Το ερώτημα «ποιοι είναι οι νεκροί των βασιλικών τάφων της Βεργίνας» φαίνεται ότι ταλανίζει ακόμη την επιστημονική κοινότητα, σχεδόν μισό αιώνα μετά την ανακάλυψή τους, το 1977, από τον Μανόλη Ανδρόνικο.

Ενα νέο κεφάλαιο στη συγκεκριμένη επιστημονική έριδα άνοιξε μετά το νέο άρθρο που υπογράφουν ο ομότιμος καθηγητής Φυσικής Ανθρωπολογίας – Παλαιοανθρωπολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Αντώνης Μπαρτσιώκας, ο Ισπανός Χουάν Λουί Αρσουάγκα και ο Αμερικανός Νίκολας Μπραντμάιερ και το οποίο δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Επιθεώρηση Αρχαιολογικής Επιστήμης».

Ο έλληνας επιστήμονας σε προηγούμενη επιστημονική του δημοσίευση είχε ισχυριστεί πως ο πατέρας του Αλέξανδρου, Φίλιππος Β΄, δεν ήταν ο νεκρός του Τάφου ΙΙ, όπως έχει υποστηριχθεί από την ανασκαφική ομάδα, αλλά του Τάφου Ι. Επιχείρημα που βασίζεται στη μελέτη του σκελετικού υλικού, από το οποίο δεν προκύπτουν ενδείξεις της χωλότητας, που θα έπρεπε να φέρουν τα κατάλοιπα του μακεδόνα βασιλιά. Αντιθέτως, ο ανδρικός σκελετός του Τάφου Ι φέρει αγκύλωση γονάτου στο ένα πόδι που ταιριάζει στην αναπηρία του Φίλιππου. Στον ίδιο τάφο «αναγνωρίζεται» η σύζυγος του Φίλιππου, Κλεοπάτρα, και το νεογέννητο παιδί τους.

Ποιος ήταν ο νεκρός του δεύτερου τάφου; «Ο ετεροθαλής αδελφός του Αλέξανδρου, ο Φίλιππος Αρριδαίος, και η σύζυγός του Ευρυδίκη, ενώ στον ίδιο χώρο βρίσκονται και τμήματα της πανοπλίας του Αλέξανδρου, καθώς πηγές αναφέρουν, σύμφωνα με τον ερευνητή, ότι ο Αρριδαίος κληρονόμησε μερικά από τα πράγματα του Αλέξανδρου και τα μετέφερε στη Βεργίνα», έλεγε χθες μιλώντας στα «ΝΕΑ», εξηγώντας παράλληλα πως με το νέο άρθρο του, εννέα χρόνια μετά το προηγούμενο, επιχειρεί να καταρρίψει τα επιχειρήματα όσων απορρίπτουν τη θεωρία του. Στη δημοσίευση αναφέρεται ότι οι μελετητές δεν διαθέτουν όλα τα δεδομένα και πως «απαιτείται περισσότερη έρευνα για το γενετικό υπόβαθρο, τη χρονολόγηση και την παλαιοπαθολογία των ευρημάτων».

Η Αγγελική Κοτταρίδη

Αντίθετη άποψη έχει ωστόσο η επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων και συνεργάτιδα του Μανόλη Ανδρόνικου, Αγγελική Κοτταρίδη, η οποία και στο παρελθόν έχει επιχειρηματολογήσει κατά της συγκεκριμένης μελέτης. Και εξηγεί στα «ΝΕΑ» πως «τα οστά του νεκρού του Τάφου Ι βρέθηκαν όχι στο δάπεδο, όπως τα οστά της γυναίκας και του νεογνού, αλλά ψηλότερα, και συνδέονται με μεταγενέστερη τυμβωρυχία», ενώ τονίζει εμφατικά ότι οι συντάκτες της συγκεκριμένης μελέτης δεν έχουν εξετάσει τα οστά των τάφων της Βεργίνας από κοντά και πως μάλιστα ένα κομβικό εξ αυτών προέρχεται από εκτός συνόρων ανασκαφή.

Στον Τάφο Ι, δε, θεωρεί πως η νεκρή είναι η Νικησίπολις η Φεραία (μία από τις επτά συζύγους του Φίλιππου που εξαφανίζεται από το προσκήνιο στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., όπως μαρτυρούν και τα υπόλοιπα ευρήματα του τάφου) μαζί με το αγέννητο ή νεογέννητο μωρό της, ενώ θεωρεί αδιαμφισβήτητη την ταφή του Φίλιππου στον Τάφο ΙΙ.

Η ομάδα Μπαρτσιώκα από την πλευρά της αναφέρει ότι η μελέτη της βασίστηκε σε μακροσκοπικές εξετάσεις από φωτογραφίες, ακτινογραφίες, ανατομική εξέταση των σκελετικών καταλοίπων, ενώ αξιοποιήθηκαν και ιστορικές πηγές.

Σε ερώτημα των «ΝΕΩΝ» για το θέμα προς το υπουργείο Πολιτισμού, το Γραφείο Τύπου μάς παρέπεμψε σε προηγούμενη τοποθέτηση της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, με αφορμή τη δήλωση της Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ περί ταφής του Αλέξανδρου στη Βεργίνα, σύμφωνα με την οποία «το θέμα θα λύσει η επιστημονική κοινότητα».