Ιδιότυπη περίπτωση σολίστ του μπουζουκιού, κιθαρίστα και συνθέτη, ο Τάσος Γιαννούσης θα μπορούσε να είναι οικονομολόγος (με πτυχίο), αλλά μυήθηκε νωρίς στα της μουσικής και ήδη διατρέχει περίπου τριάντα χρόνια εντός αυτής. Με «κεραίες» στις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων, με ευαισθησία που όμως πάντα μεταπλάθεται σε θετικό ρεύμα, με συνεργασίες με μεγάλους δημιουργούς και αέναους πειραματισμούς, ο Γιαννούσης στοχάζεται πάνω στο λαϊκό, το παραδοσιακό και το νέο. Είναι ένας μοντερνιστής με βαθιές ρίζες σε ό,τι προηγήθηκε.

Κύριε Γιαννούση, διάβασα τον τίτλο της νέας σας εργασίας «Διά φόβου και ελέου». Και αναρωτιέμαι πως με αυτόν τον τρόπο ίσως μπερδεύετε έναν ακροατή που δεν ξέρει πώς ο λόγιος τίτλος αυτός μεταφράζεται σε μια δουλειά λαϊκή με άξονα το μπουζούκι…

Αυτός ο ανάποδα αριστοτελικός τίτλος προέρχεται από έναν στίχο του τραγουδιού «Διακοπή ρεύματος» που περιλαμβάνεται στον δίσκο (στίχοι Γεωργίας Παπαδοπούλου), οπότε νομίζω ότι θα καταλάβουν όταν το ακούσουν. Ασε που μερικές φορές το μπέρδεμα μπορεί να βγει και σε καλό. Πέρα από τα αστεία, το νόημα για μένα είναι να μη φοβόμαστε να συμπονούμε (διά φόβου και ελέου). Η συμπόνια είναι μια βαθιά λαϊκή έννοια και αυτός ο δίσκος έχει να κάνει με την ανάγκη που έχουμε όλοι μας για μια πιο απλή και ουσιαστική ζωή, μια ζωή πιο κοντά στους ανθρώπους που αγαπάμε.

Κατατάσσετε τον εαυτό σας σήμερα σε κάποια σχολή ή ρεύμα του νεότερου λαϊκού είδους; Ή μήπως η δική σας μουσική ανεξιθρησκία δεν χωρά σχήματα και παρέες, και ενίοτε υπερβαίνετε το κλασικό μοντέλο του λαϊκού, ταξιδεύοντας μουσικά και σε άλλα είδη; Π.χ. ξέρω πως έχετε χρόνια μελετήσει την τζαζ.

Τζαζ ακούω πολλά χρόνια τώρα, έχω μελετήσει τα απολύτως βασικά (καθότι είναι ένα απύθμενο είδος μουσικής), αλλά πάνω απ’ όλα είμαι ένας μπουζουξής μουσικά… ανεξίθρησκος, όπως τόσο ωραία το θέσατε. Για μένα η μουσική είναι μία και αφετηρία είναι το ρεμπέτικο.

Το βασικό κριτήριο είναι η αλήθεια και το συναίσθημα, είτε αυτό προέρχεται από την τζαζ, τα fados, το ροκ ή το δημοτικό. Τώρα, ό,τι ακούσεις και με όποιον παίξεις… κλέβεις! (Γέλια). Αν πάντως θα έπρεπε να διαλέξω μια σχολή, θα ήταν αυτή του Μάρκου Βαμβακάρη, γιατί εν αρχή ην ο Μάρκος.

Εντύπωση προκαλεί πως δεν έχετε, στα τριάντα αυτά χρόνια, ακολουθήσει έναν ορθόδοξο δρόμο ενός σολίστ. Π.χ. ωδείο – εγκύκλια σπουδή, μικρά κέντρα, μεγαλύτερα κέντρα με μεγάλα ονόματα, διδασκαλία και σύνθεση. Τα έχετε όλα αυτά με το παραπάνω αλλά λοξά.

Λοξά αλλά καλά, ελπίζω! Ηταν απλά θέμα συγκυριών και τύχης. Ευτυχώς, δεν βρέθηκε κανένας στην αρχή, από τότε που ξεκίνησα να παίζω μπουζούκι, να μου πει ότι ο «ορθός» δρόμος ήταν άλλος και ύστερα, όταν βρέθηκαν κάποιοι, μου άρεσε πια τόσο πολύ το… λοξό που δεν το άλλαξα! Εξάλλου, ο μέγας Frank Sinatra έχει τραγουδήσει «Ι did it my way» και ο μέγιστος Μάρκος «εγώ κάνω την τσάρκα μου και ας με καλαμπουρίσουν».

