Γραπτές και προφορικές μαρτυρίες προσφύγων του 1922, πρώτες επαγγελματικές ηχογραφήσεις που έγιναν στη Σμύρνη και την Πόλη από το 1905 έως το 1922, στοιχεία  από σπουδαίους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, μουσικολόγους, δημοσιογράφους και ερευνητές του 19ου και 20ου αιώνα, ξετυλίγουν το νήμα της αφήγησης στο βιβλίο  «Η μουσική σχολή της Σμύρνης και το ρεμπέτικο» (Εκδόσεις Αγγελάκη). Ο συγγραφέας   – επίμονος ερευνητής και συνθέτης –  Νίκος Παπακώστας αναθεώρησε την έκδοση του 2015 προσθέτοντας νέα στοιχεία τα οποία υπενθυμίζουν τον ανεξάντλητο πλούτο αυτού του σπουδαίου είδους.

Από ποια ανάγκη προέκυψε η επιθυμία σας ν’ αναθεωρήσετε την έκδοση του βιβλίου «Η μουσική σχολή της Σμύρνης και το ρεμπέτικο»;

Το βιβλίο «Η μουσική σχολή της Σμύρνης και το Ρεμπέτικο», από τις εκδόσεις Αγγελάκη, κυκλοφόρησε στις αρχές του 2015 και είχε μια πολύ καλή πορεία αφού μέχρι σήμερα, οκτώ  και πλέον χρόνια μετά, βρίσκεται ακόμη στα βιβλιοπωλεία και οι κριτικές που έχει λάβει είναι πολύ σημαντικές, όπως και τα σχόλια πολλών αναγνωστών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Να σημειωθεί η παρουσία του στο East Barnet του Βόρειου Λονδίνου που ήταν μια εξαιρετική εκδήλωση. Με το πέρασμα των χρόνων αλλά και από την επιθυμία να προσθέσω και άλλα μουσικά κείμενα, αλλά και δύο σημαντικές συνεντεύξεις του Ιστορικού Λευτέρη Παπακώστα και του τραγουδιστή του Ρεμπέτικου και ερευνητή Μπάμπη Τσέρτου, προχώρησα με τον εκδότη μου σε μια ανανεωμένη έκδοση του βιβλίου μου, πιστεύοντας ότι σαν διαχρονικό βιβλίο θα έχει πολλά ακόμη χρονιά να επαναλάβει και άλλες εκδόσεις.

Πώς αποκαλύπτεται, από τη μελέτη σας, η σχέση των σημερινών συνθετών με το ρεμπέτικο; Ποια θεωρείται ότι είναι εκείνα τα στοιχεία που την πιστοποιούν,  την καταγράφουν. 

Το βιβλίο μου ασχολείται με μια περίοδο που ολοκληρώνεται την εποχή της δικτατορίας του Μεταξά, όπου και αρχίζει ένα ανελέητο κυνηγητό του μουσικού ιδιώματος του ρεμπέτικου, αλλά και της Σμυρναίικης μουσικής γενικότερα. Επιβλήθηκε αρχικά η σφράγιση κάποιων τραγουδιών που εξελίχθηκε σε μια γενική απαγόρευση της ανατολικής μουσικής και επιβολής πλήρους λογοκρισίας στην τέχνη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα πολλοί δημιουργοί να εγκαταλείψουν τη δισκογραφία, αλλά και τα μαγαζιά που έπαιζαν και κυριολεκτικά εγκατέλειψαν το έργο τους, όπως ο Βαγγέλης Παπάζογλου, που βρέθηκε στον δρόμο να ασκεί το επάγγελμα του παλιατζή. Η προσπάθεια εξευρωπαϊσμού του Μεταξά και της άρχουσας τάξης προκάλεσε τεράστια ζημιά η οποία στη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου οδήγησε σε μαρασμό την υπέροχη αυτή μουσική, η οποία και σιγά σιγά υποκαταστάθηκε από το λεγόμενο λαϊκό τραγούδι που δεν είχε καμιά σχέση με το ρεμπέτικο και τη μουσική της Σμύρνης. Αν εξαιρέσει κανείς κάποιους φωτισμένους συνθέτες, όπως ο Τσιτσάνης, ο Χατζηχρήστος, ο Χιώτης, ο Παπαϊωάννου και λίγο αργότερα ο Σουγιούλ, ο Κώστας Γιαννίδης ή Κωνσταντινίδης κ.ά., προσπάθησαν και δημιούργησαν πολύ σημαντικά τραγούδια, που όμως δεν μπόρεσαν για πολλά χρόνια να ανταπεξέλθουν στην καταιγίδα της αθλιότητας της μουσικής των καταγωγίων και των προστατών της Τρούμπας και άλλων κακόφημων περιοχών.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση που είχε κυριολεκτικά διαλύσει τα πάντα εμφανίστηκε ένας νεαρός λόγιος συνθέτης ο Μάνος Χατζηδάκης, που σε μια εκπληκτική ομιλία του στο θέατρο Τέχνης το 1949 αποκαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι, τον Τσιτσάνη, τον Μάρκο, τη Σωτηρία Μπέλλου και αργά αργά ανοίγουν τα μάτια και τα αυτιά των υπεύθυνων της δισκογραφίας που ξαναρχίζουν επανακυκλοφορίες αριστουργημάτων, που έμειναν στην ιστορία της Ελληνικής μουσικής.

