Αν θες ποτέ να ασχοληθείς σοβαρά με την ανθρώπινη ιστορία, μελέτα τα Μουντιάλ…. Αυτό μας προτείνει ο Εντουάρντο Γκαλεάνο. Μέσα από αυτά θα μάθεις όσα επιμελημένα μάς αποκρύπτουν, όχι σκόπιμα, αλλά από άγνοια οι ιστορικοί. Αυτοί που μελετούν τα γεγονότα στο χαρτί, στη φωτογραφία, στη λήψη στιγμιοτύπων.

Αλλά τελούν σε κατάσταση εγκεφαλικού σε ό,τι αφορά πάσα πραγματικότητα. Και τα Μουντιάλ ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία. Γιατί παράγουν γεγονότα. Γιατί έχουν μια πρωτογενή δυναμική. Αγαπιούνται γι’ αυτό που είναι. Δεν έχουν ανάγκη από στήριγμα, υπάρχουν αφ’ εαυτού. Πόλος έλξεως δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Που τα παρακολουθούν με μια προσήλωση που θα τη ζήλευαν όλα τα θρησκευτικά δόγματα. Που τα ακολουθούν με έναν φανατισμό που τον ονειρεύονται όλες οι εκφράσεις της πολιτικής, δημοκρατία, φασισμός, κομμουνισμός… Ενας πολιορκητικός κριός που κατεδαφίζει κάθε λογής δογματισμό… Και που, βεβαίως βεβαίως, οι εξουσίες λαχταρούν να τον ελέγξουν, να τον ποδηγετήσουν, να τον καταστήσουν υποχείριό τους σε κάθε ευκαιρία…

Συνέδρια της ΦΙΦΑ το 1932, στο Βερολίνο… Το Μουντιάλ της μακρινής Ουρουγουάης άφησε άριστες εντυπώσεις, παρά τη συστηματική απουσία ευρωπαϊκών εθνικών συγκροτημάτων… που αιτιολογήθηκε από την απόσταση. Οντως, ταξίδι από τη Βόρεια Ευρώπη ή τη Σκανδιναβία ήταν αδιανόητο. Μιλάμε για 50-60 ημέρες στον Ωκεανό… Οι Γάλλοι και οι Βέλγοι το αποπειράθηκαν – οι μεν Βέλγοι, κατάκοποι από την ταλαιπωρία, συνετρίβησαν από τους νεοφώτιστους Αμερικανούς 3-0, οι δε Γάλλοι καθάρισαν με το ολότελα αδύναμο Μεξικό με 4-1 για να αποκλειστούν αμέσως μετά από τη Χιλή με 1-0.

Οι Ρουμάνοι σxόλασαν νωρίς 4-0 από την κραταιά Ουρουγουάη και, όπως σχολίαζε ο αρχηγός των Ρουμάνων Κύριλλος Λουπέσκου, «μπήκαμε στο γήπεδο και νομίζαμε ότι όλα στροβιλίζονται… Ευτυχώς που χάσαμε νωρίς και συνήλθαμε…». Και, τέλος, οι Σέρβοι πήραν την τρίτη θέση κερδίζοντας Βραζιλία και Βολιβία. Μεγίστη εντύπωση προκάλεσε η προσέλευση 93.000 φιλάθλων στον τελικό όπου η Ουρουγουάη συνέτριψε 4-2 την Αργεντινή…

Ολα αυτά, η πλήρης ενημέρωση που είχε από Ιταλούς που ζούσαν στο Μπουένος Αϊρες ο Ντούτσε, ο οποίος παραβρέθηκε στο Μουντιάλ, οδήγησαν τον δικτάτορα σε ασφαλή συμπεράσματα – ότι το ποδόσφαιρο αποκτούσε μαζικότητα, δημιουργούσε οπαδούς, μάγευε τα πλήθη και τα φανάτιζε σε βαθμό παράνοιας… Είκοσι χρόνια μετά δικαιώθηκε πλήρως, όταν στο Μουντιάλ του 1950, εκατόν πενήντα (150) άνθρωποι έκαναν «σάλτο μορτάλε» από τις εξέδρες του Μαρακανά όταν η Βραζιλία έχασε στον τελικό 1-2 από την Ουρουγουάη του Σκιαφίνο.

