Ο αμερικάνικος Τύπος είναι σίγουρος: Οι νέοι Αμερικανοί δεν απομακρύνονται από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα για ιδεολογικούς ή πολιτισμικούς λόγους. Απομακρύνονται γιατί δεν μπορούν πια να ζήσουν. Για μια ολόκληρη γενιά, το «αμερικανικό όνειρο» έχει πάψει να είναι στόχος και έχει μετατραπεί σε άπιαστη υπόσχεση.
Η γενιά Ζ μεγάλωσε με έναν απλό κανόνα: σπούδασε, δούλεψε σκληρά, βρες μια καλή δουλειά, αγόρασε σπίτι, φτιάξε οικογένεια. Σήμερα όμως, η βασική προϋπόθεση για όλα αυτά –ένα σταθερό και αξιοπρεπές εισόδημα– δεν είναι δεδομένη. Η ανεργία των νέων αγγίζει το 10,4%, υπερδιπλάσια του εθνικού μέσου όρου, ενώ το κόστος στέγασης έχει αυξηθεί κατά 47% από το 2020. Τα μαθηματικά απλώς δεν βγαίνουν.
Για εκατομμύρια νέους, η οικονομική συμμετοχή δεν είναι πλέον αυτονόητη αλλά… φιλοδοξία. Διαθέτουν δεξιότητες προσαρμοσμένες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, εργάζονται περισσότερες ώρες σε ασταθείς αγορές εργασίας και παρ’ όλα αυτά αντιμετωπίζουν χαμηλούς μισθούς και ανασφάλεια χειρότερη από εκείνη προηγούμενων γενεών. Το πρόβλημα δεν είναι η εργασιακή τους ηθική· είναι οι κανόνες της οικονομίας που γράφτηκαν στην Ουάσινγκτον.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κάνει σοβαρό λάθος αν πιστεύει ότι οι νέοι απορρίπτουν τον συντηρητισμό. Στην πραγματικότητα απορρίπτουν ένα σύστημα που θεωρούν εχθρικό προς την προοπτική ζωής τους.
Πριν από τις εκλογές του 2024, το 58% των νέων δήλωνε ότι δεν ήταν βέβαιο αν θα ψηφίσει, θεωρώντας πως κανένα κόμμα δεν κατανοεί την οικονομική τους πραγματικότητα. Η συμμετοχή των νέων τελικά μειώθηκε σε σχέση με το 2020.
Τα στοιχεία το επιβεβαιώνουν. Σύμφωνα με το Harvard Youth Poll, το 56% των νέων πιστεύει ότι η χώρα κινείται σε λάθος κατεύθυνση. Βλέπουν μια πολιτική τάξη που κυβερνά σαν να απευθύνεται σε συνταξιούχους, την ώρα που εκείνοι προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν.
Όταν ένας 26χρονος με πτυχίο και δύο δουλειές δεν μπορεί να πληρώσει ούτε ένα μικρό διαμέρισμα χωρίς συγκάτοικο, δεν κατηγορεί τον καπιταλισμό. Κατηγορεί τους πολιτικούς και τα επιχειρηματικά συμφέροντα που διαμόρφωσαν μια οικονομία στην οποία δεν χωρά.
Βλέπει εταιρείες να πιέζουν για περισσότερες βίζες ξένων εργαζομένων, πιέζοντας τους μισθούς προς τα κάτω. Βλέπει πολυεθνικές και επενδυτικά funds να αλλοιώνουν την αγορά κατοικίας. Και συμπεραίνει ότι αυτό δεν είναι πια ελεύθερη αγορά.
Το γεγονός ότι οι άνδρες της Gen Z στήριξαν τον Τραμπ με διαφορά 14 μονάδων το 2024 δείχνει κάτι ξεκάθαρο: απέρριψαν την πολιτική ταυτοτήτων και πίστεψαν σε ένα όραμα όπου η σκληρή δουλειά ανταμείβεται. Όμως η υπομονή τους εξαντλείται όταν οι Ρεπουμπλικανοί μιλούν για πολιτισμικούς πολέμους και αγνοούν τους μισθούς, την ακρίβεια και τη στέγη.
Η κρίση κατοικίας λειτουργεί πλέον σαν πολιτικός αποκλεισμός. Ο μέσος πρώτος αγοραστής σπιτιού στις ΗΠΑ είναι σήμερα 40 ετών – ηλικία στην οποία οι προηγούμενες γενιές είχαν ήδη σταθεροποιηθεί. Οι νέοι είτε καθυστερούν είτε αποκλείονται εντελώς από το όνειρο της ιδιοκτησίας.
Το κόμμα έχει μπροστά του μια ξεκάθαρη επιλογή: είτε θα κουνήσει το δάχτυλο στους νέους μιλώντας για «αντοχή» και «αυτοθυσία», είτε θα επαναπροσδιορίσει την οικονομική του ατζέντα. Αυτό σημαίνει προστασία της εγχώριας εργασίας, άνοιγμα πραγματικών θέσεων εισόδου στην αγορά, αποκατάσταση της πρόσβασης στην πρώτη κατοικία και μετατροπή της τεχνητής νοημοσύνης σε εργαλείο ευκαιρίας, όχι εκτοπισμού.
Η Gen Z είναι έτοιμη να δουλέψει, να χτίσει και να ονειρευτεί. Το ερώτημα είναι αν η πολιτική ηγεσία είναι έτοιμη να χτίσει μια οικονομία που να τους το επιτρέπει.







