Οι «επικήδειοι» επιδραστικών εντύπων προκαλούν πάντοτε δικαιολογημένη θλίψη. Το τέλος τους  προλογίζει συνήθως μία μεταβατική περίοδος, η αντανάκλαση της οποίας αφορά το σώμα της κοινωνίας. Και στις 31 Αυγούστου, ένα τέλος αυτού του είδους ακούστηκε για «τη φωνή» της Νέας Υόρκης, γνωστή ως Village Voice. Εκείνη την ημέρα, ο τελευταίος εκδότης του τίτλου «The Village Voice», Πίτερ Μπάρμπεϊ – έναν χρόνο μετά τη διακοπή της έντυπης έκδοσης -, ανακοίνωσε στα λιγοστά μέλη του προσωπικού και τη διακοπή ανάρτησης νέου περιεχομένου στον ιστότοπο thevillagevoice.com. «Σήμερα είναι μία χάλια μέρα. Εξαιτίας της επιχειρηματικής πραγματικότητας θα σταματήσουμε να ανεβάζουμε νέο περιεχόμενο στη Village Voice. Αγόρασα τη Village Voice για να τη σώσω. Δεν είχα σκεφτεί ότι θα είχε αυτή την κατάληξη. Ακόμη προσπαθώ να τη σώσω», είπε ο ιδιοκτήτης στα 20 άτομα που εργάζονταν έως εκείνη την Παρασκευή. Πρόκειται να μείνουν οι μισοί ώστε να μετατρέψουν όλο το αρχείο της Village Voice σε ηλεκτρονική μορφή.

Ο κριτικός τέχνης Πίτερ Σέλνταλ ξεκίνησε την καριέρα του αρθρογραφώντας στο εναλλακτικό εβδομαδιαίο έντυπο στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Και από τη θέση του στο The New Yorker σχολίασε διαδικτυακά την είδηση της ημέρας:  «Ανάμεσα στα φύλλα του Voice υπήρχαν πολλά  θέματα: ήταν προϊόντα των παθιασμένων δημοσιογράφων, επικριτικά κείμενα λαμπρών συγγραφέων, η δουλειά από ανυπότακτους σχεδιαστές εντύπων, φωτογράφους και  γελοιογράφους. Η αλαζονική αυτοπεποίθηση του εντύπου, η άμεση ανταπόκρισή του στα στριφογυρίσματα που έδειχνε το Zeitgeist με εξέπληξαν. Το είχα ξεχάσει. Κανείς δεν ήξερε ότι  τότε η ιστορία φόρτωνε μια σφαίρα γραμμένη με το όνομά μας».

Το Village Voice ιδρύθηκε το 1955 και εξελίχθηκε σε μία από τις πιο πετυχημένες επιχειρήσεις στην ιστορία της αμερικανικής δημοσιογραφίας. Ξεκίνησε ως έντυπο της γειτονιάς σε μια περιοχή της Νέας Υόρκης, η έκταση της οποίας ήταν περίπου το ένα δέκατο του μεγέθους της παρισινής Αριστερής  Οχθης. Και έγινε, μέσα σε δέκα χρόνια, μια επωνυμία γνωστή σε όλη την Αμερική αποτελώντας έμπνευση για άλλες δώδεκα τοπικές εφημερίδες σε όλη τη χώρα. Μέχρι το 1967 ήταν η εβδομαδιαία εφημερίδα με τις καλύτερες πωλήσεις στις ΗΠΑ, με ημερήσια κυκλοφορία υψηλότερη κατά 95% από τις κυκλοφορίες των εφημερίδων που πωλούνταν σε μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Η Village Voice κατάφερε και επέζησε όταν ήρθε το τέλος σε  τέσσερις εφημερίδες της Νέας Υόρκης και διατήρησε την πρωτιά της από τους περισσότερους ανταγωνιστές που προσπάθησαν να τη μιμηθούν στον κόσμο των εβδομαδιαίων εντύπων. Αλλαξε  τέσσερις ιδιοκτήτες, ανάμεσα στους οποίους ο Ρούπερτ Μέρντοκ και ο Λέοναρντ Στερν. Το 2015 ο Πίτερ Μπάρμπεϊ εμφανίστηκε ως ο νέος της σωτήρας. «Είναι ένα από τα  μεγαλύτερα λογότυπα στον κόσμο της δημοσιογραφίας. Αξίζει να επιβιώσει και να ευημερήσει», είχε πει σε συνέντευξή του πριν από την επένδυσή του.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΡΧΗ. Η Voice άλλαξε τη δημοσιογραφία, επειδή άλλαξε την ιδέα για το ποιος μπορεί να γίνει δημοσιογράφος, αμέσως μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου, μέσα στο κλίμα των Μπίτνικς, των ευρωπαίων διανοούμενων εμιγκρέδων οι οποίοι είχαν καταφύγει στη Νέα Υόρκη. Ηταν τότε που η τριάδα των Νταν Γουλφ, Εντ Φέιντσερ και Νόρμαν Μέιλερ εμπνεύστηκαν το εβδομαδιαίο πολιτιστικό έντυπο που θα κατέγραφε την ατμόσφαιρα και τον ρυθμό της πόλης τους.

