Τον τελευταίο καιρό ακούμε και διαβάζουμε για άνοδο του ρατσισμού, της Ακροδεξιάς και του εθνικισμού στη χώρα μας, αλλά και στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες. Η άποψη που θα διατυπώσω στο άρθρο αυτό είναι ότι κανένας από τους ισχυρισμούς αυτούς δεν είναι σωστός, αλλά οφείλεται μάλλον σε παρερμηνεία ορισμένων αντιδράσεων μεγάλου μέρους του πληθυσμού αυτών των χωρών.

Το επιχείρημά μου θα γίνει πιο εύκολα κατανοητό με δύο πραγματικά παραδείγματα. Στο ταχυδρομείο της γειτονιάς μου μια νεαρή γυναίκα Ρομά με ένα μωρό στην αγκαλιά και ένα στην κοιλιά απαντάει με μπόλικο ύφος στις ερωτήσεις της υπαλλήλου και στη συνέχεια εισπράττει κάποιο επίδομα αμίλητη, χωρίς καν να πει το τυπικό ευχαριστώ που λέμε όλοι όταν κάποιος μας εξυπηρετεί, και φεύγει αγέρωχη και κουνιστή. Με το που βγαίνει έξω η εισπράξασα, μια γυναίκα ξεσπά και λέει δυνατά ώστε να την ακούσουν όλοι: «Αυτή τώρα θα πάει να ζητιανέψει και εγώ θα πάω να δουλέψω για να πληρώσω το επίδομά της».

Πριν από αρκετά χρόνια, στην Επιτροπή για την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων που συνεδριάζει στις Βρυξέλλες και στην οποία συμμετείχα ως εκπρόσωπος της Ελλάδας, η εκπρόσωπος της Ολλανδίας είπε κάποια στιγμή με φανερό μείγμα ειρωνείας και αγανάκτησης «στην Ολλανδία είναι καλύτερα να είσαι μετανάστης παρά ολλανδός πολίτης» και ουδείς εκπρόσωπος άλλης χώρας φάνηκε να παραξενεύεται.

Στην οικονομική θεωρία υπάρχει η έννοια του «ορίου της κοινωνικής δυσαρέσκειας». Αυτό σημαίνει ότι ορισμένα φαινόμενα, προς τα οποία οι άνθρωποι αντιδρούν, για διάφορους λόγους, αρνητικά, είναι ανεκτά από την πλειοψηφία των πολιτών μέχρις ενός ορίου. Τέτοια φαινόμενα είναι η εισροή μεταναστών, η εγκληματικότητα ορισμένων κοινωνικών ομάδων, η επαιτεία κ.τ.λ. Οταν το όριο, πάνω από το οποίο η κοινωνική δυσαρέσκεια εμφανίζεται, ξεπεραστεί, αρχίζει η αντίδραση και προς τα πρόσωπα και προς τις πολιτικές που συντηρούν, ευνοούν ή ανέχονται τα φαινόμενα αυτά.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το όριο ανοχής πάνω από το οποίο η δυσαρέσκεια διογκώνεται είναι περίπου 5%. Π.χ. αν οι παράνομοι μετανάστες υπερβούν το 5% ως αναλογία του τοπικού πληθυσμού, η αρνητική αντίδραση αρχίζει να διογκώνεται και να παίρνει τη μορφή συγκεκριμένων ενεργειών. Αυτές οι αντιδράσεις συνήθως χαρακτηρίζονται ως ρατσισμός, ακροδεξιά στροφή, εθνικισμός και άλλα παρόμοια. Αυτοί είναι χαρακτηρισμοί που καλλιεργούνται από καλοπροαίρετους αλλά ανόητους ακτιβιστές ή / και από άτομα που εξυπηρετούν πολιτικά και άλλα συμφέροντα, των οποίων η προέλευση και ο σκοπός δεν είναι πάντα προφανή.

Οι πολίτες που ανησυχούν και αισθάνονται ότι απειλούνται από την αυξανόμενη παρουσία και την αυξανόμενη εγκληματικότητα των μεταναστών, των Αφρικανών, των Ρομά και, φυσικά, των ελλήνων κακοποιών και από τις διάφορες μορφές εγκληματικού αναρχισμού δεν είναι ούτε ρατσιστές ούτε ακροδεξιοί ούτε εθνικιστές. Είναι απλοί πολίτες που δικαιολογημένα  αισθάνονται ότι κινδυνεύουν, ότι απειλείται η ζωή τους, η περιουσία τους και ο τρόπος ζωής τους.

Ο Θεόδωρος Π. Λιανός είναι ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού

Πανεπιστημίου Αθηνών. Ε-mail: tplianos@aueb.gr