Όταν οι κεντρικοί τραπεζίτες παραθέτουν φιλοσόφους, τότε τα πράγματα είναι δύσκολο και σίγουρα πιο σύνθετα από όσο εκτιμούσαν αρχικά.

Και όμως αυτό ακριβώς έκανε η Κριστίν Λαγκάρντ, πρόεδρος της ΕΚΤ, μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στο ετήσιο συμπόσιο πολιτικής στο Τζάκσον Χόουλ του Ουαϊόμινγκ,  που οργάνωσε η Federal Reserve Bank of Kansas City, μία από τις τράπεζες που συναποτελούν το δίκτυο της FED, ετήσιο συμπόσιο που πάντα τραβάει το ενδιαφέρον όσων θέλουν να αποκρυπτογραφήσουν πώς σκοπεύει να κινηθεί η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ.

Το φιλοσοφικό παράθεμα που διάλεξε η Λαγκάρντ ήταν από τον Δανό φιλόσοφο Søren Kierkegaard που υποστήριξε ότι «η ζωή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο προς τα πίσω. Όμως, πρέπει να τη ζήσουμε προς τα εμπρός». Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να εξηγήσει ότι οι κεντρικές τράπεζες συχνά πρέπει να δράσουν χωρίς να έχουν όλες τις παραμέτρους διαθέσιμες.

Σε αυτή τη βάση προσπάθησε να περιγράψει τις αντιφατικές δυναμικές που είναι σε εξέλιξη: Τον τρόπο που οι «σφιχτές» αγορές εργασίας συνδυάζονται με τεχνολογικές αλλαγές όπως η εισαγωγή τεχνητής νοημοσύνης που αναμένεται να μειώσουν θέσεις εργασίας. Τις μεγάλες αλλαγές στον κλάδο της ενέργειας και τη στροφή προς τις ανανεώσιμες. Την εμφάνιση διαρκώς περισσότερων φραγμών στο παγκόσμιο εμπόριο.

Κυρίως, όμως, στάθηκε στο πώς δεν μπορούμε να μιλάμε για οικονομίες με σταθερή πορεία ανάπτυξης, καθώς τα κάθε λογής σοκ πολλαπλασιάζονται, πράγμα που γεννά ερωτήματα για το πώς αυτά θα εσωτερικεύονται μέσα στην ίδια την οικονομία, περιγράφοντας έτσι και την τάση των επιχειρήσεων να προχωρούν με επιθετικό τρόπο σε αυξήσεις τιμών.

Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι η Λαγκάρντ προτείνει τρία στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων: «σαφήνεια, ευελιξία και ταπεινοφροσύνη». Δηλαδή, στοιχεία που παραπέμπουν σε σύνθετες καταστάσεις όπου βασικές αξίες όπως η ανάγκη για νομισματική σταθερότητα θα πρέπει να συνδυάζονται με την επίγνωση ότι δεν είναι πάντα εύκολο να εκτιμηθεί η ορθότητα της μίας ή της άλλης απόφασης.

Η κατάληξη της Λαγκάρντ, όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, ήταν ότι με αυτά τα δεδομένα προέχει η σταθερότητα των τιμών και άρα επιτόκια σε «επαρκώς περιοριστικά επίπεδα», με ορίζοντα την έγκαιρη επίτευξη του στόχου του πληθωρισμού 2%.

Πάουελ: «ταξιδεύουμε με οδηγό τα αστέρια σε ουρανούς συννεφιασμένους»

Λιγότερο φιλοσοφική η ομιλία του επικεφαλής της FED Τζέρομ Πάουελ, όμως και αυτή είχε ποιητικούς τόνους στην κατακλείδα. «Ταξιδεύουμε με οδηγό τα αστέρια σε ουρανούς συννεφιασμένους», ήταν η εικόνα που χρησιμοποίησε για να δείξει ότι υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες και σε μεγάλο βαθμό αυτό που γίνεται είναι μια διαχείριση κινδύνου.

