Για τον κίνδυνο να υπονομεύσουν τις επικείμενες ευρωπαϊκές εκλογές εκστρατείες παραπληροφόρησης και ιδίως ρωσικής προέλευσης προειδοποιεί η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδια για τις αξίες και τη διαφάνεια, Βέρα Γιούροβα στη συνέντευξη που παραχώρησε στα «ΝΕΑ» και σε μικρή ομάδα ανταποκριτών ευρωπαϊκών εφημερίδων στις Βρυξέλλες.

Για τον λόγο αυτό η τσέχα επίτροπος ξεκινά σειρά επισκέψεων σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα κράτη – μέλη θα κάνουν χρήση των ευρωπαϊκών νομικών εργαλείων, ιδίως ενόψει των νέων προκλήσεων που δημιουργεί η τεχνητή νοημοσύνη.

«Εκτός από τον πόλεμο στη γειτονιά μας αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό πόλεμο στην σφαίρα της πληροφόρησης.

Η Ρωσία είναι αυθεντία στην πλύση εγκεφάλου και τη διασπορά προπαγάνδας. Παράλληλα, υπάρχει νέο αφήγημα που διασπείρεται σε όλη την Ευρώπη ότι οι επόμενες εκλογές, ευρωπαϊκές ή εθνικές, θα είναι στημένες. Είναι το αφήγημα του Τραμπ. Διασπείρει δυσπιστία στη δημοκρατία και είναι επικίνδυνο» επισημαίνει η αντιπρόεδρος της Κομισιόν.

«Υπάρχουν και καμπάνιες παραπληροφόρησης φτιαγμένες για κάθε χώρα ξεχωριστά.

Τα αφηγήματα είναι διαφορετικά, καθώς υπάρχουν διαφορετικές ευαλωτότητες ανά χώρα. Ομως, δεν αποδίδουν εκεί όπου δεν υπάρχει όφελος από την παραπληροφόρηση για κάποια εγχώρια πολιτική δύναμη και εκεί όπου η κοινωνία είναι ανθεκτική και προετοιμασμένη να ελέγχει τις πληροφορίες.

Σε κάθε χώρα υπάρχει ένα ποσοστό που πιστεύει στο αντιευρωπαϊκό, αντιδημοκρατικό αφήγημα, κυμαίνεται από 5% έως 25%. Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι αυτοί που πέφτουν στην παγίδα δεν θα γίνουν περισσότεροι».

Αντιμετώπιση

Οπερ και θα επισκεφθεί τις ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να συντονίσει όσο το δυνατόν καλύτερα την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης από τα κράτη – μέλη. «Θα ξεκινήσω από την Φινλανδία, όπου υπάρχει πολύχρονη προσπάθεια δημιουργίας μιας πιο ανθεκτικής στην παραπληροφόρηση κοινωνίας και έχουν κέντρο αριστείας κατά των υβριδικών απειλών. Δεν υποτίμησαν τη ρωσική απειλή» τονίζει.

Η Κομισιόν έχει ήδη δημιουργήσει σχετικά εργαλεία, όπως είναι το Σχέδιο Δράσης για την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, ο Νόμος για τη Δημοκρατία, ο Κώδικας Πρακτικής κατά της Παραπληροφόρησης, η Πράξη για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA), η οποία απαιτεί (άρθρα 34 και 35) από τις μεγάλες πλατφόρμες να λαμβάνουν μέτρα για τον εντοπισμό και τον μετριασμό κινδύνων, όπως η παρέμβαση στις εκλογές.

«Θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι ο κάθε ψηφοφόρος θα ψηφίσει αυτόνομα. Πολλοί πολιτικοί στα κράτη – μέλη δεν γνωρίζουν τι γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ότι υπάρχουν εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιήσουν σε εθνικό επίπεδο. Επιδιώκω να υπάρξει διάλογος και συνέργεια.

Σε κάθε κράτος – μέλος πρέπει να υπάρχει ισχυρό, ανθεκτικό σύστημα εκλογών.

Καθώς στο ψηφιακό πεδίο υπάρχουν νέες τεχνολογίες, δεν είναι αυτονόητο. Θα επιδιώξω συναντήσεις με όσους είναι υπεύθυνοι για τις ξένες παρεμβάσεις, τις απειλές ασφαλείας, τον ψηφιακό χώρο, την οργάνωση των εκλογών. Στα περισσότερα κράτη είναι τέσσερις διαφορετικές αρχές. Θέλω να βρεθούμε στο ίδιο τραπέζι» δηλώνει, επισημαίνοντας ότι επιδίωξή της είναι να επισκεφθεί και την Αθήνα.

Οι κίνδυνοι

«Θα ζητήσω από τα κράτη – μέλη να κάνουμε καλύτερη ανάλυση, ποια πλατφόρμα χρησιμοποιείται περισσότερο, ποια αφηγήματα μπορεί να προβλέψουμε, ποιο κομμάτι της κοινωνίας είναι ευάλωτο και θα βοηθήσω να υπάρξει συνεργασία με τις πλατφόρμες για να τούς δώσουμε συγκεκριμένα στοιχεία για κάθε χώρα.

