Η διαδικασία ανάδειξης για κάθε νέο Πάπα μετά την αποδημία του προηγούμενου αρχηγού της Καθολικής Εκκλησίας είναι πασίγνωστη για την αγωνιώδη φύση, το συχνά μακρό διάστημα που απαιτεί, το πλανητικής κλίμακας παρασκήνιό της, που όμως δεν περνά ποτέ τις πύλες του «Κράτους του Θεού», αλλά και για την ευρηματικότητά της, εντυπωσιακή ακόμα και σήμερα: ουδείς επικοινωνεί με τους εκλέκτορες, που παραμένουν κλειδαμπαρωμένοι στην Καπέλα Σιστίνα μέχρι τέλους: τα νέα έρχονται με τον λευκό καπνό από την καμινάδα – που έως τότε, σε κάθε άκαρπη ψηφοφορία, εμφανίζεται μαύρος. Και οι πιστοί ξεροσταλιάζουν στην υπέροχη πάντοτε Πλατεία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη που διαμορφώθηκε, μεταξύ άλλων, και με καίρια συμβολή του Μπερνίνι και με εντολή να χωράει όσο περισσότερους πιστούς γίνεται για την παπική ευλογία – αλλά πάντως ξεροσταλιάζουν. Οσο χρειαστεί, ό,τι καιρό κι αν έχει. Μαζί και όσες κάμερες μπορεί να φανταστεί κανείς απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.
Ολα αυτά δεν συμβαίνουν πουθενά αλλού και για τίποτα άλλο στον κόσμο, παρά μόνο για την εκλογή του διαδόχου του Αγίου Πέτρου. Ομως παράλληλα θέτουν και ένα ερώτημα που αν και η σημασία του θα έπρεπε να απασχολεί πολύ ακριβώς (και) για αυτούς τους λόγους, ουδέποτε συζητείται αλλά και δεν μπορεί να αποφευχθεί: τελικά, ποιος επιλέγει τον ποντίφικα; Οχι ποιος τον εκλέγει. Αλλά ποιος τον επιλέγει. Και ο απλός λόγος για τον οποίο δεν συζητείται είναι ότι δεν έχει απάντηση που να μπορεί να ταιριάξει δύο πυλώνες της διαδικασίας που, κατά βάθος, βρίσκονται σε μετωπική μεταξύ τους σύγκρουση: τη δογματική, της αρχέγονα παραδομένης, μηδέποτε βέβαια μεταβληθείσας πίστης και της πραγματικότητας. Αντίθετα, η διαδικασία έχει υποστεί μεταβολές στον χρόνο, κάτι που επίσης δείχνει τον αμιγώς (λογικά αυτονόητο άλλωστε) ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της.
Αν η επιλογή του Πάπα είναι έργο της θείας χάριτος (αυτή θεωρείται ως η πανάρχαια πηγή και βάση της ισχύος του: ότι είναι ο εκπρόσωπος του Θεού επί της γης – και φυσικά αυτό σημαίνει ότι μόνο εκείνος μπορεί να του εκχωρήσει αυτόν τον ρόλο), τότε γιατί η επιλογή του απαιτεί τέτοια επώαση; Τι συμβαίνει, πώς γίνεται και δεν εμφανίζεται η βούληση των ουρανών μια και καλή από την πρώτη ώρα, αλλά, αντιθέτως, διαμορφώνεται μέσα από κάτι που μάλλον δεν φημίζεται και τόσο πολύ για τη χάρη του καμίας μορφής, όσο για άλλες πτυχές, ενίοτε δε απολύτως ασύμβατες με την περίσταση που έχουν, ιστορικά, φτάσει σε επίπεδα που σήμερα ούτε μπορεί να διανοηθεί κανείς; Συνεπώς, ναι, ποιος επιλέγει τον Πάπα; Η θεία φώτιση ή η αμιγώς ανθρώπινη υπόσταση των καρδιναλίων; Προφανώς η δεύτερη, όπερ και οι ατέλειωτες ζυμώσεις, οι οποίες έχουν ασφαλώς πολύ λιγότερο να κάνουν με ζητήματα πίστης παρά με πολλά άλλα που θυμίζουν, στην καλύτερη περίπτωση, διεθνή πολιτική ή άλλη διπλωματία.
Η επίσημη διαδικασία ξεκινά στις 7 Μαΐου. Η πραγματική, όπως πάντοτε, έχει αρχίσει πολύ πριν από την αποδημία. Κι όμως αυτό δεν απέτρεψε να ανέβουν ουκ ολίγες φορές τόσο παρατεταμένοι μαύροι καπνοί πριν επιτέλους ακουστεί το «habemus papam» και ο λαός να ξεσπάσει σε επευφημίες τόσο στη Ρώμη όσο και, λίγο ή πολύ, σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Μαύροι καπνοί και πυρετώδεις διεργασίες που ασφαλώς ακυρώνουν εξόφθαλμα την έννοια της θείας βουλήσεως στην επιλογή του προσώπου. Εκτός κι αν κάνει κάποιος τη δογματικά ακραία βέβηλη παραδοχή ότι ο Θεός… δεν είναι και πολύ σίγουρος για το τι θέλει και αμφιταλαντεύεται για το ποιος θα τον εκπροσωπεί επί γης, όπως ο ρόλος ορίζει, για τα δισεκατομμύρια των καθολικών και, βέβαια, μετρά για την ασύγκριτη παγκόσμιας εμβέλειας πολλαπλή ισχύ του ποντίφικα. Τέτοια παραδοχή θα ήταν αδιανόητη για το πλήρωμα της Καθολικής Εκκλησίας, κληρικούς και λαϊκούς. Γι’ αυτό άλλωστε η βαριά αυτή «υπαρξιακής» κλίμακας αντίφαση παρέμεινε και θα συνεχίσει, όπως τόσα άλλα κενά ανάμεσα στα δογματικά και τα πραγματικά που αφορούν το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, να παραμένει απαρατήρητη εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν!