Η ανάμνηση είναι από τις πιο παλιές και περιέχει, όπως και οι πιο διάσημες αντίστοιχες της λογοτεχνίας, όλες τις αισθήσεις μαζί – και μυρωδιά, και γεύση και βέβαια, αφή. Η ανάμνηση είναι της παιδικής ηλικίας: ένας κήπος στην Κηφισιά, άναρχος, αφρόντιστος, που μας υποδεχόταν τις πρώτες μέρες της άνοιξης για να «ανοίξουμε» το σπίτι. Οι μεγάλοι μέσα κουβαλούσαν, καθάριζαν, αέριζαν, κι εγώ έξω μόνη κολυμπούσα σε μια πορφυρή θάλασσα από παπαρούνες κρατώντας την (αναγκαστική και απολύτως βεβιασμένη) φέτα ψωμιού με βούτυρο και μέλι που, μου υπόσχονταν, θα με δυνάμωνε. Γεύση από μέλι, μυρωδιά από πεύκα και ζεστό χώμα, ήχοι κοτσυφιών σε κατάσταση έκστασης, κι εγώ ανάμεσα στα αμέτρητα άγρια χορτάρια που μου έφταναν πάνω από τη μέση.

Ημουν μικρή και παιδί της πόλης, αλλά είχα μάθει να ξεχωρίζω δυο πράγματα. Το ένα ήταν οι τσουκνίδες: ήξερα πώς έμοιαζαν, ήξερα πόσο τσούζουν αν τις αγγίξεις, και ήξερα κάπως να τις αποφεύγω – αλλά βυθισμένη σ’ εκείνο τον μετακινούμενο πράσινο ωκεανό που αναριγούσε πέρα-δώθε στο ανοιξιάτικο αεράκι, δεν ήταν εύκολο. Ευτυχώς το άλλο που ήξερα να ξεχωρίζω ήταν το αντίδοτό τους, τις μολόχες. Με το πρώτο τσίμπημα έκοβα μια χούφτα και την έτριβα γρήγορα γρήγορα στο πονεμένο σημείο, και το τσούξιμο έφευγε. Αυτή είναι η ανάμνηση· εγώ έμπειρη καπετάνιος στη γεωγραφία μιας φύσης που με υποδεχόταν στην αγκαλιά της με τους όρους της ξεκάθαρους: πέρασε, είμαι δική σου, αλλά κυρίαρχος της φιλοξενίας μου θα είμαι πάντα εγώ.

Προχθές, μέρα ζεστή κι ανοιξιάτικη, περπατούσα στο κέντρο της πόλης. Οι αισθήσεις και πάλι όλες εκεί, αλλά (όπως λένε στη γαστρονομία) πειραγμένες. Μύριζε καυσαέριο και σουβλάκι με (όπως λένε στην αρωματοποιία) χαμηλές νότες καμένου λάστιχου, οι ήχοι ήσαν των ακινητοποιημένων από μια πορεία αυτοκινήτων, των απεγνωσμένων οδηγών τους και των συνθημάτων της πορείας, και έπινα έναν καφέ αγορασμένο από τον δρόμο με την ξεχωριστή γεύση του ζεματισμένου φελιζόλ. Κάπου στο πλάι του πεζοδρομίου υπήρχε ένα χαμηλό πεζούλι, κι ήθελα να κάτσω. Με την άκρη του ματιού μου είδα τα χόρτα ολόγυρα, και με τα κρόσσια της μνήμης μου αναγνώρισα τις τσουκνίδες. Μπα, σκέφτηκα, και τι νομίζετε ότι παριστάνετε εδώ μέσα στο μπετόν και την άσφαλτο; Πόσο αληθινές μπορείτε να είστε; Τις κοίταξα με οίκτο κι αστική ανωτερότητα (απενεργοποιημένες, απασφαλισμένες, ακίνδυνες) και στρογγυλοκάθισα. Και ίσα που με άγγιξαν, ίσα που καταδέχτηκαν ν’ ασχοληθούν μαζί μου, δεν χρειαζόταν και πολύ: το τσούξιμο ήταν άμεσο και έντονο και ολικό. Οταν κάθεσαι πάνω σε τσουκνίδες, όλα γίνονται παντού – ας μην μπω σε λεπτομέρειες.

Η φύση, λοιπόν. Ο πειρασμός να πω κι εγώ ότι «εκδικείται» είναι μεγάλος, αλλά πρόκειται φυσικά για ανοησία. Η φύση ούτε τιμωρεί ούτε διαπραγματεύεται. Ενδεχομένως, σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν τηρούνται οι πάντα ξεκάθαροι όροι της, επιβραβεύει· αυτό που θέλεις όμορφο θα παραμείνει όμορφο αν του φερθείς όπως χρειάζεται. Κι η φύση δεν παραπλανά, ακριβώς γιατί οι όροι της παραμένουν ξεκάθαροι: ό,τι ποτίζεις θα μεγαλώσει, ό,τι δεν ποτίζεις θα μαραθεί. Ο,τι μπαζώνεις θα βρει άλλους τρόπους να ξεχειλίσει, και ό,τι ξεριζώνεις θα βρει άλλους τρόπους να σε στοιχειώσει. Σαν ακρωτηριασμένα άκρα που, έτσι λέγεται, πάντα πονάνε, συχνά περπατάμε και κάτι μέσα μας τσούζει ακούγοντας υπόγειους ήχους καλυμμένων νερών και μυρίζοντας εξαφανισμένες νεραντζιές. Ναι, καλύτερη η (μη-ποιητική) αλήθεια: η φύση είναι πάντα εδώ – εδώ, στον ωκεανό του τσιμέντου μας, ανάμεσα στις σπασμένες πλάκες των πεζοδρομίων μας. Ούτε απενεργοποιημένη ούτε ακίνδυνη, μόνο ανεκμετάλλευτη, αχρηστευμένη, κακοποιημένη, βιασμένη. Κι ούτε μια μολόχα πουθενά, βρε αδελφέ. Μα τι κάνει ο δήμαρχος;