Για να απαντήσουμε στο ερώτημα «Πώς θα χρησιμοποιήσουμε την Παιδεία ως μοχλό ανάπτυξης της χώρας;» θα ‘πρεπε ίσως να αρχίσουμε από το «παράδοξο της ελληνικής Παιδείας». Το παράδοξο αυτό συνίσταται στο ότι οι έλληνες επιστήμονες εξακολουθούν να έχουν κεντρικό ρόλο σε πολλούς τομείς της έρευνας και της μάθησης σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ στην πλειοψηφία τους σπούδασαν στα ελληνικά πανεπιστήμια, σε μια δεκαετία που η χρηματοδότηση και το διδακτικό προσωπικό μειώθηκαν σημαντικά.

Η ανάλυση του παράδοξου ξεπερνά τα όρια αυτού του σημειώματος, η ύπαρξη όμως αυτή καθαυτήν αποτελεί ένα προτέρημα για τη μελλοντική ανάπτυξη της χώρας. Αυτή η επένδυση της ελληνικής κοινωνίας στην Παιδεία έχει όμως μεταμορφωθεί, μέσω της διαρροής εγκεφάλων, σε «εξαγωγή διανοητικού κεφαλαίου». Ισως λοιπόν μια πρώτη ιδέα για την ανάπτυξη θα ήταν η αντιστροφή του «ισοζυγίου διανόησης», η Ελλάδα δηλαδή να μεταμορφωθεί από τόπο παροχής σε τόπο προσέλκυσης φοιτητών / διανοουμένων, Ελληνων και ξένων. Αυτό θα απαιτούσε να εφαρμόσουμε μια πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων «πνευματικού κεφαλαίου». Για το πώς θα γίνει αυτό δεν υπάρχουν συνταγές, μπορεί κανείς να αναφέρει μόνο μερικά στοιχεία.

Θα έπρεπε πρώτα πρώτα να διασφαλίσουμε την αυτόνομη λειτουργία των πανεπιστημίων που απειλείται καθημερινά, τόσο από τους μπαχαλάκηδες που – όπως έλεγε ο Δεσποτόπουλος – έλκουν την ιστορική καταγωγή από τους κουτσαβάκηδες, όσο και από τα εξίσου παρωχημένα ιδεολογικά όνειρα επιβολής εξωτερικών «κριτηρίων παραγωγικότητας» σε έναν τομέα που από την ίδρυσή του, εδώ και 800 χρόνια, έχει εσωτερικά κριτήρια για την αριστεία.

Θα ‘πρεπε μετά να επαναθεωρήσουμε τους τρόπους μετάδοσης γνώσης, να τους προσαρμόσουμε στο περιβάλλον πολυμέσων που μας περιβάλλει και όχι μόνο. Η μετάδοση γνώσης δεν είναι ένα «πακέτο πληροφορίας», το οποίο αυτός που εκπέμπει στέλνει στον δέκτη, αλλά ένα πυκνό περιβάλλον, μια ατμόσφαιρα, που συνδέει τον πομπό και τον δέκτη μέσα από ένα πλήθος σχέσεων, που περιλαμβάνουν εκτός από τα ψηφιακά μαθήματα, τη ζωντανή επαφή μέσα από τη λύση προβλημάτων, τη διαχείριση της πειραματικής αβεβαιότητας και τέλος την προσφυγή στο πείραμα.

Θα ‘πρεπε, τέλος, να επανεξετάσουμε την ανάπτυξη των επιμέρους τομέων γνώσης. Η πρόσφατη π.χ. μελέτη του ΑΔΙΠ δείχνει μια μειοψηφία φοιτητών στις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες.

Οι πρώτες αποτελούν το περιεχόμενο του περίφημου STEM (Science Technology Engineering and  Mathematics) όπου υπάρχουν ελλείψεις διεθνώς και όπου οι έλληνες επιστήμονες έχουν ιδιαίτερες επιδόσεις. Στα ίδια πλαίσια, θα «πρεπε να βρεθούν τρόποι να ξεπεραστεί η διχοτόμηση ανάμεσα στις ανθρωπιστικές και θετικές επιστήμες,  διχοτόμηση που κληρονομήσαμε από τα τέλη του 19ου αιώνα και οφείλεται κυρίως σε ακαδημαϊκές διαμάχες.   Στο τέλος αυτού του δρόμου βρίσκεται ακόμη μία σύγκλιση, αυτή της επιστήμης με την τέχνη  (από το STEM στο STEAM, όπου προσθέτουμε τη λέξη Art), γιατί και οι δύο μοιράζονται τον ίδιο σκοπό: αυτόν της αλλαγής του τρόπου που βλέπουμε τον κόσμο και της προσαρμογής του ανθρώπινου στο κοσμικό περιβάλλον, όπου κοσμικό εδώ σημαίνει την κοινωνία, τον πλανήτη Γη, το Σύμπαν.