Τα μηνύματά μου είναι μην υποτιμάτε τον κίνδυνο και θα είμαι γέφυρα για την επικοινωνία με τις πλατφόρμες και τις εθνικές Αρχές.

Πρέπει να επιμείνουμε οι πλατφόρμες να κάνουν περισσότερα» λέει, αναφέροντας τον μηχανισμό ταχείας ειδοποίησης, αλλά και σχετικές διαδικασίες, που έγιναν ενόψει των εκλογών στη Σλοβακία. Αναφέρει επίσης τον μηχανισμό απόκρισης περιστατικού, που χρησιμοποιήθηκε στις εκλογές στην Τσεχία, όταν κυκλοφόρησε ότι ο τωρινός πρόεδρος πέθανε. «Πλατφόρμες και μίντια αντέδρασαν άμεσα» λέει.

Δεν κρύβει την ανησυχία της για την τεχνητή νοημοσύνη και τα πολιτικά deepfakes.

«Η σύνδεση μεταξύ τεχνητής νοημοσύνης και παραπληροφόρησης είναι μοιραία. θέλουμε οι πλατφόρμες να απομακρύνουν τα deepfakes. Υπάρχουν παραδείγματα deepfakes σε ορισμένες χώρες και οι πλατφόρμες λένε ότι αυξάνονται.

Ζήτησα από τις ευρωπαϊκές πολιτικές ομάδες να δηλώσουν δημοσίως ότι δεν θα χρησιμοποιήσουν τα deepfakes και τις τεχνικές χειραγώγησης και ότι το ίδιο θα κάνουν τα εθνικά κόμματα, που είναι συνδεδεμένα με αυτές. Αναμένουμε ότι θα υπογράψουν τον Μάρτιο» επισημαίνει.

Συνεχίζουμε τον διάλογο με την Ελλάδα

Τη ρωτάμε για το τι κάνει η Κομισιόν μετά το πρόσφατο ψήφισμα της Ευρωβουλής, όπου εξέφρασε ανησυχίες για σοβαρές απειλές για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τα θεμελιώδη δικαιώματα στην Ελλάδα, και κάλεσε την Επιτροπή να δράσει, καθώς και μετά την επιστολή, που στάλθηκε από δεκαεπτά ΜΚΟ και δημοσιογραφικές οργανώσεις με παρόμοιο περιεχόμενο, στην πρόεδρο της Επιτροπής, η οποία κοινοποιήθηκε στην ίδια.

«Εξετάζουμε κάθε καταγγελία. Αλλά πρέπει να διαπιστώσουμε αν υπάρχει παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου. Σύμφωνα με την αξιολόγησή μας δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση. Δεν μπορούμε με διαδικασία παραβίασης να αντιμετωπίσουμε κακές συνήθειες, κακές προθέσεις ή κακή συμπεριφορά, που είναι το αντικείμενο των καταγγελιών. Η γενική εικόνα αμφισβητείται από το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου και άπτεται στην ελληνική κυβέρνηση να δώσει περισσότερες διαβεβαιώσεις.

»Η Κομισιόν κάνει την αξιολόγηση και παρακολουθούμε τι συμβαίνει σε κάθε χώρα, και την Ελλάδα. Ο διάλογος στο πλαίσιο της έκθεσης για το κράτους δικαίου είναι αποτελεσματικός και συνεχίζουμε τον διάλογο με την Ελλάδα για την κατάσταση στα μίντια και για τις συστάσεις, που έχουμε κάνει προς την Ελλάδα.

Είναι ευκαιρία για την Ελλάδα ο διάλογος με την Κομισιόν και αντίστροφα. Και φυσικά η υπόθεση spyware μάς έχει κινητοποιήσει για να εξετάσουμε τις αρμοδιότητές μας και να σχεδιάσουμε πώς θα απαντήσουμε. Μία απάντηση δίνεται με τον νόμο για την ελευθερία των μίντια, διότι υπάρχει απόλυτη απαγόρευση για τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού με την εξαίρεση κάποιων σοβαρών εγκλημάτων, και για τη χρήση κατά πολιτικών αντιπάλων. Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο από ό,τι θεωρείται στην Ευρώπη και πρέπει να δουλέψουμε ακόμη προκειμένου να έχουμε την κατάλληλη αντίδραση από την Κομισιόν.

»Ο κ. Μητσοτάκης μού είπε ότι θα είναι καλό να έχουμε μια νομική ανάλυση για το τι είναι νόμιμο και τι όχι όταν πρόκειται για τις υποκλοπές. Πρέπει να το κάνουμε, τουλάχιστον να έχουμε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές. Κάναμε κάτι ανάλογο, αν και δεν συγκρίνονται οι περιπτώσεις, με τις εφαρμογές ανίχνευσης στην πανδημία. Ακούμε ισχυρές απόψεις από τα κράτη – μέλη ότι είναι θέμα εθνικής ασφάλειας και για να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της νομικής βάσης χρειάζεται χρόνος» απαντά η Βέρα Γιούροβα.