Αφού η Μαρίνα Σάττι μίλησε ανοιχτά και θαρραλέα, καιρός να ακολουθήσουμε το παράδειγμά της: τι είναι αυτό που μας ενοχλεί τόσο στην παραδοχή πως η εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας μπορεί να είναι μια πλαστική καρέκλα και ένας μισοτελειωμένος φραπές; Γιορτάζουμε πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση φέτος και ακόμα δεν έχουμε συμφωνήσει στη σημειολογία της.

Με τι ταυτιζόμαστε περισσότερο; Είναι τα μακριά μούσια και τα αμπέχονα των πρώτων χρόνων της «νεότευκτης» δημοκρατίας, που γέμιζαν στάδια με αντιστασιακά τραγούδια; Είναι τα πασοκικά μουστάκια και τα ζιβάγκο, τα πακέτα Ντελόρ και τα διακοποδάνεια; Είναι το τροχόσπιτο στο Βιβάρι τα καλοκαίρια, τα γαλάζια νερά ή το Φαληράκι με τους τουρίστες; Μήπως είναι οι φαρδιές γραβάτες και τα μασούρια με τα πεντακοσάευρα στα παντελόνια; Είναι τα μπουζούκια και ο μίστερ Εθνικά Μπούτια ή το ιστορικό καλοκαίρι του 2004; Είναι οι «νταβατζήδες» στου Μπαϊρακτάρη ή το σπίτι του Τσοχατζόπουλου στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου; Είναι το καμένο δέντρο στο Σύνταγμα, οι κρεμάλες και οι φασίστες στον Αγιο Παντελεήμονα; Κι αν δεν είναι, μήπως είναι οι πλατείες του «όχι» και οι Μακεδονομάχοι; Πού βρίσκεται, τελοσπάντων, η κοινή, καθολική εικόνα γι’ αυτήν τη μικρή χώρα, που συνειρμικά τη μεταφράζει ως πατρίδα όσες γενιές κι αν περάσουν;

Υπάρχει η Ελλάδα που παίζει παντού, σε όλους τους στερεοτυπικούς τουριστικούς οδηγούς: τζατζίκι – Ακρόπολη – κυκλαδίτικο λευκό – γιαγιά με τσεμπέρι που μαγειρεύει γεμιστά στην κουζίνα. Οσοι ζουν εδώ και δεν έρχονται μόνο για διακοπές, δεν χρειάζεται καν να αποδομήσουν την εικόνα. Ξέρουν την αλήθεια πίσω από το φολκλόρ: το τζατζίκι φτιάχνεται με οριακά ληγμένο γιαούρτι και συσκευάζεται σε πλαστικά δοχεία για μέρες. Η Ακρόπολη καλύπτεται από αφρικανική σκόνη κάθε δεύτερη Δευτέρα και το κυκλαδίτικο λευκό το βλέπεις μόνο αν σου φτάνουν τα χρήματα για το εισιτήριο του πλοίου. Οταν χρειαστεί κρεβάτι στο νοσοκομείο, η γιαγιά με το τσεμπέρι το πολύ πολύ να πάρει ένα ράντζο, σε έναν διάδρομο – αν προλάβει να φτάσει εγκαίρως το ασθενοφόρο.

Οι κάτοικοι της πρωτεύουσας ήδη σιχτιρίζουν για τα τουριστικά πούλμαν και τα σπίτια τους που έγιναν Airbnb, γνωρίζοντας πως μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο το χρήμα συνεχίζει να ρέει τους χειμώνες, ενώ η καλλιτεχνική, foodie Θεσσαλονίκη ζει την επέλαση των ακροδεξιών ψεκασμένων και των ομοφοβικών επιθέσεων. Οι φοιτητές αποφεύγουν τα τρένα πια, ταξιδεύουν ευκολότερα με low cost πτήσεις στο εξωτερικό. Δεν ακούν μόνο Μάλαμα ή Μαραβέγια, αλλά Αναστασία και Κατερίνα Λιόλιου. Δεν κοιτούν πάντα μπροστά, αλλά ενίοτε και πίσω – στις ρίζες ενός «αυθεντικού χωριού» που δεν έχει πια κατοίκους και γίνεται «προορισμός για λίγους» και στα ψυχολογικά που τους άφησε η πανδημία, με φόντο το «μιλένιαλ γκρι» που αντικατέστησε το ροζ στους τοίχους των διαμερισμάτων.

Αν μιλήσει κανείς φέτος, σ’ αυτά τα παιδιά, για τη θεωρία της εξέλιξης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας και τα καλύτερα πενήντα χρόνια που έζησε ποτέ η χώρα, θα σταματήσουν να τον ακούν πάνω στο πεντάλεπτο – μισός αιώνας είναι πολύς καιρός και η κληρονομιά του βαριά. Αν όμως τους μιλήσεις για την πλαστική καρέκλα και έναν μισοτελειωμένο φραπέ στο τραπέζι, το πολύ πολύ να σου πουν ότι προτιμούν τον φρέντο εσπρέσο. Είναι, χωρίς καν να ειπωθεί, το ελάχιστο της εθνικής συναίνεσης.