Ο Μητσοτάκης είναι στη γραμμή Τραμπ, διαπιστώνουν κάποιοι δεινοί αναλυτές της πολιτικής επικαιρότητας, επειδή αναγνωρίζει δύο βιολογικά φύλα, όπως και ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ. Και λοιπόν; Αν ο Τραμπ έλεγε ότι βρισκόμαστε στον πλανήτη Γη, θα έπρεπε ο Μητσοτάκης να υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε στον Αρη, για να είναι ικανοποιημένοι όσοι απεχθάνονται τον Τραμπ; Για τα δεδομένα των ΗΠΑ, η αναγνώριση δύο βιολογικών φύλων από πλευράς του κράτους, την οποία θεσπίζει ένα από τα προεδρικά διατάγματα που υπέγραψε ο Τραμπ δημοσίως στην τελετή της ορκωμοσίας του, είναι κάτι ρηξικέλευθο. Ανατρέπει μια πλαστή πραγματικότητα, που είχε επιβληθεί επί σχεδόν τριάντα χρόνια. Στη χώρα μας όμως, δεν υπάρχει woke. Μη βλέπετε που τελευταία χρησιμοποιούμε συχνά τον όρο στον δημόσιο λόγο – το κάνουμε επειδή ακολουθούμε τη μόδα.
Εδώ, ευτυχώς, δεν υπάρχει εκτεταμένη η κουλτούρα εκείνη, που συγχέει σκοπίμως το βιολογικό φύλο με τη σεξουαλική συμπεριφορά. Ούτε βεβαίως ήταν ποτέ επίσημη κυβερνητική πολιτική! Εδώ, δεν έχουμε βάσει του νόμου ταμπόν στις ανδρικές τουαλέτες. Δεν συγχέουμε τη βιολογική ταυτότητα του ατόμου με την ψυχολογική του, γιατί αυτό ακριβώς είναι το woke, όσον αφορά τουλάχιστον τον μύθο που λέγεται «ταυτότητα φύλου»: η επιβολή της υποκειμενικής πραγματικότητας επί της αντικειμενικής. Γιατί ένα άτομο ανδρικού φύλου χρειάζεται ένα ταμπόν, εφόσον εκ της φυσιολογίας του δεν μπορεί να έχει εμμηνόρροια; Για λόγους ψυχολογικής στήριξης ίσως. Για να γίνει πιο ρεαλιστική η αυταπάτη της «ταυτότητας φύλου». Σύμφωνοι, αλλά γιατί την αυταπάτη του θα πρέπει να τη μοιραζόμαστε και όλοι οι άλλοι;
Για να σας δώσω ένα άλλο παράδειγμα, εδώ δεν έχουμε Πυροσβεστική Υπηρεσία με προτεραιότητα στην πρόσληψη ομοφυλόφιλων γυναικών, προκειμένου να είναι «συμπεριληπτική» η σύνθεση του προσωπικού, όπως είχαν στο Λος Αντζελες. Εδώ, όταν έχουμε καταστροφικές πυρκαγιές, δεν βγαίνει η εκπρόσωπος της Πυροσβεστικής και ξεκινά δηλώνοντας ότι είναι λατίνα, μαύρη, ασιάτισσα ή καυκάσια και ποιες είναι οι αντωνυμίες της αρεσκείας της, όπως βλέπαμε να συμβαίνει εκεί, κάθε φορά που έβγαινε η εκπρόσωπος να ενημερώσει για την εξέλιξη των πυρκαγιών. Από μια πλευρά, το καταλαβαίνω. Γιατί, αν βλέπεις μπροστά σου μια γυναίκα και χρειάζεται να σου πει εκείνη ότι είναι γυναίκα, επειδή υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες μέσα της να αισθάνεται άντρας, τότε ασφαλώς είναι χρήσιμο να σου λέει ότι είναι και μαύρη, παρότι φαίνεται μόνο του, γιατί μέσα της μπορεί να αισθάνεται λευκή. (Θυμίζω σχετικώς την τραγική περίπτωση του Μάικλ Τζάκσον, στον οποίον απέτισε φόρο τιμής ενδυματολογικώς η πρώτη κυρία των ΗΠΑ.) Επομένως, όταν ο Μητσοτάκης είπε ότι αναγνωρίζει μόνο δύο βιολογικά φύλα δεν σχίστηκε δα το καταπέτασμα του ναού! Αν έλεγε κάτι διαφορετικό, τότε θα γινόταν ο σεισμός – αφήστε, δε, που θα επακολουθούσε εξέγερση.
Ας έχουν στον νου τους όμως οι εγχώριοι θιασώτες του woke, που ανησυχούν για τυχόν συμπτώματα τραμπισμού στον Μητσοτάκη, ότι η εκλογική νίκη του Τραμπ ήταν η αρχή του τέλους για την κουλτούρα αυτή. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση που έγινε για τους «New York Times», το 77% των ερωτηθέντων (93% των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων, 62% των Δημοκρατικών) απάντησε θετικά στην ερώτηση αν «η κοινωνία έχει προχωρήσει πολύ με τη διευκόλυνση των ατόμων τρανς». Το 79% (94% και 67% αντιστοίχως) απάντησε θετικά στην ερώτηση, αν πρέπει να επιτρέπεται η συμμετοχή «γυναικών τρανς» – έτσι το διατυπώνουν εκείνοι, δεν φταίω εγώ – σε αθλήματα γυναικών. Τέλος, το 71% (90% και 54% αντιστοίχως) απαντούν θετικά στην ερώτηση, αν πρέπει να μη χορηγούνται φάρμακα που μπλοκάρουν τις ορμόνες της εφηβείας σε ανηλίκους.
Εκεί όμως που θα παραμείνει για δεκαετίες ακόμα και θα επιμένει είναι στα πανεπιστήμια και ειδικά στον τομέα των ανθρωπιστικών σπουδών. Στη δεκαετία του 1980, επί Ρίγκαν, οι σχετικές έρευνες έδειχναν ότι οι πολιτικές προτιμήσεις του διδακτικού προσωπικού στην ανωτάτη παιδεία ήταν μοιρασμένες περίπου στη μέση μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών. Οι ίδιες έρευνες σήμερα καταγράφουν το ποσοστό των Δημοκρατικών να ξεπερνά το 90%. Είναι μια αξιοσημείωτη ειρωνεία ότι το woke θα εξακολουθήσει να καλλιεργείται εκεί όπου μόνον όσοι διαθέτουν 100.000 τον χρόνο μπορούν να σπουδάζουν.