Πώς γεννήθηκε η επιθυμία σας να εκφραστείτε μέσα από την ποίηση αλλά και τα πεζά κείμενά σας;

Η επιθυμία μου να γράφω γεννήθηκε από τότε που έμαθα γραφή και ανάγνωση, αλλά κυρίως από τότε που συνειδητοποίησα το πεπερασμένο της ύπαρξής μας αλλά και το Απειρο μετακοσμικό χάος της ανυπαρξίας μας.

Γράφω, ίσως, γιατί ο κόσμος θα χαθεί χωρίς την ποίηση (την τέχνη γενικά) και εγώ θα κλάψω γοερά αλλά δεν θα τον ξαναφτιάξω. Η ποίηση για μένα είναι η αήττητη, διαιώνια, αμαζόνα που πολεμά για την άλωση αλλά και για τα ωσαννά του Εφήμερου. Η ποίηση είναι μια δωρεά υπέρβασης στη ματαιότητά μας, που σφραγίζει τα έργα και τις ημέρες μας με το πανανθρώπινο δέος για της γνώσης το Ορατό και της μαγείας το Αόρατο.

Ηταν εύκολο για εσάς να βρείτε σωστές λέξεις για να αποτυπώσετε αυτό που επιθυμείτε στους στίχους σας και τα πεζά σας;

Με απασχολούν πάρα πολύ οι λέξεις και η μελωδία τους, ο ρυθμός τους. Είναι σαν να συνθέτω «συμφωνία λέξεων» με τις πιο αγωνιώδεις νότες του Ελύτη «ξενύχτησα για μια απόχρωση του μωβ».

Οι λέξεις βέβαια είναι χιλιάδες∙ υπάρχουν όμως μερικές, κίονες δωρικοί, για την αιωνιότητα της γης στης ζωής μας τον πόλεμο και άλλες κιονόκρανα Ιωνικά για της αρχιτεκτονικής και της λιτότητας την αρμονία. «Η ζωή και ο πόλεμος, Ενα. /Η ηδονή και ο θάνατος, Ενα».

Πράγματι αν μου πάρουν τις λέξεις άνθρωπος – Θεός∙ έρωτας – θάνατος∙ γη και αλήθεια∙ ουρανός και ομορφιά των αιθέρων και μου αφήσουν όλες τις άλλες ίσως να μην μπορώ να γράψω.

Ποια η μεγαλύτερη αγωνία για έναν λογοτέχνη όταν αναμετράται με τη λευκή κόλλα;

Δεν ξέρω φυσικά πώς αισθάνεται ο κάθε λογοτέχνης, αλλά όσον αφορά εμένα έχω μεγάλη αγωνία γιατί στοχεύω στο τέλειο που ξέρω ότι ούτε ο Θεός το υπογράφει, αφού μετά το «ιδού καλά λίαν» της γένεσης του κόσμου είπε το καταλυτικό: «… μετεμελήθην ότι εποίησα αυτούς».

Πότε βεβαιώνεστε ότι αυτό που θέλατε να πείτε έχει περάσει στο γραπτό σας;

Τα όρια ανάμεσα στο καλό και το καλύτερο δεν αίρονται ποτέ. Ετσι για το μόνο που είμαι σίγουρη είναι η αβεβαιότητα της βεβαιότητας για το αν έχω πετύχει τον στόχο μου. Συνεχώς αμφιβάλλω γιατί τίποτα πιο επικίνδυνο από την ευκολία. Κάποια στιγμή ωστόσο στων ρολογιών την κρίση έρχεται το πλήρωμα του χρόνου και βάζει τελεία σχίζοντας όλα τα προσωπεία με του Ηλιου τις στερνές ακτίνες από των ονείρων μας τα πρόσωπα για «μια καινούργια γένεση του ωραίου εντός του Ωραίου». Πλατ. Συμπόσιον.

Επειδή στο ωραίο δεν βάζουμε ποτέ τελεία.

Σ’ ένα γράμμα της η Κική Δημουλά σάς γράφει: «Αναστατώθηκε η ανεπαρκής άβυσσός μου». Πώς το εκλάβατε; Τι αισθανθήκατε;

Το εξέλαβα ως μεγάλη τιμή. Το γράμμα αυτό ήταν μια κατάθεση ποιητικής ψυχής στο βιβλίο μου «Ημέρες επτά ή πειρασμού το απάνθισμα».