Η «αρπαγή» της διοργάνωσης

Εβαλε λοιπόν κάθε μέσο, θεμιτό και αθέμιτο, ορισμένοι μίλησαν και για χρηματισμούς – δωρεάν διακοπές στο Ακαπούλκο – για να διοργανώσει η Ιταλία το Μουντιάλ του 1934. Μελετημένος ο Μπενίτο, μέλος στο ξεκίνημά του τού Σοσιαλιστικού Κόμματος και γνώστης του μαρξισμού, είχε αρχή του την επικοινωνία με τις μάζες. Και στο ποδόσφαιρο εύρισκε όλα εκείνα τα στοιχεία που ενδυναμώνουν τη σχέση του Ντούτσε με τον Λαό του. Και βεβαίως το κατάφερε. Και το Φασιστικό Κράτος αναλάμβανε μια διοργάνωση που θα φιλοξενούσε εθνικές ομάδες που αντιπροσώπευαν όλα τα πολιτεύματα. Και το μόνο που δεν υπολόγισε ήταν το κόστος. Οκτώ στάδια ανακαινίστηκαν σε όλη την Ιταλία. Το λαμπρό γεγονός έπρεπε να το απολαύσουν όλοι οι Ιταλοί, σε Βορρά και Νότο. Το βάρος, βεβαίως βεβαίως, στη Ρώμη, όπου το διαβόητο Ολίμπικο ήταν το στάδιο του Ιταλικού Φασιστικού Κόμματος. Και στο Τορίνο, στη βιομηχανική πρωτεύουσα του Βορρά, που η ποδοσφαιρική του ομάδα πρωταγωνιστούσε, το εθνικό στάδιο πήρε το όνομα του Ντούτσε, διαφημίζοντας, με τον καλύτερο τρόπο, τον Μπενίτο, την πολιτεία του. Γνώριζε καλά ο Μουσολίνι τον λαό του – και τα καλά και τα κακά του.

Και στο Μουντιάλ του Ντούτσε, 16 χώρες έλαβαν μέρος: 12 ευρωπαϊκές, 3 από την Αμερική και μία από Ασία και Αφρική. Στους προκριματικούς του συγκεκριμένου τουρνουά λάβαμε μέρος κι εμείς, με τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο, τον Πιερράκο, τον Μηγιάκη, τον Βάζο, τον Γιάννη Χέλμη, και χάσαμε 4-0 στο Μιλάνο από την Ταξιαρχία του Μεάτσα. Το στάδιο όπου παίξαμε αργότερα πήρε το όνομά του. Και οι ευρωπαϊκές ομάδες, παρά τις τεράστιες πολιτικές ανατροπές, με εμφανίσεις λογιών λογιών ολοκληρωτισμών, εν ονόματι της λατρείας της στρογγυλής θεάς, ξεπέρασαν τα πάντα. Η δύναμη του ποδοσφαίρου, η λαϊκή του αποδοχή, οδήγησε σχεδόν το σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου στις προκριματικές δοκιμασίες. Με την εξαίρεση πάντοτε των γεννητόρων του αθλήματος Βρετανών, οι οποίοι πεισματικά αρνούνταν οποιαδήποτε συμμετοχή. Πιο πολύ τους ενδιέφερε ένας αγώνας βρετανικού Κυπέλλου, παρά οποιοδήποτε Παγκόσμιο Κύπελλο.

Λατινοαμερικανικές απουσίες

Ιταλία λοιπόν, Αυστρία, Ελβετία, Γερμανία, Ουγγαρία, Γαλλία, Τσεχία, Ρουμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Σουηδία. Οσο για τη Λατινική Αμερική; Η κάτοχος του Κυπέλλου Ουρουγουάη αρνήθηκε πεισματικά να συμμετάσχει, έχοντας δύο λόγους. Ο ένας: πράξη εκδίκησης, για το σνομπάρισμα των μεγάλων ευρωπαϊκών ομάδων, ανάμεσα στις οποίες και η νυν διοργανώτρια Ιταλία, να συμμετάσχουν στο παρθενικό Μουντιάλ του Μοντεβιδέο. Και ο έτερος λόγος: πράξη προστασίας γιατί τρέμαν μήπως χάσουν κορυφαίους άσους τους που θα τους προσείλκυαν ισχυροί οικονομικά ευρωπαϊκοί σύλλογοι. Οσο για τη Βολιβία και την Παραγουάη, με αφορμή την προσπάθεια της Βολιβίας να βγει στη θάλασσα, είχαν οδηγηθεί σε τραγικά αδιέξοδα. Αποτέλεσμα: μόνο η Βραζιλία, η Αργεντινή και οι ΗΠΑ πέρασαν τον Ατλαντικό. Οσο για τον Ντούτσε, σαν τον μαέστρο, κουνούσε την μπαγκέτα όπως ήθελε. Προπαγάνδα του καθεστώτος ανά πάσα στιγμή, παντού, εντός και εκτός Ιταλίας. Και στην προσπάθεια κατακτήσεως του Κυπέλλου, ανέλαβε και μάνατζερ, φέρνοντας τρεις μεγάλους αργεντινούς παίκτες ιταλικής καταγωγής. Ηταν οι διαβόητοι «Οριούντι», τους οποίους πολιτογράφησε «Ιταλούς», δρομολογώντας έναν νόμο μουσολίνειας εμπνεύσεως, σύμφωνα με τον  οποίο, όποιος έχει γεννηθεί από έναν ή δύο ιταλικής καταγωγής γονείς οπουδήποτε στον κόσμο, από Αβησσυνία και Βόρεια Αφρική μέχρι ΗΠΑ και Λατινική Αμερική, θεωρείται Ιταλός.

