Η χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία ξέσπασε με ορόσημο τη δραματική πτώχευση της Lehman Brothers στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, οδήγησε σε μια δεκαετία βαθιάς αστάθειας παγκοσμίως. Δέκα χρόνια αργότερα και παρά τις επίπονες προσπάθειες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, υπάρχουν ακόμη «τρία σαφή» ζητήματα, που ενδέχεται να έχουν σοβαρές συνέπειες για τη δημιουργία μιας νέας κρίσης, υποστηρίζει σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Ταμίμ Μπαγιούμι, συγγραφέας του πολυσέλιδου βιβλίου «Unfinished Business», στο οποίο ανέλυσε τα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Τονίζει, δε, ότι «το κόστος της κρίσης εξακολουθεί να επιβαρύνει κυρίως τις χώρες που χτύπησε η κρίση».

«Πρώτον, υπάρχει ο κίνδυνος οι τράπεζες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη να χειραγωγήσουν πάλι τους κανονισμούς και να γίνουν ξανά επικίνδυνες και επιρρεπείς σε μια άλλη κρίση. Δεύτερον, υπάρχουν οι δυσκολίες της μεταρρύθμισης της ευρωζώνης δεδομένου ότι οι Γάλλοι και οι Γερμανοί είχαν πάντα πολύ διαφορετική άποψη. Οι Γάλλοι πιστεύουν σε μια πρώιμη νομισματική ένωση και στη στήριξη των χωρών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα και οι Γερμανοί σε μια ύστερη ΟΝΕ, στην οποία οι χώρες με προβλήματα τιμωρούνται. Πρόκειται για διαφορά απόψεων, που εξακολουθεί να παρεμποδίζει την πρόοδο» λέει ο Μπαγιούμι.

πηγή ανησυχίας. Ο βρετανός οικονομολόγος εντοπίζει μία ακόμα πηγή ανησυχίας. «Η αστάθεια στις ροές του παγκόσμιου χρέους, που εισβάλλουν σε μια περιοχή και στη συνέχεια αποχωρούν ακόμα πιο γρήγορα προκαλώντας κρίση, όπως συμβαίνει τώρα με τις αναδυόμενες αγορές». Ο Μπαγιούμι, ο οποίος μελέτησε τα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη όταν ήταν ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson, θυμίζει ότι από το 1970 υπήρξαν πέντε σημαντικές διεθνείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις, η διάλυση του καθεστώτος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών Bretton Woods, η κρίση χρέους της Λατινικής Αμερικής, κρίση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ERM), η ασιατική και η κρίση του 2008, την οποία αποκαλεί βορειοατλαντική κρίση.

«Παρά το γεγονός ότι η ιστορία από το 1970 αφορά διαδοχικές διεθνείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις που προκλήθηκαν από την ελεύθερη ροή χρέους και όχι από πιο σταθερές ροές μετοχικού κεφαλαίου, οι διεθνείς ροές χρέους εξακολουθούν να θεωρούνται από τις ρυθμιστικές αρχές σχετικά ασφαλείς» επισημαίνει ο Μπαγιούμι, χαρακτηρίζοντας μάλιστα την προσέγγιση στις διεθνείς ροές κεφαλαίων ένα κομμάτι της ατελούς δουλειάς (unfinished business) που έχει γίνει προκειμένου να θωρακιστεί η παγκόσμια οικονομία από την κρίση.

επίπονη λιτότητα. Στην ερώτηση αν χρειαζόταν η επίπονη λιτότητα που επιβλήθηκε σε χώρες της ευρωζώνης και κυρίως στην Ελλάδα, και αν τελικά οδήγησε στο επιθυμητό αποτέλεσμα ώστε η Ευρώπη να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μελλοντικές κρίσεις ο Μπαγιούμι απαντά: «Η αντίδραση στην κρίση αντανακλούσε τις διαφορετικές απόψεις της Γαλλίας και της Γερμανίας που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1970».

