Οι ανελέητοι βομβαρδισμοί του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας, έχουν σκοτώσει χιλιάδες Παλαιστίνιους, στη συντριπτική τους πλειονότητα αμάχους πολίτες. Ολόκληρες οικογένειες έχουν ξεκληριστεί και η πιθανότητα ο αριθμός των νεκρών να είναι ακόμα μεγαλύτερος είναι μεγάλη, καθώς θεωρείται πως αρκετά άψυχα σώματα είναι θαμμένα κάτω από τα ερείπια κτιρίων στον ισοπεδωμένο από τους βομβαρδισμούς παλαιστινιακό θύλακα.

Στα θύματα περιλαμβάνονται θεατρικοί συγγραφείς, μυθιστοριογράφοι και  δημοσιογράφοι και φυσικά πολλοί άλλοι. Ένας πρόσφατος θάνατος Παλαιστίνιου που σκόρπισε θλίψη σε όλη τη Λωρίδα της Γάζας και όχι μόνο, ήταν αυτός του Αμπού Σαντί, κατά κόσμον Μασούντ αλ Κουτάτι, ενός 64χρονου ζαχαροπλάστη, ο οποίος σκοτώθηκε σε ισραηλινή αεροπορική επιδρομή στις 3 Νοεμβρίου.

Ο Αμπού Σαντί είχε ένα δημοφιλές εστιατόριο κιουνεφέ, το οποίο παρήγαγε το αγαπημένο γλυκό, φτιαγμένο από περιστρεφόμενη ζύμη βουτηγμένη σε σιρόπι και τυρί. Μάλιστα στις δεκαετίες που εργαζόταν ως ζαχαροπλάστης και διέθετε το κατάστημα απέκτησε φήμη εκτός από τη γεύση των γλυκών του και για τη γενναιοδωρία του.

Μάλιστα τον ήξεραν όλοι οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα, καθώς είχε αποκτήσει το παρατσούκλι «πατέρας των φτωχών» (Αμπού αλ-Γκαλάμπα), επειδή προσέφερε σε μειωμένες τιμές κιουνεφέ στους κατοίκους της περιοχής και δωρεάν σε όσους δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν.

«Αφήστε τους φτωχούς να φάνε», ήταν το σλόγκαν που χρησιμοποιούσε το κατάστημα του το οποίο βρισκόταν στη συνοικία Αλ-Ζαϊτούν στα ανατολικά της πόλης της Γάζας.

Ο ζαχαροπλάστης εργαζόταν για περισσότερα από 50 χρόνια στον τομέα της παρασκευής γλυκών και τα προϊόντα του δημιουργούσαν μεγάλες ουρές πελατών ειδικά τα Σαββατοκύριακα, τα βράδια, αλλά και σε γιορτές.

Ο ίδιος είχε νιώσει τη βία που η ισραηλινή κατοχή και ο πόλεμος έχουν προκαλέσει στους κατοίκους της Γάζας και κατά το παρελθόν, καθώς κατά τη διάρκεια της Πρώτης Ιντιφάντα -της παλαιστινιακής εξέγερσης κατά της ισραηλινής κατοχής- μεταξύ 1987 και 1993, το μικρό φορτηγό από το οποίο ο ζαχαροπλάστης πουλούσε τα προϊόντα του πυρπολήθηκε και καταστράφηκε από τις ισραηλινές δυνάμεις.

«Γιατί με αποκαλούν ‘πατέρα των φτωχών’;»

Παρόλα αυτά, συνέχιζε να είναι ένας από τους πιο αξιόλογους παρασκευαστές κιουνεφέ στη Γάζα, κερδίζοντας τον θαυμασμό των ντόπιων, αλλά και ξένων.

Βαθιά θλιμμένος από το θάνατο του Αμπού Σαντί, ο Παλαιστίνιος ερευνητής Αμπνταλχαντί Αλίλα έγραψε για τον συγγενή του στο X: «Ο σύζυγος της ξαδέλφης μου, ο Αμπού Σαντί, ήταν γνωστός ως ένας από τους πιο διάσημους πωλητές κιουνεφέ στη Γάζα. Πέρυσι, η ουρά τη νύχτα μπροστά από το κατάστημά του στην οδό Σαλάχ αλ-Ντιν εκτεινόταν πολύ μακριά. Τα κιουνεφέ του δεν ήταν μόνο νόστιμα και αυθεντικά αλλά και προσιτές τιμές».

