Οταν στις αρχές της δεκαετίας του 2000 γεννήθηκαν τα κοινωνικά δίκτυα, οι προσδοκίες ήταν υψηλές και ιδεαλιστικές.
Το Facebook (2004) δημιουργήθηκε για να φέρει πιο κοντά τους φοιτητές του Harvard, το YouTube (2005) για να δώσει φωνή σε κάθε πολίτη και το Twitter (2006) για να επιταχύνει τη ροή της πληροφορίας και να ενισχύσει τη δημόσια συζήτηση. Οι δημιουργοί τους ήθελαν να «εκδημοκρατίσουν» την επικοινωνία.
Δύο δεκαετίες αργότερα, η υπόσχεση αυτή έχει διαψευσθεί. Οι ίδιες πλατφόρμες που γεννήθηκαν ως εργαλεία ελευθερίας και διαφάνειας αποτελούν πλέον μηχανισμούς ελέγχου, εμπορευματοποίησης και πολιτικής επιρροής.
Ο όρος «καπιταλισμός της παρακολούθησης», όπως τον όρισε η κοινωνική ψυχολόγος Shoshana Zuboff, περιγράφει το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί στη σημερινή ψηφιακή οικονομία: ένα σύστημα στο οποίο η ανθρώπινη εμπειρία μετατρέπεται σε δεδομένα προς εκμετάλλευση. Κάθε μήνυμα, κάθε «like» και κάθε βίντεο αποτελούν κομμάτι ενός τεράστιου μηχανισμού που στοχεύει στη διαρκή παρακολούθηση, πρόβλεψη και καθοδήγηση της συμπεριφοράς.
Οι χρήστες έχουν πάψει να είναι πολίτες που επικοινωνούν, είναι πλέον πρώτη ύλη ενός συστήματος εμπορικής επιτήρησης. Οι αλγόριθμοι διαμορφώνουν τι βλέπουμε, προωθώντας περιεχόμενο που προκαλεί συναισθηματική ένταση και αυξάνει τα διαφημιστικά έσοδα. Το αποτέλεσμα είναι ένας κατακερματισμένος δημόσιος λόγος, όπου η αλήθεια υποχωρεί μπροστά στη συναισθηματική φόρτιση.
Αυτό το σύστημα δεν είναι απλώς οικονομικό, είναι πολιτισμικό και πολιτικό. Διαμορφώνει συνειδήσεις, επηρεάζει εκλογές και ανατρέπει τα θεμέλια του δημοκρατικού διαλόγου. Οι πιο ευάλωτοι σε αυτό το περιβάλλον είναι τα νέα παιδιά και οι έφηβοι, που μεγαλώνουν μέσα στα κοινωνικά δίκτυα. Οι πλατφόρμες αξιοποιούν μηχανισμούς ψυχολογικής επιβράβευσης, όπως τα «likes» και οι ειδοποιήσεις, για να ενισχύουν τη συνεχή σύνδεση και την εξάρτηση από την οθόνη.
Οι συνέπειες είναι πλέον ορατές: μείωση της συγκέντρωσης, αύξηση του άγχους και της κατάθλιψης, διαστρέβλωση της αυτοεικόνας μέσω φίλτρων και συγκρίσεων, καθώς και διαβρωμένη ικανότητα κριτικής σκέψης. Η πληροφορία καταναλώνεται επιφανειακά, η κοινωνική πίεση εντείνεται, και η ανάγκη για συνεχή έγκριση δημιουργεί έναν νέο, αθέατο μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου.
Το Διαδίκτυο ξεκίνησε ως ανοιχτό οικοσύστημα γνώσης και συνεργασίας, όμως σήμερα η επικοινωνία και η πρόσβαση στη γνώση ελέγχονται από λίγες, πολύ μεγάλες εταιρείες. Οι αποφάσεις τους, βασισμένες σε ιδιωτικά συμφέροντα, επηρεάζουν την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία σε παγκόσμια κλίμακα.
Η απάντηση πρέπει να είναι η επαναφορά του δημόσιου ελέγχου των ψηφιακών υποδομών με τη χρήση ανοιχτού λογισμικού, διαφάνεια στους αλγορίθμους, λογοδοσία και προστασία της ιδιωτικότητας. Μόνο έτσι μπορεί η τεχνολογία να υπηρετήσει ξανά τη συλλογική πρόοδο αντί για την ιδιωτική συσσώρευση ισχύος.
Η μεγάλη πρόκληση του 21ου αιώνα είναι πολιτική: να ορίσουμε κανόνες που βάζουν τον άνθρωπο στο κέντρο της τεχνολογικής εξέλιξης. Ενα νέο ψηφιακό κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να εγγυάται ότι η τεχνητή νοημοσύνη και τα κοινωνικά δίκτυα θα αναπτύσσονται στη βάση ανθρωπιστικών αξιών, με διαφάνεια και δημοκρατική εποπτεία.
Η τεχνολογία μπορεί να ενδυναμώσει τη δημοκρατία, εφόσον υπηρετεί την κοινωνία, όχι το αντίστροφο. Η πρόκληση είναι σαφής: να επαναφέρουμε τα κοινωνικά δίκτυα στην υπηρεσία των πολιτών και της δημοκρατίας, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
← Επιστροφή στο μενού του αφιερώματος







