Σημασία έχει από πού ξεκινάς. Μπορεί, ας πούμε, να θεωρείς, και να το υποστηρίζεις με σοβαρά επιχειρήματα, ότι ο Βενιζέλος, ο Αλιβιζάτος και οι άλλοι που κρίνουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα συνταγματικότητας με την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων έχουν άδικο και ότι πρέπει πρώτα να αναθεωρηθεί το άρθρο 16 και μετά να προχωρήσει ο νόμος. Το έγραψε ο Μποτόπουλος, το είπε χθες ο Χαρίτσης, είναι μια σοβαρή θέση, που μπορεί εν τέλει να αξιολογηθεί μόνο από το ΣτΕ. Καλό είναι λοιπόν να ασκηθεί πίεση στους δικαστές να βγάλουν την απόφασή τους όσο το δυνατόν ταχύτερα ώστε να αποφευχθούν περιττές ταλαιπωρίες.

Μπορεί επίσης να θεωρείς ότι ο παράπλευρος στόχος της κυβερνητικής αυτής πρωτοβουλίας ήταν να φέρει σε δύσκολη θέση την αντιπολίτευση και κατά συνέπεια να μην απαντάς επί της ουσίας, αλλά πολιτικά. Αυτό συνέβη με τον Νίκο Ανδρουλάκη, που πίστεψε ότι είχε μια μοναδική ευκαιρία να αποδείξει ότι αυτός είναι η απάντηση στο περιβόητο ερώτημα «Απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη, ποιος;». Ανέτρεψε έτσι προηγούμενες θέσεις του κόμματος, έστησε μια επιχειρηματολογία πάνω σε κάτι περίεργα σκανδιναβικά μοντέλα και ανακοίνωσε ότι το ΠΑΣΟΚ θα καταψηφίσει. Συνήθη πράγματα αυτά στην πολιτική. Οι δημοσκοπήσεις βέβαια προς το παρόν δεν τον δικαιώνουν, αλλά υπάρχει χρόνος μέχρι τις ευρωεκλογές και ο Κασσελάκης κάνει ό,τι μπορεί για να διαλύσει το δικό του μαγαζί.

Το πρόβλημα είναι τι γίνεται με τα στελέχη που δεν σκέπτονται έτσι. Που θεωρούν δηλαδή ότι το θέμα δεν προσφέρεται για πολιτικά παιχνίδια, ότι η ελληνική «εκπαιδευτική εξαίρεση» πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να τελειώσει, ότι ο δρόμος για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων πρέπει να ανοίξει, ότι ακόμη κι αν το νομοσχέδιο αυτό είναι ένα «γονατογράφημα» – όπως το χαρακτήρισε ο πάντα χιουμορίστας Στέφανος Παραστατίδης –  πρέπει να δοθεί μάχη για να βελτιωθεί. Οτι, εν πάση περιπτώσει, όπως υπάρχουν ιδιωτικά σχολεία πρέπει να υπάρχουν και ιδιωτικά πανεπιστήμια, και το τι θα γίνει στη συνέχεια αποτελεί ένα στοίχημα για όλους, πολιτικούς, διανοούμενους, καθηγητές, φοιτητές.

Ο προβληματισμός αυτός δεν μπορεί να αγνοηθεί στα κομματικά όργανα ούτε να συγκαλυφθεί στο όνομα της κομματικής πειθαρχίας. Για να θυμηθούμε τον αείμνηστο Γιώργο Κατσιφάρα, το ζήτημα δεν είναι αν χωρίς τον Νίκο Ανδρουλάκη θα ήξερε τη Νάντια Γιαννακοπούλου ο θυρωρός της πολυκατοικίας της, αλλά αν ο κάθε βουλευτής δικαιούται να έχει διαφορετική άποψη από τον αρχηγό του – χωρίς να ξεφεύγει ασφαλώς από την ιδεολογία ή το πρόγραμμα του κόμματός του – ή πρέπει να συμπεριφέρεται σαν μέλος μιας αγέλης. Σαν υπάλληλος, όπως είπε η Γιαννακοπούλου.

Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν παλαιολιθικοί κομματικοί οργανισμοί, όπως το ΚΚΕ. Αν διαχυθεί και σε κόμματα που θέλουν να λέγονται σύγχρονα, είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, η δημοκρατία θα κάνει ένα βήμα πίσω.