Ο Αμπού Σαντί είχε περισσότερα από 20 παιδιά και εγγόνια, τα περισσότερα από τα οποία είχαν ολοκληρώσει τις πανεπιστημιακές τους σπουδές, αλλά εξακολουθούσαν να βοηθούν στο οικογενειακό επάγγελμα της παρασκευής και πώλησης γλυκών.

«Τα παιδιά μου είναι μορφωμένα, ο Σαντί είναι καθηγητής αγγλικών, ο Μουχάμαντ είναι αρχιτέκτονας, ο Αχμέντ είναι φαρμακοποιός, αλλά τους μαθαίνω επίσης πώς να φτιάχνουν γλυκά και βοηθούν στη δουλειά μου», είχε πει κάποτε ο Κοτάτι σε συνέντευξή του.

«Γιατί με αποκαλούν ‘πατέρα των φτωχών’; Επειδή όλοι από το βορρά ως το νότο, από την ανατολή ως τη δύση με γνωρίζουν, ακόμη και αν πάτε στη Ράφα και ρωτήσετε για τον Αμπού Σαντί, θα ξέρουν πού βρίσκομαι», είχε πει, εξηγώντας τη δημοτικότητά του στη Λωρίδα της Γάζας σύμφωνα με το Middle East Eye.

«Απλώς μου αρέσει να ευχαριστώ τον Θεό και τους φτωχούς»

Σε συνέντευξή του στο palestinechronicle.com, είχε μιλήσει για το πάθος του για τη ζαχαροπλαστική που ξεκίνησε όταν ήταν μόλις οκτώ ετών. Το έσκαγε από το σχολείο, παρακολουθούσε και μάθαινε από τους διάσημους ζαχαροπλάστες όπως ο Ζακάρια Σακάλαχ και ο Μουχάμαντ Νταμπάν. Τελικά, άρχισε να εργάζεται για τον Αλ-Μούζναρ, όπου, επί 25 χρόνια, συνέχισε να τελειοποιεί τις δεξιότητές του.

«Συνήθιζα να φτιάχνω δίσκους με γλυκά σε αυτό το καροτσάκι κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα, τους γέμιζα και τους έβγαζα έξω, και μετά τα πουλούσα στους δρόμους», είχε πει υπενθυμίζοντας το ταπεινό του ξεκίνημα.

Το κιουνεφέ του δεν ήταν μόνο γνωστό σε όλη τη Λωρίδα της Γάζας αλλά και εκτός του παλαιστινιακού θύλακα και ο κόσμος συχνά του ζητούσε να στείλει φωτογραφίες από τους μεγάλους δίσκους με το γλυκό.

Για τον ίδιο, ήταν σημαντικό να κρατήσει τις τιμές χαμηλές, ώστε να μπορούν όλοι να απολαμβάνουν τα γλυκά του πλούσιοι και φτωχοί.

«Δεν θέλω να βγάλω τεράστια κέρδη, απλώς μου αρέσει να ευχαριστώ τον Θεό και τους φτωχούς. Ό,τι πουλάω είναι για χάρη του Θεού». Η συνέχιση αυτής της αποστολής δεν ήταν πάντα εύκολη, λόγω των ανταγωνιστών του αλλά και των αυξανόμενων τιμών. Ωστόσο, ο ίδιος δήλωνε ευχαριστημένος με το να βγάζει αρκετά χρήματα για να φροντίζει την οικογένειά του και παράλληλα να ταΐζει όσους έχουν ανάγκη.

«Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, έχω μόνο ένα Tuk-tuk, ένα μίνι ταξί. Αλλά δεν θέλω να είμαι πολύ πλούσιος. Ούτε θέλω να είμαι φτωχός, απλά θέλω να ζω μια αξιοπρεπή ζωή. Δεν με νοιάζουν τα φανταχτερά αυτοκίνητα και άλλα τέτοια πράγματα», είχε πει χαρακτηριστικά.