Σχετικά με τους νεότερους συνθέτες και συγκεκριμένα μετά την κατοχή, ξεχωρίζουν αυτοί που με ευλάβεια στάθηκαν και μελέτησαν το ρεμπέτικο και μάλιστα δημιούργησαν και πολλά εφάμιλλα τραγούδια με αυτά των παλιών ρεμπετών. Δεν είναι δυνατό να αγνοήσω τον ίδιο τον Μάνο Χατζηδάκη, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Μανώλη Χιώτη, τον Γιώργο Ζαμπέτα, τον πιο σύγχρονο Βαγγέλη Κορακάκη και τη μεγάλη ομάδα νέων τότε μουσικών όπως ο Γκολές, ο Αγάθωνας, ο Τσέρτος, ο Ξηντάρης, οι Κοντογιάννηδες και άλλοι πολλοί που ξανάφεραν στην επικαιρότητα το Σμυρναίικο και το Ρεμπέτικο στις δεκαετίες του εβδομήντα, του ογδόντα αλλά και αργότερα. Ανάμεσα σε αυτούς θα συμπεριλάβω για την τεράστια συμβολή τους και τον τεράστιο ρόλο που έπαιξαν τον μεγάλο ερευνητή Παναγιώτη Κουνάδη που δημιούργησε μια απίστευτη συλλογή, που δεν ξέρει τι να την κάνει αφού το κράτος απαξιοί να ασχοληθεί μαζί της, με σοβαρό κίνδυνο να καταστραφεί.

Οι αναλύσεις, οι μελέτες και τα άρθρα γύρω από το ρεμπέτικο βρίθουν. Πολλές μάλιστα είναι αντικρουόμενες. Πώς ξεπεράσατε αυτόν τον σκόπελο; 

Δεν διαφωνώ καθόλου με το γεγονός που αναφέρετε, αλλά θα πρέπει να σημειώσετε ότι από κάτι τέτοια άρθρα, μελέτες και βιβλία όπως του Παναγιώτη Κουνάδη, του Τάσου Σχορέλη, του Ηλία Πετρόπουλου, του Κώστα Βλισίδη, του Σίμωνα Καρρά, του Νίκου Σιδερή, του Γιώργου Κωνστάντζου, του Θεοφάνη Σουλακέλλη, του Λάμπρου Λιάβα, του Γιώργου Παπαδάκη, του Πέτρου Ταμπούρη, του Ηλία Καπετανάκη, του Κώστα Μπαλαχούτη και πολλών άλλων άρχισε να αφυπνίζεται το κοινό, από το εβδομήντα  και μετά, και να γεμίζει τα ρεμπετάδικα, που είχαν κατακλείσει όλη την Ελλάδα και εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα.

Από την μελέτη σας, ποιο είναι το στοιχείο εκείνο το οποίο εντοπίσατε και σας εξέπληξε, ακόμη κι εσάς που η σχέση σας με το είδος είναι βαθιά; 

Αντιγράφω δύο αποσπάσματα από τη σελίδα 64 και τη σελίδα 69 που πραγματικά μου έκαναν άθλια εντύπωση γιατί δεν μπορούσα να φανταστώ τι είδους κράτος μας κυβερνά διαχρονικά:

Απόσπασμα πρώτο:

Τον Ιούλιο του 1933 με αφορμή πρόταση του τουρκικού συνδέσμου που είχε την επωνυμία «Τούρκοι εγκρατείς» προς τον Κεμάλ, με την οποία εζητείτο η απαγόρευση των αμανέδων δημοσιεύεται στο Έθνος ανυπόγραφο άρθρο με το οποίο ο συντάκτης του καλούσε τις Ελληνικές αρχές να κάνουν το ίδιο ισχυριζόμενος ούτε λίγο ούτε πολύ ότι «για όλα φταίει ο αμανές»! (Άρδην τ. 80-89, Άρδην τ.86, Περιοδικό Άρδην — Δεκεμβρίου 15, 2011 Κώστα Βλισίδη: Από τον Φαλτάϊτς στη Σπανούδη).

