Το 2024 είναι η χρονιά που «στρογγυλεύουν» τρεις επέτειοι με ιδιαίτερη σημασία για τη χώρα μας. Και επειδή, πολύ συχνά, οι επέτειοι και μάλιστα οι εθνικές, προβοκάρονται από τον ίδιο τον συμβολισμό τους, στην προκειμένη περίπτωση δεν συμβαίνει αυτό. Διότι ναι μεν επέτειοι αλλά, με κάποιον τρόπο, ακόμη «εν ενεργεία».

Ογδόντα χρόνια θα συμπληρωθούν εφέτος από τα Δεκεμβριανά της Αθήνας που πυροδότησαν τον Εμφύλιο. Μια χώρα που πλήρωσε ακριβά την αντίστασή της στον Αξονα, που έχασε τα παιδιά της στον μεγάλο λιμό της Κατοχής, με το πρώτο σάλπισμα της νίκης άρχισε να κατασπαράζει τα ίδια της τα σωθικά. Λέγεται ότι οι νεκροί του Εμφυλίου ήταν περισσότεροι από τους νεκρούς του πολέμου και της Αντίστασης αλλά δεν πρόκειται μόνο για τον χαμό ανθρώπων που είναι, ούτως ή άλλως, το πιο σημαντικό. Είναι το ρήγμα που δημιούργησε στη συνείδηση. Η επιλογή στρατοπέδου μέσα στην ίδια τη χώρα, την ίδια την πόλη αν και ούτε αυτή ήταν απολύτως συνειδητή. Οπου τύχαινε να είναι το σπίτι σου στην Αθήνα, όποιος τύχαινε να περάσει πρώτος από το χωριό σου. Και μετά το μοίρασμα σε νικητές και νικημένους ακόμη και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Και ακόμη το μοίρασμα των ευθυνών, των λαθών, του δίκιου, του ηθικού πλεονεκτήματος, της ίδιας της Ιστορίας. Που, υπερβαίνοντας τα κλισέ, την έγραφαν οι νικητές και οι νικημένοι συγχρόνως.

Η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1982, ουσιαστική και συμβολική συγχρόνως, αντί να «κλείσει» τον Εμφύλιο, με κάποιον τρόπο τον έβαλε ξανά στο προσκήνιο. Και μέχρι σήμερα, στα ογδόντα χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά, τροφοδοτεί ονειροφαντασιώσεις (η Νατάσσα Μποφίλιου δεν είναι που θέλει να ανέβει στο βουνό;), καλλιεργεί ιδεοληψίες, αναζωπυρώνει μίση, πυροδοτεί εθνικιστικό ντελίριο, παράγει «ετικέτες», συντηρεί κόμματα και στρώνει καριέρες. Τι να πούμε για έναν λαό που δεν του έφτασαν οκτώ δεκαετίες για να αφομοιώσει έναν εμφύλιο σπαραγμό;

Μισός αιώνας θα συμπληρωθεί εφέτος και από εκείνο το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης – μόνο για τους Αγαναχτισμένους του 2011 αυτή η επέτειος ήταν πέρυσι αφού, προκειμένου να τους βγει η ρίμα, τέλειωσαν τη χούντα το 1973. Μια περίοδος που τους εκπροσώπους της (ή ό,τι, τέλος πάντων, θεωρούν ότι την εκπροσωπεί) οι νεότεροι αγαπάνε να μισούν. Το ανάθεμα έφαγε η γενιά της Μεταπολίτευσης διότι της χρέωσαν τη χρεοκοπία της χώρας, την οικονομική κρίση και τα μνημόνια. Της απέδωσαν τον εκτροχιασμό, τη δηθενιά, τις μεγάλες σπατάλες. Και κάθε τόσο ακούμε για το «τέλος της Μεταπολίτευσης», πιο συχνά και από το τέλος του καπιταλισμού.

Πενήντα χρόνια μετά και ακόμη «η Μεταπολίτευση φταίει». Ισως γιατί αρκετοί από τους πρωταγωνιστές είναι ακόμη ενεργοί και στην πολιτική και στη δημόσια ζωή. Διότι τότε, ήταν ακόμη πολύ νέοι. Με την ευεργετική παλαβομάρα της νιότης τους με την οποία αντιστάθηκαν στη χούντα, έφτιαξαν και το μέλλον της Ελλάδας. Την έβγαλαν από τη βαλκανική της εσωστρέφεια, της έδωσαν το ευρωπαϊκό της διαβατήριο. Η Ελλάδα του 1994, σε σχέση με εκείνη του 1974, ήταν μία άλλη χώρα. Αλλά η Μεταπολίτευση και οι boomers, πενήντα χρόνια μετά, είναι ακόμη «υπό εξέταση» και κριτική.

Κέφι, χορός, ντόπα και τραγούδι

Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται εφέτος και από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας. Ε ρε γλέντια που κάναμε τότε με το τσάμικο της ψευδαίσθησης ότι είμαστε στην κορυφή. Την κορυφή του Εβερεστ, του Empire, της επιτυχίας, της ευζωίας, των στόχων μας, της δόξας και των απωθημένων μας. Κυρίως αυτών. Ντοπαρισμένοι κι εμείς, όπως κάποιοι αθλητές μας, από την αυταπάτη του μεγαλείου. Εως εξαχρείωσης. Διότι εξαχρείωση είναι να γιουχάρει ένα στάδιο τους δρομείς από τις ΗΠΑ επειδή οι δικοί μας πιάστηκαν με τη γίδα της ντόπας στην πλάτη.

Είκοσι χρόνια μετά, και ύστερα από το γονάτισμα της κρίσης, μου φαίνεται ότι αρχίζουμε να κολυμπάμε ξανά στα απόνερα του 2004. Σαν να μην καταλάβαμε τίποτα αρχίσαμε πάλι να κάνουμε ουρές έξω από καταστήματα με τσάντες των πολλών χιλιάδων ευρώ. Οι «αξίες» του νεοπλουτισμού ξανά υπερφωτισμένες. Σαν να μην πέρασε μια μέρα.