Ο φόνος ενός εφήβου στη νότια Γαλλία πριν από λίγες εβδομάδες αντιμετωπίστηκε από τη δεξιά ως «ρατσιστικό έγκλημα» –οι νεαροί δράστες κραύγαζαν «σκοτώστε τον λευκό»– κι από την αριστερά ως ένα «τραγικό επεισόδιο» χωρίς πολιτική διάσταση. Όμως, όλοι ξέρουμε πως αν το θύμα ονομαζόταν Μοχάμεντ ή Αμπντουλάχ, και όχι Τομά, η αριστερά θα διαδήλωνε, εξοργισμένη, κατά της ρατσιστικής βίας. Τελικά, διαδήλωσαν ακροδεξιά γκρουπούσκουλα διαμαρτυρόμενα για την εξαγρίωση, όπως λένε, της ισλαμικής νεολαίας στη Γαλλία. Με λίγα λόγια, καθώς τα ΜΜΕ και το πολιτικό mainstream αρνούνται να αντιμετωπίσουν μιαν ολοφάνερη πραγματικότητα, αποκτούν φωνή εξτρεμιστικές ομάδες έτοιμες για πράξεις αυτοδικίας. Η εμμονική ισλαμοφιλία της αριστεράς είναι μια από τις αιτίες της δραστηριοποίησης της ούλτρα δεξιάς: το θέαμα μού φαίνεται αρκετά αποκρουστικό.

Όσο για το ισλαμοφιλικό αφήγημα, βασίζεται σε μια ανάλυση που χρονολογείται από τον Μεσαίωνα, όταν η θρησκεία και ο πολιτισμός των μουσουλμάνων αντιμετωπιζόταν ως ο «Άλλος»: τότε, η ταυτότητα των Ευρωπαίων ήταν θρησκευτική, όχι εθνική. Κι όπως θα περίμενε κανείς, εκείνη τη μακρά περίοδο, οι αντιλήψεις περί του «Άλλου» έβριθαν από παρεξηγήσεις και στερεότυπα. Στη συνέχεια, καθώς τα γεγονότα των Σταυροφοριών χάθηκαν στην ομίχλη του χρόνου, οι αντιλήψεις των Δυτικών έναντι του Ισλάμ και της Ανατολής δέχτηκαν τις επιδράσεις των εθνικών συνειδήσεων και της κοσμικότητας: και παρότι οι μουσουλμάνοι παρέμειναν ο «Άλλος», τόσο στον Ύστερο Μεσαίωνα, όσο και αργότερα, στον 18ο και στον 19ο αιώνα, η Ανατολή είχε μεγάλη επιτυχία στη Δύση· όχι τόσο μέσω της πραγματικότητάς της, αλλά κυρίως μέσω της μυθολογικής της πρόσληψης. Αυτή τη μυθολογία έχει κληρονομήσει η σημερινή αριστερά που δεν λαμβάνει υπόψη ότι στο πέρασμα των αιώνων η Ανατολή έχει αλλάξει όπως έχει αλλάξει και η Δύση. Η ισλαμοφιλία της είναι ένα ιστορικό κατάλοιπο, που μοιάζει κληροδοτημένο από το 967, όταν ο Gerbert d’Aurillac, ο μελλοντικός Πάπας Συλβέστρος II (από το 999 μέχρι το 1003), πήγε στην Καταλονία για να εκπαιδευτεί στην αραβική επιστήμη. Πολλοί τον μιμήθηκαν: εκείνη την εποχή οι φωτισμένοι χριστιανοί σέβονταν τους «Σαρακηνούς» και τους θεωρούσαν ανώτερους φιλοσόφους· ο Αβελάρδος (1079-1142) ένιωθε πως ο χριστιανικός κόσμος τον καταλάβαινε καλύτερα από τους δικούς του. Κατά τον 13ο αιώνα, ο Roger Bacon θεωρούσε τον Αβικέννα «Aριστοτέλη της αραβικής γλώσσας»· η επίδραση των Περσών και των Αράβων της Ισπανίας, όπως ο Αβερρόης (12ος αιώνας) επηρέαζαν τη σκεπτόμενη Ευρώπη. Επιπλέον, ορισμένοι Ευρωπαίοι μονάρχες, όπως ο Φρειδερίκος II Hohenstaufen, θαύμαζαν αυτό που εξελάμβαναν ως νωχέλεια και λαγνεία της Ανατολής: μάλιστα, o Φρειδερίκος δημιούργησε στην Ιταλία μια κοινότητα ανατολικού τύπου με τζαμί και ανέσεις εμπνευσμένες από τον βραδύ, ηδυπαθή μουσουλμανικό κόσμο. Η ισλαμοφιλία του, το ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ το 1229 και οι επαφές του με τον τοπικό σουλτάνο συνέβαλαν στην απόφαση του Πάπα να τον αφορίσει.

