, τι θα έκανες;». Θα έβαζα το δαχτυλίδι πάνω από τη ζωή τη δική μου και όσων αγαπώ και θα τον έδερνα. Προφανώς.

Λένε μερικοί «ναι, αλλά για τον κοσμηματοπώλη που δολοφονήθηκε δεν λέτε τίποτα. Ούτε για τον πατέρα που σκότωσαν για μια κωλοκάμερα, τη γριούλα που βασάνισαν έως θανάτου, το παιδί που βίασαν, για τη μικρή Μυρτώ δεν λέτε τίποτα». Δεν λέμε τίποτα διότι όλοι μας συμφωνούμε πως αυτές είναι πράξεις αισχρές και αποτρόπαιες, πράξεις κτηνώδεις. Συνεπώς, σε τι να διαφωνήσουμε μεταξύ μας;

Δεν μπορώ να μεταφράσω τον όρο στα ελληνικά, αλλά αυτές οι μαζικές συμπεριφορές της κοινής γνώμης στα αγγλικά ονομάζονται «whataboutism». Είναι δηλαδή το ρητορικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να ρίξουμε την μπάλα στην κερκίδα. Να κατηγορήσουμε τους άλλους ως υποκριτές, ως επιλεκτικά ευαίσθητους – κι όλα αυτά επειδή, στην ουσία, δεν μπορούμε να αντικρούσουμε τα επιχειρήματά τους. Το παλιό ανέκδοτο «ναι, αλλά εσείς βασανίζετε τους νέγρους» είναι ένα κλασικό δείγμα αυτής της μεθόδου.

Ζακ, σε αγαπούσαμε και σε αγαπάμε. Γιατί είχες μεγάλη καρδιά, γιατί είχες κότσια, γιατί είχες τραύματα και πόνο βαθύ σε έναν κόσμο τόσο, μα τόσο τέλειο γύρω σου. Γιατί είχες χιούμορ, γιατί ήξερες να γελάς. Περιέγραφες, θυμάμαι, τη σκηνή που έχεις βγάλει βόλτα το σκυλάκι σου, τον Σνούπη (ήταν ο Σνούπης, όχι ο Σνούπυ), και μπροστά στους άναυδους περαστικούς τού φώναζες «Σνούπη μου, έλα στη μαμά». Οποιος χλευάζει κάποιον που αυτοσαρκάζεται γιατί τα έχει καλά με τον εαυτό του, τότε το πρόβλημα το έχει αυτός κι άλλος κανένας.

Ζακ, τον Σνούπη τον πήρε ο αδελφός σου ο Νίκος στην Ιτέα μαζί με το δικό του σκυλάκι. Τα είχε χαμένα, δεν έτρωγε, ήταν φοβισμένο, αλλά σιγά σιγά συνέρχεται. Μου έστειλε ο Νίκος φωτογραφία, δίπλα δίπλα στέκονται τα δυο τους και τα πάνε μια χαρά.

Να προσέχεις εκεί πάνω – αν υπάρχει «εκεί πάνω», γιατί όλα αυτά περί γειτονιάς των αγγέλων ελέγχονται ως ανακριβή. Κι εμείς «εδώ κάτω» δεν θα σε ξεχάσουμε. Ή τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε να μη σε ξεχάσουμε. Γεια σου, Ζακ. Φλου ξελεφτερία, αγόρι μου.