Μια ομολογουμένως δύσκολη δουλειά, τι είναι αυτό που σας συγκινεί, σας κρατά, σας δίνει δύναμη;

Το πάλκο είναι ένας μαγικός τόπος, ο φυσικός χώρος του μπουζουκιού, μια φούσκα χωροχρονική μέσα στην οποία συνδέεσαι με τους προηγούμενους μάστορες, το κοινό, τους συντρόφους και τις συντρόφισσες στα όπλα που μοιράζεσαι στο σανίδι, είτε αυτό είναι στο κουτούκι είτε στο Ηρώδειο.

Οταν λοιπόν παίζεις με ανθρώπους που σέβεσαι και αγαπάς και οι από κάτω σ’ ακούν, είναι παράδεισος. Αυτές οι στιγμές σού δίνουν δύναμη να συνεχίσεις και να αντέξεις τις περιπτώσεις που δεν ισχύουν τα προηγούμενα και το πάλκο μετατρέπεται σε… πεδίο μάχης!

Θα περιγράφατε ένα ή περισσότερα κομβικά πρόσωπα στην πορεία σας;

Πρώτος όλων ο Θανάσης Μπάστας ή «Συριανός», ο Δάσκαλός μου, με έμαθε να αγαπώ το μπουζούκι και το ρεμπέτικο, τους κανόνες και το ήθος του πάλκου, και με καθοδήγησε στο να αναπτύξω τη δική μου μουσική προσωπικότητα.

Μετά, υπήρχαν κάποιοι μέγιστοι μπουζουξήδες που είχα την τύχη να δουλέψω μαζί τους, με προεξέχοντες τον Μανώλη Πάππο, τον Σπύρο Γκούμα και τον αείμνηστο Χρήστο Κωνσταντίνου, μουσικοί που η συνεργασία μαζί τους ήταν για μένα θείο δώρο.

Φυσικά «το γνωστό τρίο» στην Κληματαριά στην Πλατεία Θεάτρου (Παναγιώτης Κατσιμάνης, Αντώνης Τζίκας) κρατά μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, μιας και πάνω από 20 χρόνια μοιραζόμαστε το ίδιο πάλκο, και, τέλος, ο μαέστρος Νίκος Πλατύραχος, μέντορας και φίλος, στον οποίο χρωστάω πολλά.

Θεωρείτε πως το λαϊκό τελικά μετασχηματίζεται μέσα στα χρόνια ή διατηρεί έναν αμετάβλητο ανόθευτο πυρήνα που μας κάνει να τον αναζητάμε;

Και τα δύο. Μετασχηματίζεται και αυτό είναι η δύναμή του – ό,τι μένει στάσιμο πεθαίνει.

Σαφώς και δεν έχει σχέση με το λαϊκό όπως αυτό εκφράστηκε την εικοσαετία ’60-’80, με κυρίαρχο όργανο το μπουζούκι. Απλά μπορεί να εκφράζεται και μέσα από άλλα μουσικά είδη, όπως η rap και το hip – hop. Ο πυρήνας του λαϊκού είναι πάντα ίδιος: δημιουργείται από ανθρώπους με «πείνα», όχι χορτάτους, ανθρώπους χωρίς προνόμια, και ο στίχος εκφράζει τις αγωνίες του τώρα.

Ζούμε την εποχή των εξαιρετικών μουσικών, σε μικρούς χώρους χωρίς μικρόφωνα. Συν και πλην εντοπίζετε;

Οντως, το επίπεδο των νέων μουσικών είναι πολύ υψηλό. Τώρα, όσον αφορά το «σκέτο», μπορεί να είναι ό,τι καλύτερο… και ό,τι χειρότερο. Αν ο κόσμος έχει έρθει για να ακούσει και κάνει ησυχία, όλα είναι υπέροχα, μιας και ο φυσικός ήχος είναι ανώτερος όλων. Αν όμως το κοινό βλέπει την ορχήστρα σαν μέρος του σκηνικού, τότε άσ’ τα να πάνε.

Δυστυχώς, η αυτοαναφορικότητα είναι ίδιον μεγάλης μερίδας των Νεοελλήνων. Οπότε, πρέπει η διεύθυνση του εκάστοτε μαγαζιού να τονίσει στον πελάτη – ακροατή ότι το «χωρίς μικρόφωνα» έχει μια ιδιαίτερη «συνθήκη», με όρους θεάτρου, που πρέπει να σεβαστεί.