στο Πανεπιστήμιο Κρήτης
Έντυπη Έκδοση - Ελλάδα
Η ελληνική ομάδα στίβου μάς έκανε όλους υπερήφανους την περασμένη εβδομάδα με τις επιτυχίες της. Ή μήπως όχι όλους; Είναι χαρακτηριστική η άποψη του βουλευτή Γιώργου Κυρίτση, ο οποίος διαφώνησε με τα «συγχαρητήρια» του Πρωθυπουργού στη Βούλα Παπαχρήστου εξαιτίας των, για πολλούς, ρατσιστικών της πεποιθήσεων. Υπάρχουν, όμως, και συμπολίτες μας που δεν νιώθουν ποτέ υπερήφανοι για τις εθνικές αθλητικές επιτυχίες, ανεξαρτήτως πολιτικών αντιλήψεων. Πότε, τελικά, και γιατί νιώθουμε περηφάνια στις εθνικές διακρίσεις; Η κοινωνική ψυχολογία μπορεί να μας δώσει τις απαντήσεις. Η κοινωνιοψυχολογική θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας μας εξηγεί ότι η ταυτότητά μας δεν είναι αμιγώς ατομική. Ολοι αντλούμε μέρος της ταυτότητάς μας από τις ομάδες στις οποίες ανήκουμε. Αυτές καθορίζονται, για παράδειγμα, από το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα, το επάγγελμα, το κόμμα, την ποδοσφαιρική ομάδα, ακόμη και από τα χόμπι μας. Πρόκειται για τη συλλογική μας ταυτότητα. Η έρευνα μάλιστα δείχνει συστηματικά ότι τείνουμε να έχουμε θετική στάση απέναντι στην ενδο-ομάδα μας, δηλαδή την ομάδα στην οποία ανήκουμε. Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις για αυτό το φαινόμενο, με επικρατέστερη την υπόθεση της αυτοεκτίμησης: νιώθουμε καλύτερα για τον εαυτό μας όταν η ομάδα μας τα πηγαίνει καλά.
Υπάρχουν όμως προϋποθέσεις. Μια θεμελιώδης προϋπόθεση είναι η υψηλή ταύτιση με την ομάδα. Οσο λιγότερο ταυτιζόμαστε με μια ομάδα τόσο λιγότερο μας ενδιαφέρει αν τα πηγαίνει καλά.
Μια, επίσης, σημαντική προϋπόθεση για να χαρούμε με την επιτυχία ενός μέλους της ομάδας μας είναι να θεωρούμε αυτό το μέλος «πρωτοτυπικό» ή, με άλλα λόγια, χαρακτηριστικό μέλος της ομάδας μας. Μπορεί κανείς να θεωρεί μόνο μια καλλιτέχνιδα σαν την κ. Παπαρίζου ή έναν επιστήμονα σαν τον κ. Δασκαλάκη αντιπροσωπευτικούς Ελληνες ώστε να χαρεί με τις επιτυχίες τους. Από την πλευρά του ο κ. Κυρίτσης μπορεί τελικά να χαίρεται με την επιτυχία μόνο ενός Ελληνα που θεωρεί αντιπροσωπευτικό της Ελλάδας όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος – ενδεχομένως, δηλαδή, της αριστερής Ελλάδας. Εδώ είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι (υπο)ομάδες με τις οποίες ταυτιζόμαστε ισχυρά έχουν συχνά και τους εχθρούς τους. Τείνουμε, λοιπόν, από τη μία πλευρά, να εξιδανικεύουμε τα πρωτοτυπικά μέλη της ενδο-ομάδας και, από την άλλη, να αντιπαθούμε μέλη των εχθρικών εξω-ομάδων. Οι πρωταθλητές της χώρας μας, όμως, δεν αξίζουν απαραίτητα ούτε την εξιδανίκευση ούτε το μίσος μας. Η Βούλα Παπαχρήστου, συγκεκριμένα, είναι Ελληνίδα, γυναίκα, μητέρα, σύζυγος, με πολλά χαρακτηριστικά που συνοδεύουν τη συλλογική της ταυτότητα. Μέσα σε αυτά εντάσσεται και η πολιτική της ταυτότητα. Η ατομική της ταυτότητα συγκροτείται, μεταξύ άλλων, από τη σκληρή δουλειά, το λάθος ενός tweet, τις προσωπικές της σχέσεις, το μεγάλο ψυχολογικό κόστος που υπέστη, και την επαναφορά της στην κορυφή. Αν υπήρξε μια σκιά πριν από πολλά χρόνια στο «εὖ» του «εὖ αγωνίζεσθαι» κατάφερε να επανορθώσει με πολύ κόπο.
Τόσο σχετικά με τη Βούλα Παπαχρήστου όσο και σχετικά με τις άλλες πρωταθλήτριές μας, μπορεί κανείς να εστιάσει στη συλλογική τους ταυτότητα και να νιώσει περήφανος επειδή είναι, για παράδειγμα, Ελληνίδες και γονείς, εφόσον ταυτίζεται με αυτές τις κοινωνικές ομάδες και θεωρεί τις πρωταθλήτριες πρωτοτυπικά τους μέλη. Μπορεί και να δυσανασχετήσει επειδή δεν συμφωνεί με τα πολιτικά τους φρονήματα, αν τυχόν αυτά αφορούν σημαντικές όψεις της συλλογικής του ταυτότητας. Τέλος, μπορεί να μείνει παγερά αδιάφορος, εφόσον δεν ταυτίζεται με τις ομάδες όπου ανήκουν οι πρωταθλήτριες ή δεν τις θεωρεί πρωτοτυπικά τους μέλη.
Σε κάθε περίπτωση, σε επίπεδο ατομικής ταυτότητας, δύσκολα μπορεί κανείς να αρνηθεί τον σεβασμό στον μεγάλο προσωπικό τους αγώνα και την απονομή ευσήμων για τις σημαντικές ατομικές υπερβάσεις τους.
Ο Αλέξης Αρβανίτης είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας







