Τα Εξάρχεια, τις τελευταίες εβδομάδες, πρωταγωνιστούν, για άλλη μια φορά, στην ειδησεογραφία. Για πολλούς λόγους. Ή, μάλλον, με πολλές αφορμές. Κυρίως επινοημένες και συχνότατα κατασκευασμένες – και δεν εννοώ μόνο τις «εντός ατζέντας» κομματικές παρεμβάσεις. Εδώ έχουμε κάτι σαν ρευστό θεατρικό σκηνικό. Με οργισμένα κορίτσια που σκαρφαλώνουν στα πλέγματα του εργοταξίου του μετρό, σπαράζουν γονατιστά μπροστά στις περιφράξεις, επιχειρούν ντου για να σώσουν τον «δρυμό» της πλατείας (παρά τη διαβεβαίωση ότι τα (λίγα) δένδρα θα μεταφυτευτούν), συμμετέχουν στον Μαραθώνιο με πικέτα υπέρ διάσωσης της… χλωρίδας των Εξαρχείων. Ναι μεν ανησυχούμε για τον κίνδυνο να γίνει η Αθήνα μία τουριστική Ντίσνεϊλαντ αλλά τα Εξάρχεια, στη μετα – εποχή των μολότοφ και των καμένων κάδων, είναι ήδη ένα ντεκόρ σουρεαλιστικού επαναστατικού Δελφινάριου.

Εχουμε ξαναπεί από αυτήν τη σελίδα το προφανές: ότι οι αντιδράσεις για την κατασκευή του σταθμού του μετρό είναι η πρόφαση. Και μάλιστα χωρίς το άλλοθι ουσιαστικών επιχειρημάτων. Ο καβγάς είναι για το πάπλωμα της εξουσίας της περιοχής. Η αντίσταση στο gentrification – ας το λέμε «εξευγενισμό». Η ακτιβιστική κόντρα σε ένα είδος «σχεδίου» που όμως δεν καταστρώνεται στις μυστικές στοές του καπιταλισμού ή κάποιας αστικής χούντας όπως υπαγορεύει η μυθολογία της «κοινωνικής αντίδρασης», αλλά προκύπτει από τις αλλαγές των αναγκών και των δραστηριοτήτων της τοπικής μικροκοινωνίας που αντανακλούν γενικότερους μετασχηματισμούς.

Το κίνημα ενάντια στον εξευγενισμό των Εξαρχείων έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όρια της αστικής διαμαρτυρίας και, όπως βλέπουμε, έχει εξελιχθεί σε ένα γκροτέσκο θέαμα και συνεχές χάπενινγκ, με ξεκάθαρα στοιχεία ολοκληρωτισμού και βασικότερο όλων τη μηδενική ανοχή στη διαφορετικότητα. Ενας χονδροειδής ρατσισμός που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το (κουρελιασμένο) ένδυμα του ακτιβισμού. Που ιδεολογικοποιεί ό,τι δεν γουστάρει – από αισθητική έως μικροεπιχειρηματικότητα – για να το απαγορεύσει. Στο όνομα επινοημένων αναγκών και διάτρητων οραμάτων. Το αποτέλεσμα είναι να μοιάζουν τελικά με καρικατούρες, με εκείνο τον ξινισμένο υπερήλικα στην παλαιότερη διαφήμιση που φώναζε στα νέα παιδιά «Να φύγετε, να πάτε αλλού». Ακριβώς όμως. Διότι, όταν αντιμάχεσαι το καινούργιο που φέρνει η εξέλιξη, γέρος είσαι, μπαμπόγερος, ανεξαρτήτως ηλικίας.

Η αρχή, με άλλοθι τον βιγκανισμό, έγινε με «ντου» σε κρεοπωλείο. Και πριν από λίγες εβδομάδες, έγινε επίθεση σε άλλο… μέγα ιδεολογικό εχθρό. Ενα παγωτατζίδικο «…ως μία ελάχιστη κίνηση εναντίωσης στη βίαιη ανάπλαση και τον εξευγενισμό των Εξαρχείων». Διότι όλοι ξέρουμε πόση βία μπορεί να κρύβει μια στρατσατέλα. Αν δε έχει και αμυγδαλάκι από πάνω, άστα να πάνε σύντροφε…

Στο Κομπραί

Η τελευταία επίθεση έγινε στο «Κομπραί» της οδού Διδότου. Ενα «ψαγμένο», όπως συνηθίσαμε να λέμε, βιβλιοπωλείο που λειτουργούν εδώ και κάποιους μήνες δύο νέες γυναίκες και προωθεί όχι μόνο εκδόσεις μικρών οίκων αλλά, γενικότερα, την κουλτούρα της ανάγνωσης. Ε, δεν άρεσε στην Ανοιχτή Συνέλευση Υπεράσπισης Λόφου Στρέφη. Ο λόγος; «Επιλέγουν να διαφημίσουν το νέο μαγαζάκι τους σε διάφορα χιπ free press περιοδικά και καθεστωτικά μέσα». Και το παραλήρημα συνεχίζεται στοχοποιώντας τα μαγαζιά που «…καταλαμβάνουν τον δημόσιο λόγο με τις παπάτζες τους». Η δε επισήμανση ότι οι ιδιοκτήτριες του Κομπραί δεν έχουν συμμετάσχει στα μέτωπα αγώνα υπεράσπισης των Εξαρχείων είναι σαν να μιλάει ξεκάθαρα για φακέλωμα κατοίκων και επιχειρηματιών της περιοχής.

Το κείμενο είναι μεγάλο και ασυνάρτητο. Μνημόνιο τυφλού μίσους. Λέει ότι είναι ντροπή που τολμάνε (στο Κομπραί) να διοργανώσουν την παρουσίαση του βιβλίου «Ο αποικιοκράτης χίπστερ» του Γκρέγκορι Πιερό. Κατάγγελλουν ότι κλήθηκαν να μιλήσουν ακαδημαϊκοί και όχι κάτοικοι της περιοχής. Και τελειώνει με το σύνθημα «Δεν μας έχουν διώξει οι μπάτσοι και οι φασίστες, δεν θα μας διώξουν τώρα οι χίπστερ και οι τουρίστες».

Πείτε μου κάτι για τον νόμο περί ρητορικής μίσους. Με ποιο δικαίωμα αυτόκλητες πολιτοφυλακές μπορούν να ορίζουν σε ποιο μέσον θα επιλέξει ένας επιχειρηματίας να διαφημίσει τη δουλειά του; Από πότε μπήκε σε εφαρμογή αυτό το καθεστώς προγραφών; Πώς επιτρέπονται αυτοί οι τραμπουκισμοί σε μια δημοκρατία; Και από πότε ισχύουν οι λίστες για τα «καλά» και τα «κακά» με τις οποίες πρέπει να συμμορφωθούν οι πολίτες; Μήπως το «αστείο» παρατράβηξε ώστε να θεωρείται πλέον αστείο;