Η ατάκα της ημέρας ανήκει στον πάντα ευρηματικό Γκι Φέρχοφστατ. «Αυτή τη φορά δεν θα τσακωθώ μαζί σου» είπε στον άλλοτε συνοφρυωμένο και πότε πότε μειδιώντα Αλέξη Τσίπρα. «Κρατώ δυνάμεις για να τσακωθώ το απόγευμα με τον Ορμπαν». Ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων του Ευρωκοινοβουλίου κράτησε τον λόγο του. Αν και διατήρησε την πληθωρικότητά του από το πρώτο έως το τελευταίο δευτερόλεπτο της επτάλεπτης παρέμβασής του, τελικά δεν τσακώθηκε. Τσακώθηκε όμως ο Αλέξης Τσίπρας.

Με ποιον; Ο κατάλογος θα μπορούσε να είναι μακρύς. Κατ’ αρχάς με τον Εστεμπάν Γκονζάλες Πονς, τον ευρωβουλευτή που απευθύνθηκε στον έλληνα Πρωθυπουργό εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Οπωσδήποτε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος όμως δεν ήταν καν στην αίθουσα του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο. Ενδεχομένως με τους 65 από τους 751 ευρωβουλευτές της Ολομέλειας που παρέμειναν ώς το τέλος της παρέμβασης του Πρωθυπουργού. Ισως, τέλος, και με τον ίδιο του τον εαυτό.

Μπορεί να είναι αυτός ο τελευταίος, ο πιο εσωτερικός και λιγότερο ευανάγνωστος τσακωμός, ο τσακωμός της αβύσσου της ψυχής, που έκανε τον Αλέξη Τσίπρα να μετατρέψει την αίθουσα του Ευρωκοινοβουλίου σε κομματική αρένα. Δεν είναι όμως ανάγκη να καταφύγει κανείς στην ψυχολογία για να καταλάβει τι συνέβη. Το καταλαβαίνει και μένοντας στην πολιτική. Καταλαβαίνει, ας πούμε, ότι ο Τσίπρας βρίσκεται σε ένα καθεστώς μόνιμης πίεσης από τον συγκυβερνήτη Καμμένο που λίγο αργότερα θα επαναλάμβανε ξανά, αυτή τη φορά από τη Θεσσαλονίκη, ότι δεν θα ψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών για το όνομα της ΠΓΔΜ εάν έρθει στη Βουλή. Αντιλαμβάνεται και την πίεση των αγορών – των αγορών που υποτίθεται ότι θα χόρευαν με τα νταούλια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και αντιλαμβάνεται και την πίεση των δημοσκοπήσεων, όπου οι διαθέσεις του εκλογικού σώματος δείχνουν πλέον μη αναστρέψιμες.

Ελλειψη ψυχραιμίας. Ολα αυτά δημιουργούν ένα εκρηκτικό πολιτικό κοκτέιλ. Ή, πιο απλά, πιο ανθρώπινα, προκαλούν νεύρα. Και είναι κάτι που εξηγεί την έκρηξη Τσίπρα μετά την τοποθέτηση του Πονς. Γιατί ακόμη και αν πιστωθεί στον Αλέξη Τσίπρα ότι δεν κήρυξε ισπανική υποχώρηση απέναντι στις επισημάνσεις του ισπανού ευρωβουλευτή, δεν μπορεί παρά να του χρεωθεί μια κάποια έλλειψη ψυχραιμίας που έφτασε στα όρια του πολιτικού unfair – τι νόημα είχε η προσωπική επίθεση στον απόντα αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για νεποτισμό, ο οποίος τουλάχιστον εξελέγη από τη βάση του κόμματός του, ξεκινώντας μάλιστα από τη θέση του αουτσάιντερ, όταν όχι μόνο ο Ισπανός Πονς αλλά όλοι στην Ευρώπη γνωρίζουν πως το ελληνικό κράτος έχει στελεχωθεί από συγγενείς και φίλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;

Το είπε και ο Φέρχφοστατ που εκτός από ευρηματικός και πληθωρικός παραμένει και εξαιρετικά παρατηρητικός: το πελατειακό κράτος ζει και βασιλεύει στην Ελλάδα. Οι μεταρρυθμίσεις δεν άργησαν μια μέρα, αργούν χρόνια. Και το κόστος για τους πολίτες ανεβαίνει. Απέναντι σε αυτήν την κριτική, ο Αλέξης Τσίπρας αντέταξε ότι λαϊκισμός δεν ήταν ο δικός του – το Μνημόνιο που θα καταργούσε με έναν νόμο και ένα άρθρο, οι απειλές στους επενδυτές ότι θα χάσουν τα λεφτά τους εάν τολμήσουν να επενδύσουν στη χώρα, τα «γκόου μπακ, μάνταμ Μέρκελ», το ευρώ που «δεν είναι φετίχ» -, αλλά η (στρουθοκαμηλική ασφαλώς) στάση της ΝΔ στη συμφωνία των Πρεσπών.

Οι αριθμοί. Κι έπειτα ήρθε η ώρα των αριθμών – των αριθμών που σε αυτήν την περίπτωση πράγματι όταν ευημερούν δυστυχούν οι άνθρωποι: «Μιλήσατε για 100 δισ. κόστος που είναι το κόστος της διαπραγμάτευσης της Ελλάδας το δύσκολο εξάμηνο, το εξάμηνο που έγιναν λάθη και από τις δύο πλευρές. Αν όντως υπήρχε επιβάρυνση τόσων δισ., θα είχε αντιστοίχως αυξηθεί και το δημόσιο χρέος» είπε απαντώντας στον Πονς. Είναι κι αυτή μια μέθοδος διαγραφής του χρέους – ένα κούρεμα στα όρια της μαγικής εξαφάνισης.

Ολίγη αυτοκριτική. «Δεν είναι κακό ότι άλλαξα, κακό είναι ότι κάποιοι παραμένουν αδιόρθωτοι» είπε ο Πρωθυπουργός σε άλλο σημείο της δευτερολογίας του. Ηταν το μοναδικό ίχνος αυτοκριτικής που προσέφερε ο Αλέξης Τσίπρας στο κοινό του. Ενα πάνισχνο mea culpa γι’ αυτό που ήταν κάποτε, με την προσθήκη όμως της δικαιολόγησης αυτού που έγινε τώρα, αυτής της πιο σοσιαλδημοκρατικής εκδοχής που ο Τσίπρας εμφανίζει κατά το δοκούν – ένα σοσιαλδημοκρατικό προσωπείο που φοράει, ας πούμε, στη Θεσσαλονίκη, αλλά πετάει σχεδόν σαν να τον πνίγει στην Ιθάκη. Αλλά και με την προσθήκη σε αυτό το πάνισχνο ίχνος αυτοκριτικής μιας επίθεσης στους άλλους, στους «κάποιους που παραμένουν αδιόρθωτοι».

Δεν χρειάζεται να προσεγγίσει κανείς ψυχολογικά το ζήτημα για να αντιληφθεί τι συμβαίνει. Εξηγείται πολιτικά: η αυτοκριτική είναι πολύ λίγη και ήρθε πολύ αργά. Ή, όπως θα έλεγαν εκείνοι οι λίγοι ευρωβουλευτές που αποφάσισαν να καθίσουν ώς το τέλος, «too little, too late».