Κατά τα άλλα, ο Πάουλ υπεραμύνθηκε της πολιτικής της αύξησης των επιτοκίων, παρουσιάζοντας την καθυστέρηση στην εμφάνιση αποτελεσμάτων ως αναμενόμενη και σημειώνοντας ότι τώρα έχουν αρχίσει αυτά τα μέτρα να αποδίδουν.

Ουσιαστικά, παραδέχτηκε ότι ο στόχος ήταν μια ορισμένη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας με σκοπό αυτό να οδηγήσει τελικά και σε υποχώρηση του πληθωρισμού, παρότι αναγνώρισε ότι ο δομικός πληθωρισμός παραμένει υψηλότερος των προσδοκιών.

Σε κάθε περίπτωση, υποστήριξε τη θέση ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην εξομάλυνση των προβλημάτων παγκοσμίως στην προσφορά και στις εφοδιαστικές αλυσίδες μαζί με την περιοριστική νομισματική πολιτική, θα φέρει τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα της υποχώρησης του πληθωρισμού.

Τα όρια ενός τρόπου σκέψης

Όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως παραμένουν αντιμέτωπες με τον ίδιο τον εγκλωβισμό τους σε έναν τρόπο σκέψης, μια οικονομική «ορθοδοξία», που δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα.

Ήταν ένας τρόπος σκέψης όπου ο πληθωρισμός όχι μόνο ήταν ο βασικός εχθρός αλλά και το αποτέλεσμα πρωτίστως μιας υπερβάλλουσας ζήτησης που αφετηρία είχε πολιτικές παροχών, επιδοτήσεων και μισθολογικών αυξήσεων.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται ως πλέον αποτελεσματική αντιπληθωριστική πολιτική η πρόκληση ουσιαστικά υφεσιακών δυναμικών στην οικονομία μέσα από την αύξηση των επιτοκίων, άρα και του κόστους δανεισμού, ώστε να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να απολύσουν προσωπικό και να αναστείλουν επενδύσεις, ώστε να μειωθεί και η πίεση για αυξημένους μισθούς, στοιχείο που σε συνδυασμό με την αύξηση της ανεργίας θα οδηγήσει τελικά και σε υποχώρηση του πληθωρισμού.

Μόνο που τώρα είχαμε πληθωρισμό χωρίς αυξημένους μισθούς – οι πραγματικοί μισθοί έχουν υποχωρήσει στις αναπτυγμένες οικονομίες εξαιτίας της αύξησης του πληθωρισμού – με το πρόβλημα να είναι στην πλευρά της προσφοράς και όχι στην πλευρά της ζήτησης. Στοιχείο που μπορεί να εξηγήσει γιατί δεν αποδίδουν τόσο γρήγορα τα μέτρα αλλά και γιατί δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν σε μια συνολικότερη οικονομική υποχώρηση.

Αυτό επιτείνεται από μια υπερβολική εμπιστοσύνη στη δυνατότητα της νομισματικής πολιτικής να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα αλλά και στη δυνατότητα να προσδιοριστεί το επιτόκιο εκείνο που θα μπορεί να ισορροπεί την καταπολέμηση του πληθωρισμού με την οικονομική ανάπτυξη.

Αυτά τα όρια της νομισματικής πολιτικής είχαν φανεί και πριν την πανδημία και την τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού όταν π.χ. τα διάφορα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης», με τις ανάλογες πολιτικές χαμηλών επιτοκίων (ενίοτε και αρνητικών) δεν είχαν, επίσης, φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Και αυτό γιατί τα ζητήματα που πραγματικά θα επηρεάσουν την πορεία των οικονομιών, από την αντιμετώπιση του κόστους της Πράσινης Μετάβασης – και το εάν αυτή θέτει «όρια» στην ανάπτυξη – μέχρι την ανάγκη τομών στην παραγωγικότητα, αλλά και την τιθάσευση της πρακτικής των επιχειρήσεων που συντηρούν την τρέχουσα κρίση κόστους ζωής, απαιτούν παρεμβάσεις στην πραγματικότητα έξω από τα όρια ευθύνης των κεντρικών τραπεζών.