Ενας άλλος τομέας όπου η Ελλάδα έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα είναι αυτός της δεξιοτεχνίας ή «νοημοσύνης του χεριού». Παράλληλα με την ψηφιοποίηση και τη ρομποτική, που επεκτείνουν καθημερινά το πεδίο εφαρμογής τους, καμιά φορά χωρίς καθαρούς κοινωνικούς στόχους, βλέπουμε μια μεταβολή αυτού που παραδοσιακά αποκαλούμε κόσμο της δεξιοτεχνίας. Μια νέα γενιά «τεχνιτών» καλύτερα εκπαιδευμένη τεχνικά και καλύτερα εξοπλισμένη πνευματικά ανακαλύπτει τις παραδοσιακές τέχνες σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ισορροπημένη πλοήγηση μεταξύ των δύο παραπάνω πόλων πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο κάθε προσπάθειας παιδείας.

Ισως όμως το μεγαλύτερο όφελος που θα μπορούσε να φέρει η παιδεία στην ανάπτυξη είναι η αλλαγή των ελληνικών τρόπων διαλόγου.

Ο συνάδελφος, νομπελίστας φυσικός Saul Perlmutter διδάσκει στο Μπέρκλεϊ ένα μάθημα που ονομάζεται Λογική και Ευαισθησία στην Επιστήμη, μελετώντας τους τρόπους μετάδοσης της κριτικής σκέψης. Μερικά από τα θέματα που εξετάζει είναι: Ποιος είναι ο ρόλος της επιστημονικής εμπειρογνωμοσύνης σε μια δημοκρατία; Πώς να παραμείνετε επικεντρωμένοι σε ένα πρόβλημα όταν η επίλυσή του διαρκεί πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο διάστημα προσοχής; Ποιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στην απλή συσχέτιση και την αιτιακή σχέση; Πώς να βρείτε ένα σημαντικό μοτίβο (σήμα) σε ένα περιβάλλον θορύβου; Πώς να αποφύγετε τη μεροληψία της «αντιπολίτευσης» όσο και τη μεροληψία του status quo; Πώς να στηρίζετε τη σοφία του πλήθους εναντίον της σκέψης της αγέλης; Πώς πρέπει να ενσωματωθούν σωστά αξίες / συναισθήματα / στόχοι / επιθυμίες και συγκρούσεις συμφερόντων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων;

Η ανάγκη αντίστοιχων μαθημάτων στην Ελλάδα είναι προφανής. Ο Καστοριάδης έγραψε ότι ένας βασικός λόγος αποτυχίας της πολιτικής είναι ότι είναι μείγμα δύο τεχνικών: αυτής που σε φέρνει στην εξουσία και αυτής της διακυβέρνησης. Οι περισσότεροι πολιτικοί μας ειδικεύονται μόνο στην πρώτη τεχνική, αυτή της ανόδου μέσα από τη διαχείριση του θυμού του πλήθους, κατηγορίες και υπόδειξη «υπευθύνων», απαιτήσεις «συγγνώμης» κ.λπ. Το βλέπουμε, και πάλι, ιδιαίτερα οξυμμένο τους τελευταίους μήνες. Μετά την άνοδο στην εξουσία, τον καιρό της δεύτερης τεχνικής, στην καλύτερη περίπτωση εμπιστεύονται τελικά κάποιους κομματικούς ειδικούς…

Σε αυτό το περιβάλλον συμμετέχουν όμως και τα MME. Κάθε νέο σύστημα μετάδοσης της πληροφορίας, από την αρχαία αγορά, την τυπογραφία, το ραδιόφωνο ώς τα κοινωνικά μέσα, παράγει στα πρώτα του βήματα τη διαφθορά του: τους σοφιστές, τον θρησκευτικό φανατισμό, τον Χίτλερ, τον Τραμπ.

Η Παιδεία ίσως είναι η μόνη λύση σ’ αυτόν τον λαϊκιστικό «θόρυβο». Ο Freeman Dyson έχει μιλήσει κάπου για τις βέλτιστες συνθήκες για την υποστήριξη της ζωής και της νοημοσύνης: δεν είναι του τύπου ενός αποθεματικού ενέργειας (κεφαλαίου), αλλά μάλλον ενός καλού λόγου του σημαντικού σήματος προς τον περιβάλλοντα θόρυβο.

Ετσι, τελειώνοντας, πρέπει να σημειώσουμε ότι ζούμε σήμερα μια επιστημονική επανάσταση. Σε κάθε επιστημονική επανάσταση υπάρχει βαθύτερη κατανόηση των ορίων της αντίληψής μας για τον κόσμο και αυτή καλύπτει ταυτόχρονα πολλούς τομείς της γνώσης, όχι μόνο την επιστήμη, αλλά και την τέχνη, την εκπαίδευση, τη βιομηχανία και την καινοτομία ή την κατανόηση των κοινωνικών σχέσεων. Ο καλύτερος λοιπόν μοχλός ανάπτυξης που η Παιδεία μπορεί να μεταφέρει στους νέους αλλά και στην Ελλάδα είναι η αισιοδοξία. Μια αισιοδοξία που δεν υπόσχεται πια ένα ουτοπικό μέλλον θρησκευτικό ή κοινωνικό, αλλά απλά τη δυνατότητα να καταλάβουμε κάπως καλύτερα τι είναι μέσα μας και τι μας περιβάλλει.

Ο Σταύρος Κατσανέβας είναι καθηγητής Αστροφυσικής στο Paris 2 της Γαλλίας και διευθυντής του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Βαρύτητας που εδρεύει στην Πίζα