Τα τελευταία χρόνια, η ευγνωμοσύνη έχει αποκτήσει σχεδόν μυθικές διαστάσεις. Είναι παντού: σε περιοδικά ψυχολογίας, σε προγράμματα αυτοβελτίωσης, ακόμη και σε κούπες ή αφίσες που μας θυμίζουν καθημερινά να «μετράμε τις ευλογίες μας». Φαίνεται πως αρκεί να καταγράφουμε τρία πράγματα για τα οποία είμαστε ευγνώμονες την ημέρα για να γίνουμε πιο χαρούμενοι, πιο υγιείς, πιο ανθεκτικοί. Όμως, η συγγραφέας και ιστορικός των συναισθημάτων Τίφανι Ουάτ Σμιθ προειδοποιεί πως η ευγνωμοσύνη δεν είναι πάντα αθώα. Μερικές φορές, πίσω από το «ευχαριστώ» κρύβεται μια πιο σκοτεινή πραγματικότητα: εξουσία, υποχρέωση και κοινωνικός έλεγχος.

Η ευγνωμοσύνη, στη σύγχρονη ψυχολογία, θεωρείται συναίσθημα καθαρά θετικό. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Σμιθ, στις αρχές του 20ού αιώνα ο ψυχολόγος Γουίλιαμ ΜακΝτάγκαλ είχε υποστηρίξει ότι δεν πρόκειται για ένα απλό συναίσθημα ευφορίας. Αντίθετα, φέρει μέσα του και την αίσθηση της εξάρτησης, ή ακόμα και της μειονεξίας απέναντι σε εκείνον που μας ευεργέτησε. Η ιαπωνική φράση *arigata-meiwaku* αποτυπώνει αυτό ακριβώς: τη δυσφορία που νιώθει κανείς όταν πρέπει να είναι ευγνώμων για μια χάρη που δεν ζήτησε. Ένα συναίσθημα που δείχνει πως η ευγνωμοσύνη, άλλοτε, μπορεί να γίνει βάρος.

Η Σμιθ εξηγεί ότι αυτός ο μηχανισμός δεν περιορίζεται στις προσωπικές σχέσεις αλλά απλώνεται σε κοινωνικά και πολιτικά πεδία. Η απαίτηση για «ευγνωμοσύνη» χρησιμοποιήθηκε συχνά ως εργαλείο εξουσίας. Η ιστορία του Νιγηριανού μαθητή Εγιο Εκπένιον Εγιο Β’, στα τέλη του 19ου αιώνα στη Βρετανία, είναι χαρακτηριστική: όταν ζήτησε να επιστρέψει στην πατρίδα του εξαιτίας του ψύχους και της ασθένειας, ο βρετανικός Τύπος τον καταδίκασε δημόσια ως «αχάριστο». Όπως και η συγγραφέας Ντίνα Ναγερί θυμίζει στο βιβλίο της The Ungrateful Refugee, οι πρόσφυγες συχνά πιέζονται να δείχνουν «ευγνωμοσύνη» για το άσυλο, λες και αυτό δεν είναι δικαίωμά τους αλλά χάρη που οφείλουν να ξεπληρώσουν με σιωπή και συμμόρφωση.

Η υπερβολική προβολή της ευγνωμοσύνης ενδέχεται επίσης να οδηγήσει σε αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «τοξική θετικότητα» —την άρνηση των αρνητικών συναισθημάτων στο όνομα της αισιοδοξίας. Σε περιπτώσεις ανισότητας ή ακόμη και κακοποίησης, η πίεση να αισθάνεται κανείς ευγνωμοσύνη μπορεί να γίνει επικίνδυνη. Γυναίκες σε βλαπτικές σχέσεις, για παράδειγμα, ενδέχεται να πειστούν ότι χρωστούν ευγνωμοσύνη στον σύντροφό τους, εγκλωβιζόμενες ακόμη περισσότερο.

Η Σμιθ δεν αμφισβητεί την αξία της ευγνωμοσύνης, αλλά καλεί σε έναν πιο ώριμο τρόπος κατανόησής της. Είναι άλλο να είσαι ευγνώμων για μια στιγμή στη ζωή σου κι άλλο να αισθάνεσαι υποχρέωση προς κάποιον που σου την επέτρεψε. Η γνήσια ευγνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει ελεύθερα, χωρίς εξαναγκασμό. Όπως είπε ο Μάλκολμ Χ, «πώς μπορείς να ευχαριστήσεις κάποιον για κάτι που ήταν ήδη δικό σου δικαίωμα;».

Ίσως, λοιπόν, κάθε «ευχαριστώ» να χρειάζεται τα όριά του. Η απελευθέρωση από την υποχρέωση της αιώνιας ευγνωμοσύνης δεν σημαίνει αγνωμοσύνη· σημαίνει ισορροπία. Γιατί η ευγνωμοσύνη είναι πολύτιμη —όχι όταν μας κάνει μικρότερους, αλλά όταν μας βοηθά να κοιτάζουμε τον κόσμο με καθαρό βλέμμα και αξιοπρέπεια.