Απόσπασμα δεύτερο:

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βασίλη Τσιτσάνη, σε συνέντευξη, που δόθηκε στο μουσικολόγο  Γιώργο Ε. Παπαδάκη  και τον Δημοσιογράφο Δημήτρη Γκιώνη το 1976, οι μουσικές επεμβάσεις της λογοκρισίας είχαν σκοπό να αφαιρέσουν από τις μελωδίες τα στοιχεία εκείνα που τις έκαναν ν’ ακούγονται «ανατολίτικες». «Βγάζαμε τα μπεμόλια» έλεγε ο Τσιτσάνης, και δυστυχώς εννοούσε τις αλλοιώσεις που δημιουργούσαν διαστήματα τριημιτονίου και κατά συνέπεια τους τρόπους ή δρόμους της Αρχαίας Ελληνικής μουσικής, όπως έφτασαν μέχρι τις μέρες μας μέσω της Εκκλησιαστικής και της αστικής Βυζαντινής μουσικής καθώς, φυσικά, και του Δημοτικού μας τραγουδιού.

Τι είναι εκείνο που «έφερε» η σχολή της Σμύρνης στην Αθήνα και επέδρασε καταλυτικά; 

Αυτό που έφερε η Σμυρναίικη μουσική σχολή στην Ελλάδα και επέδρασε καταλυτικά ήταν η μουσική τους παιδεία και ο απόλυτος σεβασμός τους στην παράδοση του Δημοτικού τραγουδιού, αλλά και της Βυζαντινής μουσικής που είχε τις ρίζες του στην αρχαία Ελλάδα. Οι περισσότεροι μουσικοί που έφτασαν εδώ ήταν άρτια καταρτισμένοι επαγγελματίες, μορφωμένοι σε σημείο που θα μπορούσε να τους χαρακτηρίσει κανείς «λόγιους» και το πιο σημαντικό ήταν αυτοί που επάνδρωσαν όλες τις νεότευκτες δισκογραφικές εταιρείες της Ελλάδας, ίδρυσαν Ωδεία και με τον Μανώλη Καλομοίρη και άλλους λόγιους της εποχής ίδρυσαν και την Εθνική Μουσική Σχολή. Να σημειωθεί ότι ο Καλομοίρης ήταν ο δημιουργός που εδραιώνει οριστικά τη νεοελληνική μουσική προσανατολίζοντάς την στα πρότυπα των εθνικών σχολών της Ευρώπης.

Ποια θεωρείται ότι είναι η μεγαλύτερη παραποίηση – ή παρεξήγηση αν θέλετε – που υπάρχει  γύρω από το είδος αυτό; 

Το ρεμπέτικο κατά τη γνώμη μου αγιοποιήθηκε από τους φανατικούς οπαδούς του και καταδικάστηκε στην πυρά από τους διώκτες του. Άλλοι θεωρούν αριστουργήματα τραγούδια που δεν έχουν τίποτε να πουν, επειδή τα έγραψε κάποιος ρεμπέτης και άλλοι καταδικάζουν απίστευτες συνθέσεις μόνο και μόνο επειδή προέρχονται από ρεμπέτικο. Η αλήθεια είναι ότι σύμφωνα με όσα υποστηρίζονται σήμερα, το ρεμπέτικο είναι κάτι σαν το «Blues» της Νέας Ορλεάνης και το Τάγκο του Μπουένος Άιρες. Αυτό όχι γιατί έχουν κάποιο εύκολα κατανοητό κοινό μουσικό στοιχείο, αλλά γιατί δημιουργήθηκαν με τις ίδιες σχεδόν συνθήκες και εξέφραζαν σχεδόν τα ίδια συναισθήματα στα λιμάνια του κόσμου επί το πλείστον.

Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας τραγούδι και γιατί; 

Έχω την εντύπωση πως αν δεν είχε γράψει ο Μάντζαρος τον Εθνικό μας ύμνο, το πιο κατάλληλο τραγούδι θα ήταν η «Συννεφιασμένη Κυριακή»

του Βασίλη Τσιτσάνη χωρίς άλλα λόγια.

Ποιον από τους θρύλους του ρεμπέτικου θα θέλατε να γνωρίσετε; Τι θα τον ρωτούσατε; 

Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Βασίλη Τσιτσάνη την εποχή που είχε γράψει τη «Γερακίνα» και δούλευε σε ένα γνωστό τότε μαγαζί της Εθνικής Οδού στο 8ο χιλιόμετρο. Τις συζητήσεις που είχαμε τις δυο τρεις φορές που συναντηθήκαμε δεν πρόκειται να τις ξεχάσω ποτέ.

Συνεχίζεται την έρευνά σας ; Υπάρχει κάτι νέο να περιμένουμε από εσάς;

Θέλω να πιστεύω, ότι ανάμεσα σε όσα κάνω γύρω από τη μουσική σύνθεση, τη σκηνοθεσία, τα Φεστιβάλ Κινηματογράφου και τα βιβλία μου, θα βρω χρόνο να ασχοληθώ και με την έρευνα μιας και είναι κάτι που με συναρπάζει.