Ο σημερινός τίτλος είναι μια φράση από το Αλφαβητάρι της πρώτης Δημοτικού – ή μήπως το Αναγνωστικό της δευτέρας; Εκείνο που θυμούνται οι συνομήλικοί μου, η πιτσιρικαρία τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Στις σελίδες του λοιπόν, εκτός των άλλων «ηρώων», «κατοικούσαν» η Βασδέκη και ο Γκίκας. Ονόματα που δεν κυκλοφορούσαν πια εκείνη την εποχή και έκτοτε, είναι αλήθεια, ότι δεν γνώρισα καμία που να την έλεγαν Βασδέκη ενώ σε «Γκίκας», ως βαφτιστικό, μπορώ να θυμηθώ μόνο τον Γκίκα Χαρδούβελη και τον Γκίκα Μαγιορκίνη. Τέλος πάντων, σε κάποια σελίδα, μαζί με ανάλογη εικονογράφηση, δέσποζε η φράση «Η Βασδέκη τραγουδά και ο Γκίκας χοροπηδά». Τα εκτός τόπου και χρόνου ονόματα και η «τραλαλά» διάθεση κατέγραψαν, από τότε, στο μυαλό μου αυτήν τη φράση ως ένα είδος «προσωπικής παροιμίας». Που περιγράφει ένα «άλλα αντ’ άλλων». Λάθος ανθρώπους, σε λάθος σημείο, το λάθος χρόνο.

Αυτήν τη φράση αναφώνησα αυθόρμητα όταν είδα στα χθεσινά «ΝΕΑ» τη φωτογραφία από την εκδήλωση για την ανακοίνωση του νέου πολιτικού φορέα, της «Νέας Αριστεράς». Δεν ξέρω πώς εικονοποιείται η Αριστερά (και ούτε χρειάζεται νομίζω) αλλά τίποτα το «νέο» δεν είδα σε αυτό το στιγμιότυπο. Και το «νέο» – όπως επίσης και η απουσία του – κραυγάζει σε μια εικόνα. Και στη συγκεκριμένη, ξελαρυγγιαζόταν το «παλιό».

Τους περισσότερους από αυτούς τους ξέρουμε πολύ καλά. Τους βλέπαμε συνέχεια τα προηγούμενα χρόνια. Κάποιους πάνω από δέκα. Και ως κυβέρνηση και ως αντιπολίτευση. Τους έχουμε δει στη Βουλή αγκαλιά με τους βουλευτές του Καμμένου. Στην Ακρόπολη να καταργούν αρχαιολόγους προκειμένου να ασκήσουν στείρα, αντιδραστική πολιτική. Εξω από δικαστήρια, χωρίς να έχουν σχέση με την υπόθεση, μόνο προς δημιουργία εντυπώσεων και καλλιέργεια κλίματος. Τους έχουμε ακούσει, σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα, να φωνάζουν, να βρίζουν, να ωρύονται. Να υπερασπίζονται το δικό τους Μνημόνιο με συνταγές μαγειρικής. Ενώ οι φημολογούμενοι τσαμπουκάδες, τα μπινελίκια και οι καρεκλιές ουδέποτε διαψεύσθηκαν. Εχω την εντύπωση ότι ποτέ κάτι που, στην ταυτότητά του, πρόβαλε το «νέο», δεν έμοιαζε τόσο παλιό. Ακόμη και στο στήσιμο της φωτογραφίας που ανέφερα – οι γυναίκες από τη μία, οι άντρες από την άλλη.

Το «νέο» από μόνο του δεν σημαίνει τίποτα. Ξέρουμε πολλά «νέα» που αποπνέουν μυρωδιά παλιοκαιρίσια. Εκείνη την υπενθύμιση της μούχλας που δεν μπορεί να εξαλείψει, ούτε καν να κρύψει, η υποτιθέμενη «ανακαίνιση». Το νέο είναι, πραγματικά, νεανικό όταν παράγει ελπίδα, όταν μπορείς να το κάνεις προβολή στο μέλλον. Και όταν δεν το κατασπαράζει το παρελθόν. Πώς να εκτιμήσω την εξαγγελία του Αλέξη Χαρίτση περί απαλλαγής από τη στείρα σκανδαλολογία όταν το κόμμα στο οποίο ήταν, έως πριν από ένα μήνα, μεγαλοστέλεχος επιδιδόταν, ψυχη τε και σώματι, αποκλειστικά σε αυτήν την τακτική;

Πιο παλιό κι απ’ το παλιό

Και στην επόμενη (ή την προηγούμενη, δεν έχει καμία σημασία) στάση της Αριστεράς, τι; Το από-κομμα που έμεινε στα χέρια του Στέφανου Κασσελάκη. Αυτή η παρωδία πολιτικής παράταξης που, ούτως ή άλλως, φυλλορροεί. Που ο αρχηγός της μετέτρεψε σε βαριετέ; Που, όλο και πιο πολύ, μοιάζει με επιθεώρηση;

Από τις πρώτες μέρες του εισοδισμού του στην πολιτική σκηνή, πολλοί (αρκετοί πάντως για να τον βγάλουν πρόεδρο) είδαν στο πρόσωπο του Κασσελάκη το «νέο». Απλά και μόνο επειδή ήταν άγνωστος, ουρανοκατέβατος. Ούτε αυτό όμως πιστοποιεί ανανέωση, συνδιαλλαγή με το μέλλον. Το μοντέλο είναι πολύ παλιό, έρχεται από αρχετυπικούς χαρακτήρες της δραματουργίας. Ο φανφαρόνος, ο άνθρωπος που νομίζει ότι ξέρει τα πάντα, που έχει τεράστια ιδέα για τον εαυτό του και την έπαρση να τη διαλαλεί. Που θέλει γύρω του κόλακες και αυλικούς. Ολες αυτές τις κοινοβουλευτικές μαριονέτες και τις πολιτικές μαζορέτες που τον υποστηρίζουν και τον ακολουθούν ελπίζοντας ότι έτσι θα παγιώσουν καρέκλες. Μοιάζει σαν μια πολύ κακή παρωδία του Μολιέρου.

Προς το παρόν, αυτό το ουσιαστικά «νέο» μοιάζει να μην ανιχνεύεται στην πολιτική. Κάπως υπάρχει όμως, δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει. Απλώς δεν το βλέπουμε διότι, ενώ αυτό είναι στην εποχή του, εμείς, οι πολλοί, έχουμε μείνει πίσω.