Την ώρα που τα μουσεία παγκοσμίως προσπαθούν να κερδίσουν το χαμένο έδαφος στη μετά την πανδημία εποχή οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν διαρκώς αυξάνονται. Κι αν ως τώρα ένα από τα ζητήματα που είχαν να διαχειριστούν ήταν η αυξανόμενη επιρροή της ψηφιακής τεχνολογίας στην καθημερινότητα όλων μας, με αποτέλεσμα να καλούνται να βρουν τρόπους να προσαρμοστούν ώστε να  παρέχουν τη βέλτιστη εμπειρία στους επισκέπτες τους παρέχοντας περισσότερες δυνατότητες αλληλεπίδρασης και εμπλοκής του κοινού με τα εκθέματα, τώρα προστίθεται και η πρόκληση της τεχνητής νοημοσύνης.

Επιπλέον ολοένα και διευρύνεται ο κοινωνικός ρόλος του μουσείου, εφόσον πλέον και στην Ελλάδα καθιερώνεται η συνταγογράφηση επισκέψεων σε μουσεία για την πρόληψη και την αντιμετώπιση προβλημάτων ψυχικής κυρίως φύσεως.

Στα καθ’ ημάς δε, κατά το τρέχον έτος, ισχύουν και δύο επιπλέον συνθήκες. Πρώτον, άλλαξε η διοικητική υπόσταση πέντε μεγάλων μουσείων, ενώ τα δημοφιλή ιδρύματα σε κορυφαίους τουριστικούς προορισμούς αναμένεται να υποδεχθούν και σοβαρό ποσοστό του εντυπωσιακά μεγάλου αριθμού επισκεπτών από το εξωτερικό, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις.

Τέλος, μία ακόμη παράμετρος με την οποία βρέθηκε ειδικά φέτος πιο επιτακτικά από ποτέ αντιμέτωπος ο κόσμος των μουσείων είναι η ενεργειακή κρίση, η οποία συνδέεται ποικιλοτρόπως και με την κλιματική αλλαγή. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το φετινό θέμα της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων, που γιορτάζεται για 46η χρονιά από το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (ICOM) και στην Ελλάδα από το αντίστοιχο τμήμα του φορέα, τη 18η Μαΐου, είναι «Μουσεία, αειφορία και ποιότητα ζωής».

Λίγες ημέρες προτού τα μουσεία ανοίξουν τις πόρτες τους με ελεύθερη είσοδο για το κοινό και πλήθος εκδηλώσεων «ΤΑ ΝΕΑ» έθεσαν σε τέσσερις διευθυντές μεγάλων ιδρυμάτων το ερώτημα «Ποια θεωρείτε  τη μεγαλύτερη πρόκληση για ένα ελληνικό μουσείο το 2023 και πώς τη διαχειρίζεστε;».

Μαρία Παπαναστασίου

Διευθύντρια Εθνικού Ιστορικού Μουσείου

Η βάση για τη νέα εποχή

Τα τελευταία χρόνια όλα τα μουσεία έζησαν πρωτόγνωρες προκλήσεις, με κύρια την επέλαση της πανδημίας Covid-19, που ανέτρεψε άρδην τον τρόπο λειτουργίας τους. Για το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο η συγκυρία ήταν πιο ιδιαίτερη, γιατί η πανδημία μάς βρήκε στο μέσον της υλοποίησης του επετειακού μας προγράμματος για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821. Εργαστήκαμε διπλά προκειμένου να φέρουμε εις πέρας μια σειρά εκθέσεων, εκδόσεων και καινοτόμων δράσεων, εντείνοντας ταυτόχρονα στο έπακρο την επικοινωνία με το κοινό, χρησιμοποιώντας μέσα ψηφιακά και κοινωνικής δικτύωσης.

Προσελκύοντας στήριξη και χρηματοδότηση από την ελληνική κοινωνία, πρωτοστατήσαμε στους επετειακούς εορτασμούς, αυξάνοντας κατακόρυφα την εξωστρέφεια και την προβολή του Μουσείου.

Σήμερα, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε είναι, το πρόγραμμα αυτό να αποτελέσει τη βάση για τη νέα εποχή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Εχουμε υποχρέωση και ευθύνη να διατηρήσουμε το υψηλό επίπεδο της παρουσίας μας στα πολιτιστικά δρώμενα, διατηρώντας και αυξάνοντας τους πόρους και το κοινό μας. Στήριγμά μας, οι πολυπληθείς φίλοι του Μουσείου, αλλά κυρίως οι άνθρωποί του, που εργάζονται με αυταπάρνηση, πείσμα, γνώση, φαντασία και όραμα. Από αυτή την αφετηρία πορευόμαστε στοχεύοντας με αισιοδοξία στο μέλλον, δικαιώνοντας έναν φορέα που συμπληρώνει 140 χρόνια ζωής.

Μαρία Τσαντσάνογλου

Αναπληρώτρια γενική διευθύντρια και διευθύντρια του MOMus – Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης – Συλλογής Κωστάκη

Ανάγκη για προσαρμογή και διάδραση

Ενα είναι σίγουρο. Το μουσείο αλλάζει, ή μάλλον, το μουσείο ήδη άλλαξε. H μετά Covid εποχή οδηγεί τα μουσεία τέχνης σε δύο μεγάλους δρόμους: στην ανάγκη διαρκούς προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες που εξελίσσονται με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς και στην επιτακτική ανάγκη για διάδραση και ενίσχυση του ρόλου της ίδιας της κοινωνίας στο μουσείο.

Και τα δύο είναι σημαντικές προκλήσεις. Ολοένα και μεγαλύτερος πρωτοβουλιακός λόγος δίνεται στο κοινό. Αυξάνεται το φάσμα των δράσεων που πλέον δεν επιλέγονται με αμιγώς καλλιτεχνικά κριτήρια αλλά ακολουθούν το σκεπτικό ότι η ίδια η τέχνη είναι στραμμένη στην κοινωνία, στην επικαιρότητα και στις αναζητήσεις για μια ζωή πιο δίκαιη για όλους. Αυτό δημιουργεί ανάγκες διεύρυνσης των συμμετοχικών χώρων, ενίσχυσης της ομαδικότητας, της ανεκτικότητας και του διαλόγου αλλά και στελέχωσης του μουσείου με νέες ειδικότητες.

Ο ακτιβιστικός ρόλος του μουσείου ειδικά στο θέμα της υποστήριξης των καλλιτεχνών και της προάσπισης της ελευθερίας της τέχνης και η ενεργή συμμετοχή στην ψυχική και συναισθηματική ευεξία, βρίσκονται πλέον στην πρώτη γραμμή. Η πολιτιστική συνταγογράφηση είναι προ των πυλών και τα προγράμματα του MOMus για ογκολογικούς ασθενείς και άτομα με απώλεια μνήμης είναι υποδειγματικά και αποτελεσματικά. Η ενίσχυση με εργαστήρια που βασίζονται στον διάλογο και την συμμετοχικότητα, χωρίς διδακτισμούς, καθιστά τα μουσεία μας εναλλακτικούς, πρωτοποριακούς τόπους εκπαίδευσης. Προφανώς για την επίτευξη όλων αυτών απαιτείται αναπροσαρμογή των χρηματοδοτήσεων με σταθερό γνώμονα ότι το μουσείο είναι κοινωνικός και όχι κερδοσκοπικός οργανισμός.

Κυριάκος Κουτσομάλλης

Γενικός δευθυντής Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή

Φορέας πολιτισμού φιλικός σε όλους

Η μεγαλύτερη πρόκληση για ένα Μουσείο Νεότερης και Σύγχρονης Τέχνης είναι να βιώνει τον χρόνο του και να γράφει τη δική του ιστορία. Να είναι φιλόξενο, ανοιχτό σε πολιτισμικά και κοινωνικά διαφοροποιημένες ομάδες. Να γίνεται φορέας πολιτισμού προσηνής και φιλικός προς όλους.

Ενα κέντρο Μουσών στο πνεύμα και τις αρχές του εγκυκλοπαιδισμού και της ευρύτερης διανόησης της Ευρώπης των φώτων, που ήθελαν το Μουσείο κέντρο διαπολιτισμικό, εργαστήρι γόνιμων προβληματισμών, ζύμωσης ιδεών, θέσεων και αντιθέσεων. Εναν φορέα που θα ορίζει στον εαυτό του ρόλο και λόγο ευρύτερα κοινωνικό, υποκινώντας και κεντρίζοντας κοινωνικούς προβληματισμούς. Εναν χώρο ανοιχτό σε όσους αισθάνονται κοινωνικά παραμερισμένοι. Τότε μόνο η τέχνη θα γίνεται μέσο που θα προάγει την κοινωνική ένταξη. Η τέχνη πρέπει να ενώνει και όχι να διαχωρίζει άτομα και λαούς. Να είναι χώρος με πρόσημο την κοινωνική ανεξιθρησκία.

Γιώργης Μαγγίνης

Επιστημονικός διευθυντής Μουσείου Μπενάκη

Η κανονικότητα, η αβεβαιότητα, ο τουρισμός

Τη χρονιά αυτή χαρακτηρίζουν τρεις βασικές προκλήσεις για τον χώρο του πολιτισμού και των μουσείων ειδικότερα: η καθολική πλέον συνειδητοποίηση ότι διήλθε η πανδημία και πρέπει να βρούμε νέους προσανατολισμούς μέσα στη συνθήκη τής – φέρ’ ειπείν – κανονικότητας· η αλλαγή της νομικής υπόστασης των πέντε μεγάλων κρατικών μουσείων και η συνακόλουθη αβεβαιότητα· και η προοπτική της αυξημένης τουριστικής προσέλευσης στην Ελλάδα, με διαφοροποίηση από προηγούμενες χρονιές (μεγαλύτερη ποικιλία χωρών προέλευσης και διευρυμένη κοινωνική βάση).

Θεωρώ κρισιμότερη για το Μουσείο Μπενάκη την τρίτη πρόκληση, δηλαδή την αύξηση των τουριστικών ροών, και απέναντί της μπορούμε να αντιτάξουμε την προσήλωση στην ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την αποφυγή του δημοφιλούς πειρασμού της εύκολης ψυχαγωγίας και του γρήγορου εντυπωσιασμού για τον επισκέπτη της μισής ώρας. Τα μουσεία οφείλουν να προσελκύσουν και να παιδεύσουν διαρκώς ανανεούμενα αλλά και τα πιστά τους κοινά, εστιάζοντας κυρίως στις τοπικές κοινωνικές ομάδες και παραμένοντας ελκυστικά για τους περιστασιακούς επισκέπτες.

Οι μουσειακοί οργανισμοί δεν είναι εξαρτήματα της τουριστικής βιομηχανίας αλλά ενεργοί φορείς κοινωνικής ενσωμάτωσης και προόδου.