Στα χρόνια του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται εκτός του αντιπολιτευτικού κι ένας σκληρότατος αντιαριστερός λόγος, όχι μόνο από μια απενοχοποιημένη Δεξιά, αλλά και από γραφείς που δεν εντάσσονται στην παραδοσιακή δεξιά τυπολογία. Παλιοί ροκάδες, γερόλυκοι «ΑΑ», οπαδοί ενός «κωστοπουλικού» μοντερνισμού, ακόμα και βαθύνοες εμπαθείς. Διανοούμενοι και οικονομιστές, πολιτικοί (ενίοτε της πλάκας), φιντάνια ενός αδίστακτου καριερισμού, αλλά και ακαδημαϊκοί ή καλλιτέχνες με αξιόλογο έργο. Συστήνουν ένα μεικτό είδος απέχθειας που μπορεί να εκκινεί από τις αντιπολιτευτικές ευκολίες του ΣΥΡΙΖΑ του 2010-2015, αλλά διαχέεται στην αισθητική, στον «ανθρωπότυπο», σε οτιδήποτε συνδέεται με την Αριστερά.

Η Αριστερά βγήκε στο πεζοδρόμιο, όχι το προφυλαγμένο του αυτοαναφορικού δικαιωματισμού, αλλά στη σκληρή πιάτσα των αποφάσεων. Και όπως γνωρίζουμε, στον τόπο μας απόφαση δεν είναι η πολιτική επιθυμία, η τακτοποιημένη ομιλία στην ΚΟΒΑ, αλλά ό,τι επιτρέπεται να περάσει από το διοικητικό δίχτυ, ό,τι παραγγέλνει ο ξεχωριστός πολίτης, ό,τι αγαπάει ο καθείς.

Τα παλαιά κόμματα εξουσίας είχαν βρει λύσεις στην αντίφαση ανάμεσα στις ιδεολογικές επικλήσεις και σ’ αυτά που επέβαλε η πραγματικότητα, στο χάος των αντικρουόμενων επιθυμιών και συμφερόντων. Είχαν την εκμαυλιστική δυνατότητα να εξωραΐσουν κάθε ασυνέπεια. Απ’ το 2010 και μετά όλες οι κυβερνήσεις υβριζόμενες από τις πλειοδοτούσες αντιπολιτευτικές δυνάμεις, μόλις που μπορούν να διαχειριστούν την ωφελιμιστική λαϊκή προσδοκία, χωρίς να έχουν το περιθώριο να ασκήσουν τις παραδοσιακές (εκμαυλιστικές ή λαϊκιστικές) πολιτικές. Ο διχοτομικός λόγος είναι παρών, απόλυτο υποκατάστατο των διαψεύσεων, της θεσμικής και οικονομικής αδυναμίας, των ευνοιών που εξατμίστηκαν, των εγωισμών που καταπλακώθηκαν στα ερείπια του επιδερμικού ελληνικού εκσυγχρονισμού. Δεν χρειάζεται να είσαι καλός, αρκεί να δείχνεις κακό τον άλλο. Η αναβίωση ενός πρωτόγονου αντιαριστερού λόγου, συμβαίνει στο εξαίσια βίαιο και ελλειμματικό περιβάλλον που προσπαθώ να περιγράψω. Φυσικά η αντιαριστερή εμπάθεια, οφείλεται και στις απλουστεύσεις της ίδιας της Αριστεράς αλλά είναι και σε ένα μεγάλο βαθμό ενδιάθετη.

Απ’ τα χρόνια του ’80 με τις φορμαλιστικές ενδοφοιτητικές συγκρούσεις και του ’90 με τα «μπαρόκ» κινηματικά χαρακτηριστικά, οργανώνονταν δριμύτατα ένας μανιχαϊστικός ντετερμινισμός που υπέσκαπτε την καλλιέργεια, το θεωρησιακό και θεωρητικό βάθος. Που υπονόμευε τη συγκρότηση της ιδέας σε όλα τα επίπεδα, γλωσσικό, αναλυτικό, αναγωγικό. Που εκπτώχευε την ιδεολογία ως αισθητική κατηγορία, ως λογική κατασκευή, ως ενόρμηση. Ο «ιδεολογικός μπρουταλισμός» αρκούνταν στο να «πάρει τη συνέλευση», να οργανώσει τα δίκτυα και τις εύνοιες, διαμόρφωσε αδίστακτες πολιτικά «επαγγελματικές» ομάδες, που χώθηκαν εκπαιδευμένες και ψημένες στο σύστημα με κατακτημένη την τεχνική του μάρκετινγκ και του χειρισμού των ανθρώπινων αδυναμιών. Τα πολιτιστικά τέκνα του φαινομένου επηρέασαν την κεντρική πολιτική σκηνή, είχαν όλα τα εφόδια για τον ρόλο του παλατιανού. Ενός ενεργητικού και υποβλητικού αυλικού, που υποσκελίζει τον αφέντη του – όπως παρέστησε ο Ντερκ Μπόγκαρντ στον «Υπηρέτη» των Λόουζι – Πίντερ.

Σημείωση: Το παράθεμα στο κείμενο της προηγούμενης εβδομάδας ήταν από το βιβλίο του W. McNeill «Η μεταμόρφωση της Ελλάδας», εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2017, σελ. 159.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου