Η αυγή του 2026 βρίσκει την αγορά ακινήτων στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου και του ενδιαφέροντος των ελληνικών νοικοκυριών. Η κατοικία, είτε ως βασική ανάγκη είτε ως επενδυτική επιλογή, επηρεάζει άμεσα τον οικογενειακό προγραμματισμό, το διαθέσιμο εισόδημα και την ποιότητα ζωής, ενώ αποτελεί βασικό δείκτη για την πορεία της οικονομίας. Οι μεταβολές στις τιμές, στα μισθώματα και στη διαθεσιμότητα ακινήτων συνθέτουν ένα σύνθετο περιβάλλον, όπου οι αποφάσεις πολιτείας, επενδυτών και νοικοκυριών αποκτούν καθοριστική σημασία.
Σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, η αγορά ακινήτων το 2025 συνέχισε να προσελκύει έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, τόσο από την εγχώρια όσο και από τη διεθνή αγορά. Ιδιαίτερη κινητικότητα καταγράφηκε στους τομείς της κατοικίας, της φιλοξενίας και των γραφείων υψηλών προδιαγραφών με βιοκλιματικά χαρακτηριστικά. Οι τιμές των κατοικιών κατέγραψαν νέα άνοδο, ωστόσο η προσφορά νέων κατοικιών παρέμεινε περιορισμένη λόγω εκκρεμοτήτων στο ρυθμιστικό πλαίσιο και του αυξημένου κόστους κατασκευής.
Το ζήτημα της στεγαστικής προσιτότητας τίθεται πλέον με ιδιαίτερη ένταση, καθώς αυξημένες παραμένουν τόσο οι τιμές πώλησης όσο και τα μισθώματα, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, η πολιτεία έχει υλοποιήσει ή εξαγγείλει προγράμματα όπως τα “Σπίτι μου Ι και ΙΙ”, την επιδότηση ενοικίου, τη μείωση φορολογίας για κύριες κατοικίες σε μικρούς οικισμούς και την αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων για κοινωνική κατοικία.
Η νέα δέσμη μέτρων που θα εξειδικευθεί εντός του 2026 στοχεύει στη στήριξη της προσφοράς κατοικίας, με έμφαση στην αξιοποίηση ανενεργών επαγγελματικών ακινήτων και στην αναβάθμιση παλαιότερων κατοικιών. Αν και οι παρεμβάσεις αυτές κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, η αποτελεσματικότητά τους αναμένεται να είναι περιορισμένη βραχυπρόθεσμα, καθώς κάποιες ενισχύουν τη ζήτηση, ενώ άλλες απαιτούν μακροχρόνιο σχεδιασμό.
Ανοδικές τιμές και διαφοροποιήσεις ανά περιοχή
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το εννεάμηνο του 2025 οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν κατά 7,5%, έναντι 9,7% το 2024. Η αύξηση ήταν εντονότερη στα παλαιά διαμερίσματα (7,7%) σε σχέση με τα νέα (7,3%). Υψηλότερους ρυθμούς αύξησης κατέγραψαν η Θεσσαλονίκη, οι άλλες μεγάλες πόλεις και οι λοιπές περιοχές της χώρας, ενώ η Αθήνα παρουσίασε ηπιότερη άνοδο (6,1%).
Παρά την άνοδο των αξιών, οι δείκτες της αγοράς κατοικίας εμφανίζουν μικτές τάσεις. Το επενδυτικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό παρουσιάζεται ελαφρώς συγκρατημένο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προγράμματος Golden Visa και των καθαρών εισπράξεων από ξένες επενδύσεις.
Οικοδομική δραστηριότητα και χρηματοδότηση
Η οικοδομική δραστηριότητα για κατοικίες υποχώρησε το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου 2025, με μείωση 24,5% στις νέες άδειες και 25,6% στον δομήσιμο όγκο, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. Παράλληλα, το κόστος κατασκευής αυξήθηκε κατά 2,9% σε ετήσια βάση, με βραδύτερο ρυθμό από τα προηγούμενα έτη.
Τα νέα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 45,8% το δεκάμηνο του 2025, ωστόσο η συνολική τραπεζική χρηματοδότηση παραμένει περιορισμένη. Η ζήτηση στεγαστικών δανείων μειώθηκε για δεύτερο συνεχές τρίμηνο, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες αυξήθηκαν κατά 14,5%, αντιστοιχώντας στο 2,8% του ΑΕΠ.
Επαγγελματικά ακίνητα και προοπτικές
Στον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων, οι τιμές γραφείων και καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών εμφάνισαν επιβράδυνση το πρώτο εξάμηνο του 2025, με αυξήσεις 0,5% και 1,1% αντίστοιχα. Στην Αθήνα, οι αυξήσεις ήταν ελαφρώς υψηλότερες, ενώ τα μισθώματα ενισχύθηκαν οριακά (0,3% και 0,4%). Η κατασκευαστική δραστηριότητα για ακίνητα επαγγελματικής χρήσης παρουσίασε μείωση στις νέες άδειες (-12,5%) αλλά αύξηση στον δομήσιμο όγκο (7,6%).
Παρά τις θετικές εξελίξεις, η αγορά εξακολουθεί να περιορίζεται από γραφειοκρατία και θεσμικές καθυστερήσεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει την ανάγκη απλοποίησης διαδικασιών, ώστε να επιταχυνθεί η αξιοποίηση ακινήτων και η ανάπτυξη σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αθήνας όπου συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος του πληθυσμού και των επενδύσεων.
Κατασκευαστικός κλάδος και προοπτικές ανάπτυξης
Σε αυτό το περιβάλλον, ο κατασκευαστικός κλάδος αποκτά κομβικό ρόλο. Η παραγωγή νέων κατοικιών και υποδομών, οι επενδύσεις και το θεσμικό πλαίσιο επηρεάζουν άμεσα τη διαθεσιμότητα και την προσιτότητα της στέγασης. Τα στοιχεία δείχνουν έντονη κινητικότητα, με σταθερή άνοδο της αξίας παραγωγής από 7,1 δισ. ευρώ το 2020 σε 15,7 δισ. ευρώ το 2024.
Από το συνολικό ποσό, 6,15 δισ. ευρώ αφορούν την κατασκευή κατοικιών και 9,59 δισ. ευρώ έργα υποδομών και λοιπών κτιρίων. Όπως έχει επισημάνει ο πρόεδρος του ΤΜΕΔΕ Κωνσταντίνος Μακέδος, ο κλάδος βρίσκεται σε φάση έντονης δραστηριότητας, παρά τις χρόνιες αδυναμίες της γραφειοκρατίας που εξακολουθούν να δημιουργούν εμπόδια.
Παρά τη θετική πορεία, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων σε κατασκευές στην ΕΕ (6% του ΑΕΠ έναντι 10,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Καθοριστικό σημείο παραμένει το θεσμικό πλαίσιο του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού, καθώς η αβεβαιότητα μετά την απόφαση του ΣτΕ οδήγησε σε πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας κατά 51% το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Για το 2026, η αξία παραγωγής έργων υποδομών και κατοικιών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 20% σε σχέση με το 2024, φτάνοντας τα 18,8 δισ. ευρώ. Ήδη για την περίοδο 2027-2030 προγραμματίζονται έργα άνω των 10 δισ. ευρώ, μέσω δημοπρατήσεων και συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Στη μετά Ταμείο Ανάκαμψης εποχή, το ζητούμενο είναι η δημιουργία υπεραξιών και κεφαλαίων που θα στηρίξουν τη συνέχιση των επενδύσεων. Η ανάπτυξη, η καινοτομία και η κοινωνική ευθύνη αποτελούν βασικούς πυλώνες για έναν βιώσιμο και ανθεκτικό αναπτυξιακό δρόμο. Όπως αναδείχθηκε στο πρόσφατο συνέδριο του ΤΜΕΔΕ, η ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στον σχεδιασμό των υποδομών είναι πλέον αναγκαία, καθώς οι υποδομές λειτουργούν ως παράγοντας ανθεκτικότητας απέναντι στην κλιματική κρίση και τις οικονομικές διαταραχές.
Η χάραξη ενός ρεαλιστικού οδικού χάρτη, που θα συνδέει την τεχνολογική καινοτομία με την κοινωνική ευθύνη, αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της δυναμικής του κλάδου και τη διασφάλιση της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας.






