Στις πυρκαγιές που ξεσπούν σε κατοικημένες περιοχές, σε αντίθεση με αυτές που ξεσπούν σε δάση, ο κίνδυνος έκλυσης ποικίλων τοξικών ουσιών αυξάνεται δραματικά, μιας και μέσα στα καιόμενα υλικά περιλαμβάνονται αυτοκίνητα, οικοσκευές, πλαστικά, καλώδια, στέγες και κατασκευές που περιέχουν ως υλικό τους τον αμίαντο. Υπό φυσιολογικές συνθήκες η ανακύκλωση των υλικών αυτών γίνεται με πολύ συγκεκριμένες διαδικασίες και αυστηρές προδιαγραφές (βλέπε π.χ. καταλύτες αυτοκινήτων), οι οποίες βέβαια δεν μπορούν να τηρηθούν σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης όπως είναι οι καταστροφικές πυρκαγιές.

Η καύση των πλαστικών υλικών συνοδεύεται από την απελευθέρωση στο περιβάλλον σημαντικών ποσοτήτων διοξινών, ουσιών δηλαδή οι οποίες χαρακτηρίζονται εξαιρετικά επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία. Παράλληλα η καύση παλαιών οικημάτων και κατασκευών που δεν πληρούν τις σύγχρονες προδιαγραφές περικλείει τον κίνδυνο απελευθέρωσης στο περιβάλλον σημαντικών ποσοτήτων ινών αμιάντου ενός λίαν τοξικού και καρκινογόνου υλικού, η χρήση του οποίου έχει απαγορευθεί εδώ και αρκετές δεκαετίες. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πόσες κατοικίες περιείχαν μέσα στα υλικά κατασκευής τους προϊόντα αμιάντου για να υπολογίσουμε έστω και αδρά τον κίνδυνο. Η φόρτιση της ατμόσφαιρας με αιρούμενα σωματίδια από την πυρκαγιά επηρεάζει αρχικά το αναπνευστικό και το καρδιαγγειακό σύστημα όλων των ατόμων που τα εισπνέουν δημιουργώντας όμως σοβαρότερα και οξύτερα προβλήματα στα πολύ μικρά παιδιά και στους υπερηλίκους, στις εγκύους και κυρίως στα άτομα που πάσχουν από αναπνευστικά ή καρδιαγγειακά νοσήματα.

Αλλωστε είναι γνωστό ότι ο ερεθισμός των βρόγχων κατά την παιδική ηλικία προδιαθέτει στην εμφάνιση του βρογχικού άσθματος. Παράλληλα, και πέρα από τα οξέα αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα που προκαλούν η κάπνα και τα αιωρούμενα σωματίδια, μια πυρκαγιά που ξεσπά σε κατοικημένη περιοχή έχει ως αποτέλεσμα να καούν όπως προαναφέρθηκε αυτοκίνητα, οικοσκευές, πλαστικά, στέγες, καλώδια κ.ά. απελευθερώνοντας στο περιβάλλον ιδιαίτερα τοξικές ουσίες. Και μπορεί μέρα με την ημέρα οι συγκεντρώσεις των ρύπων να μειώνονται στην ατμόσφαιρα, είναι βέβαιο όμως ότι οι κάτοικοι εισπνέουν επί εβδομάδες τοξικό αέρα. Αλλωστε η στάχτη και η σκόνη δεν έχουν απομακρυνθεί ακόμα από την περιοχή και παραμένουν εκεί. Συνεπώς, αρκεί ένα αεράκι για να σηκωθούν και πάλι επιβαρύνοντας εκ νέου την ατμόσφαιρα και συνεπώς τους κατοίκους.

Το σίγουρο επίσης είναι ότι, πέρα από την ατμόσφαιρα, το έδαφος της καμένης περιοχής έχει «ποτιστεί» από τις τοξικές ουσίες με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δημόσια υγεία, καθώς η μόλυνση επιστρέφει στον άνθρωπο μέσω των υδάτων και της τροφικής αλυσίδας.

Ιδιαίτερος προβληματισμός υπάρχει για τον αμίαντο. Μετά την καύση του είναι βέβαιο ότι ίνες αμιάντου βρίσκονται τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στο έδαφος και μπορούν να μπουν στον οργανισμό είτε με την αναπνοή μολυσμένου αέρα είτε με την κατάποση μολυσμένων τροφών και ύδατος. Δυστυχώς όμως ακόμα δεν γνωρίζουμε σε τι πυκνότητες υπάρχουν στον αέρα, στο έδαφος ή στο νερό ώστε να εκτιμηθεί ο κίνδυνος για τη δημόσια υγεία.

Ομως, ο αμίαντος όπως και οι διοξίνες (ουσίες που έχουν ενοχοποιηθεί για καρκινογενέσεις) μολύνουν το έδαφος, εισχωρούν στον υδροφόρο ορίζοντα και με τον τρόπο αυτό «ταξιδεύουν», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, σε απομακρυσμένες περιοχές. Και είναι γνωστό ότι η τοξική δράση των ουσιών αυτών δεν εξαντλείται στα στενά χρονικά περιθώρια της παρούσας φάσης, αλλά επεκτείνεται και για αρκετό χρονικό διάστημα (μέχρι και χρόνια) έχοντας αθροιστικές συνέπειες. Με την έννοια αυτή η περιοχή του Ματιού θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια δυνητικά μολυσμένη περιοχή μέχρις ότου οι αρμόδιες υγειονομικές υπηρεσίες δώσουν το πράσινο φως για την ακίνδυνη κατοίκησή της.

Με βάση λοιπόν τους κινδύνους που περιγράψαμε επιβάλλεται διαρκής επαγρύπνηση των υγειονομικών υπηρεσιών, έγκαιρες και έγκυρες τακτικές μετρήσεις και σωστή και τακτική ενημέρωση των πολιτών για την αποτελεσματική τους προστασία.

O Αναστάσιος Σπαντιδέας είναι διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών,

παθολόγος – κλινικός φαρμακολόγος