Το 1985 ήταν, αν όχι η ταινία, μία από τις ταινίες της χρονιάς. Μιλάω για την «Επιστροφή στο μέλλον» του Ρόμπερτ Ζεμέκις, όπου ο πρωταγωνιστής Μάικλ Φοξ «εκτινάσσεται» στη δεκαετία του 1950 και προσπαθεί να επανέλθει στο παρόν. Η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που έφερε και τα σίκουελ και έτσι σε μία από τις επόμενες «Επιστροφές» η «εκτίναξη» τον έφερε στο 2015. Πώς φαντάστηκε ο σκηνοθέτης, καταμεσής της δεκαετίας του 1980, σε μια εποχή δηλαδή που ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος της τεχνολογίας είχε αρχίσει ήδη να μας κλείνει το μάτι, τη ζωή μας ύστερα από τριάντα χρόνια; Απ’ όσο θυμάμαι, με πάρα πολλά ιπτάμενα. Αυτοκίνητα, πατίνια, ποδήλατα που με το πάτημα ενός κουμπιού «πετούσαν» μειώνοντας κατά πολύ τις αποστάσεις και τον χρόνο μεταφοράς. Ωστόσο, από το 2015 έχουν ήδη περάσει δέκα χρόνια και τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Αν σε κάτι έπεσε μέσα, είναι η οπτική επαφή μέσω τηλεφώνου, η σημερινή βιντεοκλήση δηλαδή.

Το 1968 βγήκε στους κινηματογράφους η ταινία «2001, Οδύσσεια του Διαστήματος». Ο σκηνοθέτης Στάνλεϊ Κιούμπρικ φανταζόταν ότι σε 33 χρόνια από τότε το παιχνίδι θα παιζόταν στο Διάστημα. Ηταν άλλωστε η εποχή των διαστημικών ταξιδιών, τον επόμενο χρόνο ο Νιλ Αρμστρονγκ θα έκανε στο φεγγάρι «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο άλμα για την ανθρωπότητα» και εμείς φανταζόμασταν ότι το «Γη – Σελήνη» θα ήταν κάτι σαν το δρομολόγιο «Κολιάτσου – Παγκράτι». Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά το 2001, η Κέιτι Πέρι «ταξίδεψε» με τις φίλες της για λίγα λεπτά εκτός ατμόσφαιρας και, όταν επέστρεψε, γονάτισε και φιλούσε τη γη. Τζίφος κι εδώ.

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 ζούσαμε στους ρυθμούς του μέλλοντος. Εγκυρα διεθνή περιοδικά έκαναν μεγάλα αφιερώματα για το πώς θα ήταν η καθημερινότητα το 2000. Θυμάμαι σκίτσα με σπίτια που έμοιαζαν με κάψουλες, έπιπλα που δεν θύμιζαν σε τίποτα τα «λουικένζ» της μαμάς μου, ανθρώπους ντυμένους με ολόσωμες φόρμες, φαγητά σε χάπια και, φυσικά, μετακινήσεις με «οχήματα» τύπου διαστημόπλοιων. Πάνω από μισό αιώνα μετά, ανακαινίζω το πατρικό μου που χτίστηκε εκείνη την εποχή, έχω φρεσκάρει με ποπ αρτ ταπετσαρία τις «λουικένζ» πολυθρόνες και είναι μούρλια, ψωνίζω ρούχα από τα Zara, κανονικά, υφασμάτινα, εβαζέ και κρουαζέ, με νερβίρ στα τελειώματα, και μετακινούμαι με αυτοκίνητο και με τα νεύρα τσατάλια λόγω κίνησης.

Δεν λέω, φυσικά, ότι από τότε έως τώρα δεν έχει αλλάξει κάτι. Πολλά άλλαξαν και διευκόλυναν την καθημερινότητά μας. Το Διαδίκτυο, η εύκολη προσβασιμότητα στα πάντα, το κινητό τηλέφωνο, το Google Maps και η «πινέζα» που μας απάλλαξαν από εκείνα τα εφιαλτικά «μετά το τρίτο φανάρι δεξιά, αμέσως αριστερά στην κλειστή στροφή και στο περίπτερο ρωτήστε να σας πουν για παρακάτω», το ντελίβερι, οι διαδικτυακές αγορές και πάρα πολλά άλλα. Δεν έγιναν όμως οι αλλαγές που φανταζόμασταν, αυτές που θα άλλαζαν όχι τη λειτουργικότητα αλλά την εικόνα της καθημερινότητάς μας. Διότι αυτές οι αλλαγές συντελούνται πολύ αργά, πολύ πιο αργά απ’ όσο εξελίσσεται η τεχνολογία. Οσο κι αν πιστεύουμε ότι αυτή μας καπελώνει, εμείς την καπελώνουμε κοπτοράπτοντάς τη στα μέτρα μας.

Το ανθρώπινο λάθος

Γι’ αυτό και δεν ανησυχώ με τις προβλέψεις ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μας «καταπιεί», θα αντικαταστήσει την ανθρώπινη σκέψη, ακόμη και την καλλιτεχνική δημιουργία. Πρώτα απ’ όλα διότι ακόμη κι αυτή έχει ανάγκη από έναν «ανθρώπινο κινητήρα». Ανθρώπινο χέρι πρέπει να την «ταΐσει» για να αρχίσει να κουνάει την ουρά της.

Κυρίως όμως η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει το μέγα προνόμιο του ανθρώπινου λάθους. Που αγνοεί τα δεδομένα, τα υπερβαίνει, αυτονομείται και διαταράσσει την τελειότητα. Και τι είναι τελικά ο άνθρωπος και η τέχνη αν όχι η διατάραξη των δεδομένων, αυτή που προκαλεί το μη αναμενόμενο;