Οσον αφορά τώρα το τι αισθάνομαι! Πρώτα απ’ όλα… αισθάνομαι χαρά για την επικοινωνία μας, ευγνωμοσύνη στο νεύμα της τύχης, σεβασμό για την ιεροπρέπεια των στίχων της και ευλάβεια για της ποίησης τα άνθη στης αισθητικής μας το λιβάδι που δακρύζει. Ετσι, κλείνω με την απάντησή της σε ένα μου γράμμα: «… Στήνετε με τις λέξεις μια σκαλωσιά μετέωρη ως του ουρανού τα ύψη να κατεβούν οι άγγελοι να πιάσουμε κουβέντα…» της έγραφα και εκείνη: «Εκπροσωπείτε τόσο επάξια τους αγγέλους στη γη, που δεν είναι αισθητή η απουσία τους…».

Μεγαλώσατε σε μια εποχή όπου οι συνθήκες, αν μου επιτρέπετε, ήταν δύσκολες για τις γυναίκες. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια; Μια εικόνα που να περιγράφει τις ιδιαίτερες συνθήκες αλλά και τη δική σας αγωνία που φαντάζομαι ότι είχατε για να προχωρήσετε.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κατερίνη. Κατάγομαι απ’ την Πιερία, απ’ την ίδια πατρίδα με τις πιερίδες Μούσες. Ως γυναίκα δεν ένιωσα καμία δυσκολία. Πιστεύω στην έννοια: άνθρωπος μιας και το αίνιγμα της Σφίγγας λύθηκε και η Σφίγγα γκρεμίστηκε. Οι αναμνήσεις μου με εκείνα τα χρόνια συνδέονται με τη χούντα. Ημουνα πολύ νέα, μόλις είχα διοριστεί. Οι εικόνες πολλές να επηρεάζουν τον μεταβολισμό της ψυχής και άλλες του πνεύματος τον οίστρο. Ολες ωστόσο αφορούν όνειρα αβίωτα στο συνειδητό ή βιώματα απωθημένα στο ασυνείδητο που μόνο ο σουρεαλισμός το πανάγιο κίνημα της τέχνης θα μπορούσε να εκθέσει. Σχετικά με τη δική μου αγωνία, με συνόδευσε σε κάθε μου βήμα για το σωστό και το λάθος.

Το περιβάλλον όπου μεγαλώσατε σας επέτρεπε να ονειρευτείτε αυτό που θέλατε να γίνετε;

Το περιβάλλον όπου μεγάλωσα ήταν τρυφερό και ευαίσθητο στις απαιτήσεις μου. Μόνος εχθρός και φίλος μου ο εαυτός μου. Του καταλόγισα ευθύνες και λάθη ακολουθώντας τον Σωκράτη, τον μεγαλύτερο Απόστολο της Αυτοκριτικής για την κατάκτηση της αυτογνωσίας. Πράγματι με όραμα τη λύτρωση απ’ τη λύτρωση διά μέσου του πνεύματος έφτασα στη «Μουσικήν ποίει και εργάζου» προτροπή του Σωκράτη μετουσιωμένη σε πιστό μου όνειρο που δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Στα όνειρά μας άλλωστε κανείς δεν μπορεί να επέμβει. Δεν υπάρχει επιτρέπεται, είναι μόνο δικά μας. Γι’ αυτό και εγώ γράφω.

Ποιο ήταν το ποίημα που διαβάσατε και σας συγκλόνισε; Και είπατε ότι αυτόν τον δρόμο θέλετε να ακολουθήσετε;

Το ποίημα που με συγκλόνισε είναι «Ο Δαρείος» του Καβάφη. Αναφέρω τους στίχους:

Τα αισθήματα που θα είχεν ο Δαρείος:

Ισως υπεροψίαν και μέθην∙ όχι όμως – μάλλον

σαν κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων

που μου θυμίζουν τον «Εκκλησιαστή» και τη Σοφία του Σολομώντος με την κραυγή του Τίποτα

των εγκοσμίων στο ονειροβάμον Απειρο του Απείρου.

