Ελλάδα και Τουρκία δηλώνουν ότι είναι έτοιμες για διάλογο. Στην ερώτηση αν οι δύο πλευρές είναι έτοιμες για λύσεις, διπλωμάτες στην Αθήνα κυρίως, αλλά και στην Άγκυρα σημειώνουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν με το χτίσιμο της εμπιστοσύνης και τα υπόλοιπα εφόσον καταστεί δυνατό να ακολουθήσουν.

«Κόκκινες γραμμές»

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι ακόμα και αν δεν βρεθούν λύσεις η επίτευξη ενός περιβάλλοντος ηρεμίας είναι κέρδος. Σημειώνοντας ότι ισχύουν οι κόκκινες γραμμές της Ελλάδας.

Η Άγκυρα από την πλευρά της δηλώνει υπέρ των λύσεων, ωστόσο επίσης διατηρεί στις κόκκινες γραμμές της τα αγκάθια που για την Αθήνα αποτελούν τις αιτίες της έντασης.

Συμβιβασμοί

Για να καταφέρουν δε οι δύο πλευρές να πάνε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, θα πρέπει να συμφωνήσουν και οι δύο σε συγκεκριμένους συμβιβασμούς, που ακόμα ίσως να μην είναι ώριμοι.

Σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός διάλογος που θα ξεκινήσει την Τρίτη 17/10 στην Αθήνα αναμένεται να είναι μία μακρά διαδικασία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που στο αν θα προχωρήσει ή όχι δεν θα εξαρτηθεί από τους υπηρεσιακούς ΥΦΥΠΕΞ που θα τη διεξάγουν την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και τον Μπουράκ Ακτσαπάρ, αλλά από τη βούληση των κυβερνήσεων των δύο πλευρών.

Κανείς δεν είναι έτοιμος

Μιλώντας στο 2ο Συνέδριο Ανατολικής Μεσογείου & Νοτιοανατολικής Ευρώπης, που διοργάνωσε το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, στις Βρυξέλλες, η Μαριλένα Κοππά, Καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, εξέφρασε την άποψη ότι καμία πλευρά δεν είναι έτοιμη να πάει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, για τους δικούς τους λόγους η κάθε μία. Σημείωσε δε ότι εφόσον δεν υπάρχει βούληση επίλυσης της οριοθέτησης της ΑΟΖ, οι δύο πλευρές εστιάζουν τώρα σε μια «θετική ατζέντα» και διαφαίνεται μια τάση για διπλή αποσύνδεση “double decoupling”.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο η Κοππά, όπως και άλλοι καθηγητές και διπλωμάτες αναγνωρίζουν ότι λύση χωρίς παράλληλες εξελίξεις στο Κυπριακό και μία λύση και εκεί μπορεί να φέρει «ασφάλεια», αλλά σίγουρα όχι «σταθερότητα».

Δεν είναι ένα ζήτημα αλλά πολλά

Την ίδια στιγμή σύμφωνα με τον Μουσταφά Αϊντίν,  Πρόεδρο του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων της Τουρκίας και καθηγητή διεθνών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Καντίρ Χας, για την τουρκική πλευρά δεν είναι η υφαλοκρηπίδα, αλλά τα εθνικά ύδατα και η αποστρατιωτικοποίηση κάποιων ελληνικών νησιών στο Αιγαίο. Μίλησε δε για ζητήματα στην Θάλασσα του Αιγαίου που είναι αλληλένδετα και υπογράμμισε ότι «αν υπήρχε μόνο ένα θέμα, τότε όλα θα ήταν εύκολα. Όμως δεν είναι ένα είναι πολλά στην πραγματικότητα και να τα συζητήσουμε όλα για να συμφωνήσουμε».

Ο Αϊντίν όπως και πολλοί διπλωμάτες σε Αθήνα και Άγκυρα τάσσεται υπέρ της καλύτερης σχέσης των δύο χωρών και σημειώνει ότι η παρούσα συγκυρία δημιουργεί το έδαφος για κάτι τέτοιο που θα πρέπει να εκμεταλλευθούν, σημειώνοντας και  οίδιος ότι η «θετική ατζέντα» είναι «καλό σημάδι», όμως «δεν είναι η λύση του προβλήματος», είναι απλώς μια «προσέγγιση».

Ευρώπη και Τουρκία

Στο ευρύτερο πλαίσιο της στάσης τη Τουρκίας στην περιοχή μπαίνει και το ζήτημα των ευρωτουρκικών σχέσεων. Στο ίδιο συνέδριο ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας, στην ΕΕ, Ιωάννης Βράιλας, υποστήριξε ότι «κάποιες φορές έχουμε την εντύπωση ότι η Τουρκία δεν ξέρει τί θέλει», σημειώνοντας και το πρόβλημα εμπιστοσύνης που υπάρχει μεταξύ ΕΕ-Τουρκίας, καθώς η ΕΕ βλέπει την Τουρκία να απομακρύνεται από τις αξίες της, αλλά και από τις θέσεις της ΕΕ σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η ένταξη των Σκανδιναβικών χωρών στο ΝΑΤΟ, η παράκαμψη των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ή ακόμα και η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού το 2020.

Το Κυπριακό

Ο Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Τουρκίας στην ΕΕ, Φαρούκ Καιμακτσί, ανέφερε ότι η Ελλάδα είναι γείτονας και σύμμαχος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και αναγνώρισε ότι έχει «ειδικό ρόλο στις ευρωτουρκικές σχέσεις». Ο τούρκος πρέσβης στάθηκε και στο Κυπριακό υποστηρίζοντας την πάγια θέση της Άγκυρας ότι το κυπριακό ζήτημα έχει επηρεάσει δυσανάλογα αρνητικά τις σχέσεις της  Τουρκίας με την ΕΕ, «αλλά αυτό δεν πρέπει να καταστρέψει όλα τα πεδία συνεργασίας μας με την ΕΕ».  Τόνισε δε ότι «πρέπει να είμαστε ρεαλιστές», και η μία πλευρά να προσπαθήσει να καταλάβει την άλλη.

Καθώς προχωρά ο διάλογος Ελλάδας – Τουρκίας στα επίσημα τραπέζια και δεν υπάρχει κάποιος εκτροχιασμός, αναμένεται να αυξάνονται και τα παράλληλα φόρα διαλόγου, με τη συμμετοχή αναλυτών, διπλωματών, δημοσιογράφων. Στόχος και των δύο πλευρών να υπάρξει μία εμπιστοσύνη που δεν θα αφορά μόνο τις κυβερνήσεις και τις υπηρεσίες, αλλά θα καταστεί δυνατό να περάσει στην κοινωνία.

Το αν κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει και για πόσο καιρό θα μπορέσουν να διατηρηθούν τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο, μένει να φανεί. Με αρκετούς πάντως πλέον να τονίζουν ότι η ένταση είναι πολιτικό ζήτημα που ενίοτε αξιοποιείται χωρίς να πρέπει.