Οπως επεξηγεί, η Γαλλία ήθελε μια πρώιμη ΟΝΕ, και ενώ οι Γερμανοί ήθελαν μόνο την ΟΝΕ μετά την ολοκλήρωση της ευρωζώνης χωρίς να προβλέπεται υποστήριξη προς τα προβληματικά κράτη-μέλη. «Τελικά η ΟΝΕ εισέπραξε τα χειρότερα από τις δύο απόψεις, μια γαλλική πρώιμη ΟΝΕ και τη ρήτρα μη διάσωσης της Γερμανίας» τονίζει ο Μπαγιούμι, ο οποίος είναι αναπληρωτής διευθυντής του ΔΝΤ.

Ασκεί μάλιστα κριτική στον τρόπο που η Ευρώπη βοήθησε τις χώρες σε κρίση. «Οι μεταρρυθμίσεις της ΟΝΕ έχουν κάπως προχωρήσει προκειμένου να υποστηριχθούν χώρες που βρίσκονται σε κρίση, αλλά μόνο εάν είναι διατεθειμένες να παραδεχθούν πολλά και να αφήσουν τις πολιτικές τους να κυριαρχούνται από τους ξένους. Κατά τα άλλα, το κόστος της κρίσης εξακολουθεί να επιβαρύνει κυρίως τις χώρες που χτύπησε η κρίση». Οπως επεξηγεί, σε μια εθνική νομισματική ένωση οι ομοσπονδιακοί φόροι και οι οικονομικές μεταβιβάσεις βοηθούν στην αντιμετώπιση αυτών των σοκ. Πάντως σημειώνει ότι αποτελεί θετική εξέλιξη το ότι η Ελλάδα ξεπέρασε την κρίση, αποφεύγοντας όμως να μιλήσει για τους κινδύνους και τις προκλήσεις που ενδέχεται να αντιμετωπίσει.

Οσον αφορά τα αίτια της κρίσης, ο Μπαγιούμι υποστηρίζει ότι η κρίση ήταν αποτέλεσμα του χαλαρού χρηματοοικονομικού ρυθμιστικού πλαισίου τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ.

σκιώδες σύστημα. Στις ΗΠΑ, επιτράπηκε να αναπτυχθεί ένα σκιώδες τραπεζικό σύστημα, καθώς οι επενδυτικές τράπεζες (οι οποίες δεν ήταν τράπεζες σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο) ανέλαβαν όλο και περισσότερες επιχειρήσεις, κυρίως μέσω τιτλοποιήσεων υποθηκών. «Στην Ευρώπη, το κακό ρυθμιστικό πλαίσιο επέτρεψε στις μεγάλες τράπεζες του Βορρά να εξοικονομούν κεφάλαια, τα οποία χρησιμοποιούσαν για να επεκτείνουν τους ισολογισμούς τους, κάτι που έγινε και μέσω των ενυπόθηκων περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ και των δανείων προς τη Νότια Ευρώπη» τονίζει ο βρετανός οικονομολόγος. «Η βορειοατλαντική κρίση του 2008 ήταν μια τραπεζική κρίση τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ΕΕ. Οι ΗΠΑ αντιμετώπισαν αποφασιστικά την κρίση, αλλά στην ΕΕ η τραπεζική κρίση δεν αναγνωρίστηκε».

Ποιοι είναι όμως κατά τον Μπαγιούμι οι λόγοι που οδήγησαν ειδικότερα ορισμένες χώρες, και κυρίως την Ελλάδα, να αντιμετωπίσουν μια τόσο πρωτοφανή κρίση; «Οι κρίσεις στην (ευρωπαϊκή) περιφέρεια προκλήθηκαν εν μέρει από την απερισκεψία στη δανειοδότηση και τον δανεισμό από την πλευρά τόσο των τραπεζών όσο και των αποδεκτών. Το κακό τραπεζικό ρυθμιστικό πλαίσιο επέτρεψε να δημιουργηθούν οι ανισορροπίες που τελικά δημιούργησαν την κρίση» επεξηγεί κατηγορηματικά. Ωστόσο διευκρινίζει ότι υπήρξε μια σημαντική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των χωρών – της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας – οι οποίες υπάχθηκαν σε πρόγραμμα διάσωσης, αλλά και των ΗΠΑ. Στην περίπτωση της Ελλάδας «στον απερίσκεπτο δανεισμό συμμετείχε η κυβέρνηση, ενώ στις άλλες τρεις χώρες ήταν κυρίως ο ιδιωτικός τομέας» σημειώνει.