Η αυξανόμενη συχνότητα εμφάνισης χρόνιων μη μεταδοτικών ασθενειών όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2) δημιουργεί μια μεγάλη ανησυχία για την υγειονομική περίθαλψη παγκοσμίως. Υπό τις εξελίξεις αυτές, οι επιστήμονες επιχειρούν να ξεκλειδώσουν όλους εκείνους τους επιβαρυντικούς παράγοντες που… θρέφουν την παράλληλη αυτή πανδημία, με τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα να μπαίνουν στο μικροσκόπιο.

Οπως σημειώνει στο «Ενθετο Υγεία» ο κλινικός διαιτολόγος-προϊστάμενος Διαιτολογικού Τμήματος ΓΝΑ Λαϊκό και Μέλος ΔΣ ΕΔΕ – Scientific Secretary of Diabetes Nutrition Study Group (DNSG), Χαρίλαος Δημοσθενόπουλος, το μέγεθος της παγκόσμιας επιβάρυνσης και ο επιπολασμός του διαβήτη συνεχίζουν να αυξάνονται.

Σύμφωνα με εκθέσεις από τη Διεθνή Ομοσπονδία Διαβήτη (IDF), περίπου 6,28% (451 εκατομμύρια) του παγκόσμιου πληθυσμού είχε ΣΔτ2 το 2017, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα περισσότερους από 1 εκατομμύριο θανάτους ανά έτος. Ο επιπολασμός του διαβήτη προβλέπεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας τους 7.079 και 7.862 ανά 100.000 άτομα το 2030 και το 2040 αντίστοιχα.

Εν τω μεταξύ, πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η τήρηση μιας υγιεινής διατροφής (όπως είναι η μεσογειακή διατροφή) αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την πρόληψη αυτού του τύπου διαβήτη. Αντίστοιχα, ένας πιο ανθυγιεινός τρόπος ζωής σε συνδυασμό με μια δυτικού τύπου διατροφή αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα κινδύνου που σχετίζεται τόσο με την ανάπτυξη ΣΔτ2 όσο και με την αδυναμία ικανοποιητικής ρύθμισής του.

Ο Χ. Δημοσθενόπουλος, στο κείμενο που ακολουθεί, αναλύει τη σχέση των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων με τον διαβήτη.

Τα «ένοχα» τρόφιμα. Δυστυχώς αυτή η «δυτικοποίηση» της διατροφής μας, η αστικοποίηση του πληθυσμού και η συγκέντρωσή τους σε μεγάλα αστικά κέντρα και η έντονη βιομηχανοποίηση της διατροφής μας οδήγησαν στη μεγάλη αύξηση κατανάλωσης υπερεπεξεργασμένων τροφίμων (UPF). Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναφερθεί  δραματική αύξηση της κατανάλωσής τους παγκοσμίως. Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφεραν τις υψηλότερες αναλογίες κατανάλωσης, με περισσότερες από το 50% των συνολικών θερμίδων που καταναλώθηκαν να προέρχονται από τέτοια τρόφιμα. Αντίθετα, η Ιταλία είναι μια χώρα που ανέφερε τη χαμηλότερη, με σχεδόν το 10% των συνολικών θερμίδων που καταναλώθηκαν. Την ίδια στιγμή στην Αυστραλία ήταν το 40%, σε χώρες όπως η Κορέα και η Ιαπωνία το 25,8% με 28,2% και σε χώρες της Μέσης Ανατολής το 36,5% των συνολικών θερμίδων. Τα UPF «εισβάλλουν» λοιπόν στη διατροφή όλων των χωρών και κάνουν την παρουσία τους όλο και πιο αισθητή σε όλες τις κατηγορίες τροφίμων, και όχι μόνο στους ενηλίκους αλλά δυστυχώς ακόμα και στη διατροφή των βρεφών, των παιδιών και των εφήβων.

Τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα αποτελούν πηγή πολλών επιβαρυντικών διατροφικών συστατικών, όπως αλάτι, επιβαρυντικά λιπαρά (trans και κορεσμένα λιπαρά οξέα), ζάχαρη και λοιπά σάκχαρα, πρόσθετα και ενισχυτικά γεύσης και χρώματος, καθώς και ειδικών ενώσεων που εντοπίζονται κατά την επεξεργασία των προϊόντων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα τελικά προϊόντα προχωρημένης γλυκοζυλίωσης (AGEs), που είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικά για την υγεία μας. Ταυτόχρονα, σχεδόν η πλειονότητα των UPF αποτελεί τρόφιμα ιδιαίτερα φτωχά σε ευεργετικά και υγιεινά θρεπτικά συστατικά. Γι’ αυτόν τον λόγο και η συχνή κατανάλωση πολλών τέτοιων τροφίμων μπορεί να προκαλέσει πολλαπλά προβλήματα υγείας.

Η ταξινόμηση. Τα τρόφιμα ταξινομούνται σύμφωνα με το σύστημα NOVA σε 4 κατηγορίες, ανάλογα με τη φύση, τoν βαθμό και τον σκοπό της βιομηχανικής επεξεργασίας στην οποία υποβάλλονται. Ετσι, μπορούν να ταξινομηθούν από μη επεξεργασμένα ή ελάχιστα επεξεργασμένα όπως είναι τα φρούτα, οι διάφοροι σπόροι, τα αβγά, τα γαλακτοκομικά και το νερό ως και εξαιρετικά ή υπερεπεξεργασμένα όπως είναι τα ανθρακούχα ποτά και τα φρουτοποτά, τα συσκευασμένα σνακ, τα κατεψυγμένα και προπαρασκευασμένα τρόφιμα κ.ά.).