Τι σας έδωσε δύναμη για να προχωρήσετε;

Η εσωτερική μου ελευθερία και ο εσωτερικός μου μονόλογος για της ποίησης τη θεία λειτουργία στον όρθρο των στίχων μου, με προεξάρχοντα τον στίχο του Καβάφη: «Η πόλις θα σε ακολουθεί» σαν σκίρτημα ψυχής ή σαν λυγμός του σώματος για τη γένεση της ομορφιάς, διά μέσου του πνεύματος, στης μοίρας μας τον δρόμο που δεν διαλέξαμε εμείς αλλά μας διάλεξε χωρίς να μας ρωτήσει.

Πώς ένα κορίτσι που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή πόλη καταφέρνει να διατηρήσει την επιθυμία της για τη δημιουργία;

Η επιθυμία μας για δημιουργία είναι δωρεά υπέρβασης, δώρο Θεού, με χώρο και χρόνο που ανήκει, ίδιος, σε όλους για τον ενσαρκωθέντα Στοχασμό σε αισθητική της Αγάπης, όχι απλά για το ανθρώπινο αλλά για το πανανθρώπινο. Αλλωστε ο Αϊνστάιν ταυτίζει τον χώρο με τον χρόνο και την ταχύτητα του φωτός για της ζωής τον δρόμο με τη θεία λειτουργία του Σύμπαντος μιας και ο άνθρωπος είναι μικρογραφία του.

Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε ποια ήταν;

Ετσι σαν έφηβη έπρεπε να αποφασίσω μόνη μου για το μέλλον μου. Ημουν λάτρης του βιβλίου και ήθελα να πάω στο πανεπιστήμιο. Οι γονείς μου όμως διαφωνούσαν. Τα κορίτσια, έλεγαν, δεν πρέπει να σπουδάζουν. Πρέπει να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια. Ετσι διάβασα μόνη μου, έδωσα εξετάσεις στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, έγινα κλασική φιλόλογος που ήταν το όνειρό μου και το υπηρέτησα με πάθος. Αργότερα στης ζωής το σχολείο είδα τον διαμελισμό της ηδονής και της οδύνης σε νερό και σε χώμα στον πηλό του πεπρωμένου κατάλαβα τη διαφορά ανάμεσα στη μοναξιά και την απουσία, όταν έχασα τον σύντροφό μου. Ετσι αυτοδημιούργητη και με πολλές δυσκολίες πορεύτηκα στις επιλογές μου με ευλάβεια στη Σιωπή και πίστη στη μοναξιά μου, όταν γράφω: «Δεν έχω φίλους. /Εφυγαν οι εχθροί μου. /Η μοναξιά μου σαν θεός με προστατεύει».

Η εποχή μας αφήνει χώρο για ποίηση; Ποια πιστεύετε ότι είναι η λειτουργία της σήμερα;

Καμία εποχή δεν αφήνει χώρο για το «άνθη ευλαβείας». Ομως ο Μποντλέρ μας το χάρισε κι εμείς συνεχίζουμε την καλλιέργειά τους.

Η ποίηση ωστόσο σήμερα αντιγράφει την πραγματικότητα, δεν την προωθεί ανοίγοντας καινούργιους δρόμους στον Στοχασμό και τη Σκέψη. Εμπορευματοποιεί τον έρωτα, τη φιλία και προτείνει το χρήμα, τον πιο τραγικό θεό της ερημιάς μας. Βέβαια οι εξαιρέσεις δεν λείπουν.

Η ζωή πάντα προχωρεί έστω και με τους λίγους. Αλλωστε με μια μαγιά ξαναζυμώνεται το ψωμί της ανθρωπότητας. Ας ελπίζουμε και ας κάνουμε σπονδές στον βωμό της Τέχνης.

Ποιος είναι ο στίχος που έχετε διαβάσει και διατηρεί ακόμη και σήμερα την πρώτη θέση στην καρδιά σας;

«Ιερά Οδός» του Σικελιανού…

«Θα ρτει τάχα ποτέ, θε να ρτει η ώρα

που η ψυχή του γύφτου, της αρκούδας

και η δική μου, που Μυημένη την κράζω

θα γιορτάσουμε μαζί».