Αλλά, η έλξη των διανοουμένων και των καλλιτεχνών για την Ανατολή συνεχίστηκε με αποτέλεσμα το ρεύμα του Οριενταλισμού: την απεικόνιση της ιστορίας και της μυθολογίας της μουσουλμανικής Ανατολής με ισχυρή δόση υποκειμενικότητας. Στην ιστορία της τέχνης, της λογοτεχνίας και των πολιτιστικών σπουδών, ως Οριενταλισμός περιγράφεται η απομίμηση ή απεικόνιση πτυχών του ανατολικού κόσμου, που, αν πιστέψουμε τον Έντουαρντ Σαΐντ και τους ομοϊδεάτες του, δεν είναι απαλλαγμένη από πατερναλισμό. Οι Άραβες και οι αραβιστές όπως ο Σαΐντ καταγγέλλουν την οπτική των Δυτικών έναντι των κοινωνιών της Μέσης Ανατολής, της Ασίας και της Βόρειας Αφρικής ως απόρροια συμπλέγματος ανωτερότητας: υποτίθεται ότι η Δύση εικονογραφεί αυτές τις κοινωνίες ως στατικές κατασκευάζοντας μιαν άποψη του ανατολικού πολιτισμού που μπορεί να μελετηθεί, να αναπαρασταθεί και να αναπαραχθεί στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ουσιώδες στοιχείο στην εν λόγω κατασκευή είναι η ιδέα ότι η δυτική κοινωνία είναι ανεπτυγμένη, ορθολογική, ευέλικτη και, εντέλει, ανώτερη. Νομίζω ότι η σημερινή αριστερά διαιωνίζει με την ισλαμοφιλία της αυτή την πατερναλιστική στάση: οι μουσουλμάνοι αντιμετωπίζονται με επιείκεια σαν να μην είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, σαν να χρειάζονται την προστασία της δυτικής αριστεράς τόσο έναντι του «ιμπεριαλισμού», όσο και έναντι των λιγοστών αλλά υπαρκτών εξτρεμιστικών στοιχείων στο εσωτερικό τους. Αν και ο Έντουαρντ Σαΐντ έγραφε πως ο Οριενταλισμός «επιτρέπει την πολιτική, οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική κυριαρχία της Δύσης, όχι μόνο κατά την αποικιακή εποχή, αλλά και στο παρόν» –μια αντίληψη για τον χρόνο που χαρακτηρίζει την αριστερά γενικά– θα επιμείνω ότι στο παρόν είναι η αριστερά που επιδεικνύει «οριενταλισμό».

Η συμπεριφορά της θυμίζει τη βρετανική αυτοκρατορική τακτική στην Ινδία για την ανάπτυξη καλών σχέσεων με τους ιθαγενείς, ενώ ταυτοχρόνως ευθυγραμμίζεται με τον Σαΐντ και τους φανατικούς επιγόνους του οι οποίοι πιστεύουν ότι οι Δυτικοί έχουν εγγενή αδυναμία να κατανοήσουν το Ισλάμ. Λες και πρόκειται για θρησκευτικό σύστημα με απύθμενο πνευματικό βάθος και σοφία.

Η σύγχρονη ισλαμοφιλία, εκτός του ότι δεν λαμβάνει υπόψη τις ποικίλες εξελίξεις στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο θεωρώντας τον, σύμφωνα με την αναχρονιστική οπτική του Οριενταλισμού, παγωμένο στον χρόνο, φαίνεται να ελκύεται από στοιχεία που θεωρεί «εξωτικά»· από ένα είδος φολκλόρ με χαμάμ και τραγούδια του καμηλιέρη. Ή, εν πάση περιπτώσει, από όσα ενέπνεαν με την ποίηση του λόρδου Βύρωνα και τη ζωγραφική του Ντελακρουά, μαζί με ένα σύνολο από «πολιτιστικές» ιδιαιτερότητες όπως πατριαρχική ομοφυλοφιλία, βάναυση μισογυνία, ροπή προς στον ιερό πόλεμο.

Η αριστερά κλίνει σταθερά προς τον αυταρχισμό και τον ανορθολογισμό, ενώ εξυμνεί την απουσία εργασιακού ήθους που, κατά τη γνώμη της, χαρακτηρίζει τον ανατολικό κόσμο, αποτρέποντάς τον από τον δρόμο του καπιταλισμού.

Όσο για τον φόνο του Τομά στη γαλλική ενδοχώρα, αν και πρέπει να αποδοθεί σε μίσος εναντίον των «λευκών», το ταμπού είναι πανίσχυρο: οι «λευκοί», ιδιαίτερα οι αριστεροί λευκοί, βρίσκουν τον εαυτό τους υπερβολικά αξιολάτρευτο για να αποδεχθούν την ύπαρξη αντι-λευκού συναισθήματος.