Τα UPF είναι προϊόντα που έχουν υποστεί μια σειρά βιομηχανικών διεργασιών, συμπεριλαμβανομένων φυσικών, βιολογικών ή χημικών διεργασιών, σε συνδυασμό με τη χρήση προσθέτων, όπως χρωστικές, γαλακτωματοποιητές και συντηρητικά. Η αύξηση της κατανάλωσης των UPF και η αύξηση τροφίμων που εντάσσονται στην κατηγορία του «γρήγορου φαγητού», των «αναψυκτικών και ζαχαρούχων ποτών», των «επεξεργασμένων κρεάτων-αλλαντικών» και άλλων τύπων «έτοιμων προς κατανάλωση» τροφίμων έχουν συνδεθεί με τον κίνδυνο εμφάνισης παθήσεων.

Το παγκόσμιο φαινόμενο της αύξησης κατανάλωσης των UPF συνοδεύεται από αύξηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας, του μεταβολικού συνδρόμου και άλλων μη μεταδοτικών ασθενειών (NCD) όπως είναι οι καρδιαγγειακές παθήσεις, η υπέρταση και ο διαβήτης τύπου 2 (ΣΔτ2). Οι πιο πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η κατανάλωση UPF σχετίζεται σημαντικά με τη συχνότητα της παχυσαρκίας, την αύξηση της αντίστασης στην ινσουλίνη, των επιπέδων ΔΜΣ, της περιφέρειας μέσης και των επιπέδων LDL χοληστερόλης, ενώ μειώνει τα επίπεδα HDL χοληστερόλης, οδηγώντας σε πιθανή αύξηση του κινδύνου ΣΔτ2.

Πώς «τρώνε» την υγεία. Ετσι τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα αποτελούν μια κατηγορία τροφίμων που τα τελευταία χρόνια κατακλύζουν τη διατροφή μας και ερευνάται κατά πόσο σχετίζεται με τη νόσο του διαβήτη. Πρόσφατες μελέτες όπως του Morandi και συνεργατών στο περιοδικό «Nutrients» το 2021 και του Delpino και συνεργατών στο «International Journal of Epidemiology» το 2022 έδειξαν ότι η υψηλότερη πρόσληψη υπερεπεξεργασμένων τροφίμων (UPF) μπορεί να σχετίζεται με υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης του διαβήτη τύπου 2 (ΣΔτ2). Επίσης, έχουν αποκαλύψει μια συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης UPF και του κινδύνου ΣΔτ2, όπου η μέση συμβολή της αναλογίας UPF (σε βάρος) στη διατροφή κυμαινόταν σε ένα ποσοστό 9,5%-48,7%. Τέλος, κάποιες έδειξαν ότι μπορεί να υπάρχει μικρή συσχέτιση μεταξύ της υψηλής κατανάλωσης UPF και του διαβήτη κύησης.

Ωστόσο, τα UPF αποτελούν μια εξαιρετικά ετερογενή κατηγορία τροφίμων, ειδικά όσον αφορά τη διατροφική τους σύνθεση, τους τύπους των προϊόντων και τη συνεισφορά τους σε μια συνηθισμένη δίαιτα. Δεν είναι επομένως σαφές εάν προηγούμενα αποτελέσματα που προσδιορίζουν τη συνολική πρόσληψη των UPF ως μεμονωμένο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2 ισχύει για όλα τα υποκείμενα καταναλωτικά πρότυπα που εμπίπτουν σε αυτόν τον γενικό όρο.

Ετσι, ενώ η συνήθης διατροφική έρευνα στόχευε ιστορικά στον ρόλο της διατροφικής πρόσληψης θερμίδων και στα μακροθρεπτικά και μικροθρεπτικά συστατικά στο ΣΔτ2, η ταξινόμηση των τροφίμων κατά NOVA λαμβάνει υπόψη και μη διατροφικούς παράγοντες που σχετίζονται με την επεξεργασία τροφίμων. Αυτά περιλαμβάνουν την ενσωμάτωση τεχνητών πρόσθετων στα UPF αλλά και τη «μετανάστευση» των χημικών ενώσεων που μπορεί να προκύψουν λόγω της παραγωγικής διαδικασίας και του είδους και του υλικού της συσκευασίας (π.χ. συνθετικά υλικά) ή συγκεκριμένων υλικών που προστίθενται ως πυκνωτικά και σταθεροποιητές (π.χ. καραγενάνη) που μπορεί να επηρεάσουν την αντίσταση στην ινσουλίνη.

Αν και φαίνεται ότι όντως υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα και τον ΣΔτ2, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες σε διαφορετικούς πληθυσμούς για να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα και να κάνουν επιτακτική πλέον τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση των μελλοντικών διατροφικών κατευθυντήριων οδηγιών για να τονιστούν οι επιβλαβείς επιπτώσεις των UPF και να περιοριστεί η κατανάλωσή τους όσο το δυνατόν περισσότερο.

Είναι σημαντικό λοιπόν να γίνει ακόμα πιο σαφές και να τονιστεί ότι η αλλαγή στις διατροφικές μας συνήθειες και η λήψη όλων αυτών των τροφίμων δημιουργούν μια ανάγκη για αύξηση της κατανάλωσης πιο απλών, φρέσκων και λιγότερο επεξεργασμένων τροφίμων στο συνολικό διαιτολόγιό μας και για επιστροφή σε παλιότερα και πιο παραδοσιακά πρότυπα διατροφής.