Ένα αεροσκάφος που αναχώρησε από την Αλεξάντρια της Λουιζιάνα μετέφερε στην Μπογκοτά 118 Κολομβιανούς υπηκόους που απελάθηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με τις αρχές, πρόκειται για 28 γυναίκες και 90 άνδρες, οι οποίοι δεν έχουν ανοιχτές νομικές υποθέσεις στη χώρα τους. Η επιστροφή αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της διμερούς συνεργασίας για τη διαχείριση της μετανάστευσης, με στόχο —όπως αναφέρθηκε— να διασφαλιστεί ο ανθρωπιστικός χαρακτήρας αυτών των επιστροφών.
Οι αρχές της Κολομβίας υπογράμμισαν ότι η πτήση πραγματοποιήθηκε με πλήρη χρηματοδότηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες και ότι οι απελαθέντες έλαβαν διαβεβαιώσεις ότι κατά τη διαδικασία θα τηρούνταν όλες οι αρχές που προβλέπονται για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον, κάθε άτομο που επέστρεψε προβλέπεται να λάβει ως στήριξη επίδομα 1.000 δολαρίων από την αμερικανική κυβέρνηση, όπως μετέδωσαν τα διεθνή πρακτορεία.
Το γεγονός αυτό έρχεται σε συνέχεια μιας περιόδου έντασης στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, όταν η κυβέρνηση της Κολομβίας είχε προηγουμένως αρνηθεί να επιτρέψει την προσγείωση αεροσκαφών που μετέφεραν απελαθέντες πολίτες της. Η τότε αντίδραση βασίστηκε στην εκτίμηση ότι οι επιστροφές δεν διασφαλίζουν τη στοιχειώδη αξιοπρέπεια και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των απελαθέντων. Η απόφαση εκείνη προκάλεσε αντίδραση από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που απάντησαν άμεσα επιβάλλοντας δασμούς 25% σε όλα τα προϊόντα που εξάγονται από την Κολομβία.
Η κρίση διήρκεσε λίγες ώρες, με τις διπλωματικές υπηρεσίες των δύο χωρών να εργάζονται πυρετωδώς προκειμένου να επιτευχθεί μια συμφωνία που θα επέτρεπε την ομαλοποίηση των σχέσεων και την άρση των εμπορικών φραγμών. Η σημερινή πτήση απέλασης αποτελεί, έτσι, ένα από τα πρώτα ορατά αποτελέσματα αυτής της συμφωνίας.
Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει πολύπλοκο και αντικατοπτρίζει τις δομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν χώρες όπως η Κολομβία. Χιλιάδες πολίτες επιχειρούν κάθε χρόνο να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, συχνά μέσω επικίνδυνων διαδρομών και με υψηλό κόστος, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας. Η οικονομική κρίση, η ανισότητα, η βία και οι περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης οδηγούν πολλούς στο να εγκαταλείπουν τις εστίες τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία επαναπατρισμού που εφαρμόζεται σήμερα έχει στόχο να ρυθμίσει τις επιστροφές στο πλαίσιο μιας «ανθρωπιστικής συνεργασίας», όμως αφήνει ανοιχτά πολλά ζητήματα σχετικά με τη μακροπρόθεσμη ενσωμάτωση αυτών των ανθρώπων στην κοινωνία. Η χορήγηση ενός εφάπαξ επιδόματος 1.000 δολαρίων αποτελεί προσωρινή στήριξη, αλλά είναι αμφίβολο αν επαρκεί για να καλύψει τις ουσιαστικές ανάγκες επανένταξης.
Το υπουργείο Εξωτερικών της Κολομβίας υπογράμμισε ότι η επιστροφή έγινε «με όλες τις ανθρωπιστικές εγγυήσεις» και στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συνεργασίας, αλλά απέφυγε να δημοσιοποιήσει στοιχεία για τον συνολικό αριθμό απελάσεων που έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες.
Το φαινόμενο των απελάσεων, που αφορά ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, εγείρει ερωτήματα για το πώς οι χώρες προέλευσης —όπως η Κολομβία— μπορούν να υποδεχτούν και να στηρίξουν αυτούς που επιστρέφουν, συχνά χωρίς πόρους, σε μια αγορά εργασίας που ήδη αντιμετωπίζει υψηλή ανεργία και κοινωνικές ανισότητες. Πρόβλημα γενικώς…