Με διευθυντή έκδοσης τον Νταν Γουλφ το Village Voice δημιούργησε μια ανορθόδοξη νέα σχολή δημοσιογραφίας που αναπτύχθηκε στη δεκαετία του ’60. Στις σελίδες του εντύπου υπήρχαν άρθρα σχετικά με τους υποστηρικτές των δικαιωμάτων των γκέι και τους Μαύρους Πάνθηρες, το γυναικείο απελευθερωτικό κίνημα, τα ψυχεδελικά εμπορικά κέντρα αλλά και τα ερωτικά χριστουγεννιάτικα στολίδια. Το Voice πήρε θέση ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ. Υποστήριξε το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Κάποιες φορές, τα άρθρα που κυκλοφόρησαν στο ίδιο τεύχος, άλλοτε επαινούσαν  και άλλοτε επέκριναν το ίδιο πρόσωπο, κόμμα ή ίδρυμα. Οι επιστολές των αναγνωστών μετέφεραν τη διαρκή διαμαρτυρία τους ότι το έντυπο είχε ξεπουληθεί στο κατεστημένο. Και ενώ το Voice μερικές φορές ήταν ριζοσπαστικό ή αριστερό, η πιο συχνή κατεύθυνσή του ήταν χαοτική και μάλλον αναρχική, παρατηρούσαν οι New York Times σχετικά με την τακτική του Νταν Γουλφ. Ο τελευταίος ενθάρρυνε αλλά και αποθάρρυνε τους νεαρούς συγγραφείς που δέχονταν ακόμη και αμισθί να δώσουν κείμενά τους στο δημοφιλές έντυπο. Αλλωστε ο ίδιος ο Νόρμαν Μέιλερ διατηρούσε 17 διαφορετικές στήλες σε αυτό. Και έτσι οι αναγνώστες εξοικειώθηκαν με τα άρθρα, τα δοκίμια, τις στήλες και τις κριτικές του Νατ Χέντοφ, του αβανγκάρντ καλλιτέχνη από τη Λιθουανία Τζόνας Μέκας, της Μαίρη Περό Νίκολς, του Τζακ Νιούφιλντ. Ο Γουλφ τους άκουγε προσεκτικά και αντιλαμβανόταν τις σκέψεις τους, ώστε πολλοί από τους συγγραφείς του είχαν δηλώσει πως το ταλέντο του ήταν ότι δημιούργησε ανθρώπους χωρίς να διορθώνει κείμενα. Η σημαντική ιστορία του καταμετρά τρία βραβεία Πούλιτζερ (1981 Τερέζα Κάρπεντερ, 1986  Τζουλς Φάιφερ, 2000 Μαρκ Σκουφς), τη συμβολή του στην ανάπτυξη της θεατρικής νεοϋορκέζικης σκηνής με τη δημιουργία των βραβείων Obie, ενώ η μουσική του Λου Ριντ, του Ντέιβιντ Μπάουι, των Roxy Music ως προάγγελων του πανκ της δεκαετίας του ’70 το οφείλουν στην καταγραφή τους (και) στο  Village Voice.