Το 1885 η Αρκαδία παραμένει ο πολυπληθέστερος νομός της Πελοποννήσου με περίπου 148.000 κατοίκους – πέντε δεκαετίες μετά τη διοικητική αυτονόμησή του το 1833. Είναι η εποχή που όλη η Πελοπόννησος ζει στον «πυρετό της σταφίδας», καθώς η παραγωγή αυξάνεται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, για να καλύψει τη γαλλική ζήτηση, ενώ παράλληλα αυξάνεται η τιμή της. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1890, ωστόσο, η γαλλική παραγωγή αρχίζει να επανέρχεται στο αρχικό της επίπεδο και η ζήτηση της ελληνικής σταφίδας πέφτει απότομα.

Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο μία οικογένεια Αρκάδων επιδεικνύει πρωτοποριακό πνεύμα θέλοντας να επενδύσει σε ένα άλλο προϊόν στο χωριό Ρίζες Τεγέας: τη σαμπάνια, και μάλιστα χωρίς τη χρήση θείου, όπως ήταν η πεπατημένη.

Οπως γράφει ο οινοποιός Βασίλειος Παπανικολάου σε μια παρουσίαση του σχεδίου στο «Η Αρκαδία υπό οινολογικήν έποψιν»: «Εάν προστατευθή καταλλήλως η οινοπαραγωγή, η Αρκαδία θα επονομασθή Καμπανία της Ανατολής». Από τη στιγμή που τα αδέλφια Παπανικολάου ξεκινούν να εφαρμόζουν τον σχεδιασμό, τα βραβεία δεν αργούν να έρθουν από διεθνείς διαγωνισμούς: Παρίσι 1889 και 1900, Σικάγο 1893, Λιέγη 1905. Η δε Τεγέα καταγράφεται στο Παγκόσμιο Οινολογικό Λεξικό του Μπορντό ως «τόπος παραγωγής αφρώδους οίνου εφάμιλλου των γαλλικών».Το 1901, εξάλλου, η οικογένεια ανοίγει wine bar στην Ομόνοια, δίπλα στο Θέατρο «Νέα Σκηνή» του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, με τον οποίο συνδεόταν φιλικά.

Την ιστορία αυτή ο γνωστός δημοσιογράφος Κώστας Σπυρόπουλος έχει ήδη αποτυπώσει φέτος στο δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Arcadia, Champagne d’Orient» («Αρκαδία, η Καμπανία της Ανατολής»). Σειρά πλέον έχει η έκδοση «Οι πρωτοπόροι του μοσχοφίλερου» (Ιωλκός) με κείμενα, επιστολές και ανακοινώσεις των οινοποιών Ανδρέα Γεωργιάδη, Βασιλείου Παπανικολάου και Σπυρίδωνος Παπαγεωργιάδη. Ειδικά ο δεύτερος, με σπουδές στο Μονπελιέ, όχι μόνο μυήθηκε στον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής σαμπάνιας, αλλά προσέθεσε, ήδη από το 1900, καινοτόμες τεχνικές, οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στην επιστημονική βιβλιογραφία 60 χρόνια μετά.

Κόντρα στο κατεστημένο

Το όραμα όλων δεν θεωρήθηκε καθόλου υπερφίαλη επιδίωξη. Βασιζόταν στην απόλυτη ταύτιση-ομοιότητα της επαρχίας της Γαλλίας Καμπανία με το οροπέδιο της Μαντινείας όσον αφορά τη σύσταση του εδάφους, το μικροκλίμα, το υψόμετρο και, ιδίως, την καλλιέργεια της αρωματικής ποικιλίας φιλέρι. Οι ίδιοι άλλωστε έκαναν εξαγωγές (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ,), άνοιξαν έξι καταστήματα στην Αθήνα, ενώ οι πρωτότυπες ρεκλάμες τους στα γαλλικά και τον ελληνικό Τύπο «A bon vin pas d’enseign» (το καλό κρασί δεν έχει ανάγκη διαφήμισης) κάνουν πάταγο.

Οπως φαίνεται πάντως και στο ντοκιμαντέρ, η οικογένεια βρέθηκε σύντομα αντιμέτωπη με το κατεστημένο της εποχής – στην Αθήνα και την Τρίπολη -, διότι εισήγαγε τρία καινά δαιμόνια. Πρώτον, την αποκήρυξη του ρητινίτη οίνου (ρετσίνα), δεύτερον, τη χρήση της σταφίδας στην οινοποιία, όπως έκαναν οι Γάλλοι, και, τρίτον, διεκδικούσαν την επιβολή δασμών στους εισαγόμενους οίνους. Κάποια στιγμή έγιναν αποδέκτες πρότασης εξαγοράς της εταιρείας και, επειδή αρνήθηκαν, αποκλείστηκαν από τον τραπεζικό δανεισμό. Παράλληλα, διαφάνηκε ο ρόλος που έπαιζε η απουσία συνεργατικού πνεύματος μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων στην Αρκαδία την κρίσιμη περίοδο 1860-1940.

Ο συγγραφέας του βιβλίου επισημαίνει σε αυτό ότι η απάντηση στο ερώτημα «χίμαιρα ή ρεαλιστικό σχέδιο να γινόταν η Αρκαδία Καμπανία της Ανατολής;» είναι ότι πράγματι  συνέτρεχαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για να μετεξελιχθεί η περιοχή σε ένα μεγάλο κέντρο παραγωγής και εξαγωγών κρασιού. «Το όραμα αυτό υπονομεύθηκε από την ανυπαρξία κρατικής πολιτικής για την ανάπτυξη της οινοπαραγωγής. Οι επιχειρηματίες της εποχής είχαν πετύχει διείσδυση στις διεθνείς αγορές μέσω των Παγκοσμίων Εκθέσεων, καθώς από το 1882 έως το 1937 σάρωσαν τα χρυσά βραβεία στις εκθέσεις στην Ευρώπη και την Αμερική, αλλά αντιμετώπιζαν την κρατική αδιαφορία».

Info

Κώστας Σπυρόπουλος, «Οι πρωτοπόροι του μοσχοφίλερου», CRεκδ. Ιωλκός, σελ. 96