Η αλήθεια είναι ότι Βραζιλία και Αργεντινή έστειλαν ομάδες κατώτερες ποιοτικά από τις πραγματικές τους. Ο φόβος, βλέπετε, φυλάει τα έρημα. Αποτέλεσμα: από τις δύο ενδεκάδες του Μουντιάλ της Ουρουγουάης, μόνο ο Βραζιλιάνος Λεόνιντας έλαβε μέρος. Με τέτοιες συνθέσεις και το σύστημα νοκάουτ, οι Αμερικανοί καθάρισαν από την πρώτη εβδομάδα. Το Σαββατοκύριακο έπαιξαν – και σε 48 ώρες πήραν το πλοίο της δίμηνης επιστροφής.

Τα μεγάλα φαβορί

Ολη η ομορφιά του Μουντιάλ του Μπενίτο στις ευρωπαϊκές ομάδες, ομάδες πράγματι δυνατές, με μεγάλα φαβορί: Αυστρία και Ιταλία. Η ομάδα – θαύμα, «Βούντερτιμ», του Ματίας, ξεχώριζε, με το περίτεχνο και ταχύτατο παιχνίδι της. Ο αέρινος Ζίντελαρ ήταν ένα ποδοσφαιρικό φαινόμενο. Από κοντά του ο Βάγκνερ, ο Τζίσεκ, ο Σέστα, ο Χόρβαρντ, αποτελούσαν ένα ποδοσφαιρικό μπαλέτο. Κάτι ανάλογο η Ουγγαρία του Ζάμπο, του Κέμερι, ποδόσφαιρο Κεντρικής Ευρώπης, με παρονομαστή την τέχνη και αριθμητή την ταχύτητα. Στους ίδιους ρυθμούς η Τσεχοσλοβακία του Σβόμποντα, του Νεγεντίλι, του Πουκ, αποθέωση της ομορφιά της πάσας. Τους συνόδευσε ο πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας Τόμας Μάζαρικ έως τα σύνορα. Ενα πραγματικά συναρπαστικό Μουντιάλ. Με καταλύτη το ελεύθερο ποδόσφαιρο και τα πολλά γκολ.

Το σημαντικότερο, μίσος αιώνων ανάμεσα στην Αυστρία και την Ουγγαρία, την Ιταλία και την Αυστρία, τη Γερμανία και τη Γαλλία μπήκε στο περιθώριο. Το ξόρκισε ο ήλιος του ποδοσφαίρου. Οσο για την Ιταλία, ο Ντούτσε δούλευε υπόγεια γι’ αυτήν. Με τίποτα ο δικτάτορας δεν έχανε την κούπα, τη στιγμή που είχε παραγγείλει άλλη μία για τον εαυτό του. Πρώτο του και μεγάλο θύμα η Ισπανία. Το κανονικό παιχνίδι έληξε ισόπαλο 1-1. Η επανάληψη ορίστηκε μία μέρα μετά, με μια διαφορά. Ο τερματοφύλακας της Ισπανίας, ο μεγάλος Ζαμόρα, ήταν εκτός παιχνιδιού. Επισήμως τον έβγαλαν νοκάουτ τα λακτίσματα των Ιταλών. Ανεπισήμως, πίεσε ο Ντούτσε τους Ιβηρες – και είχε τον τρόπο του, μια και έπαιζε κορυφαίο ρόλο στα ισπανικά γεγονότα.

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Στο πρώτο πεντάλεπτο, ο ισπανός φορ Χρισάντ Μπος ανετράπη από τον Εράλντο Μοντζέλιο στην περιοχή του πέναλτι. Οχι μόνο δεν εδόθη τίποτα, αλλά απεβλήθη ο ισπανός φορ για διαμαρτυρία. Πέρα απ’ αυτό, δύο γκολ των Ισπανών ακυρώθηκαν. Και βέβαια οι πρωτοβουλίες του Μπενίτο δεν έμειναν μόνο εκεί. Πριν από τον ημιτελικό, με την ομάδα – θαύμα, την Αυστρία, όλο το βράδυ κατέβρεχαν το γήπεδο για να βαρύνει και να κολλήσουν στις λάσπες οι περίτεχνοι Αυστριακοί. Οσο για τον αέρινο Ζίντελαρ, ο ιταλός εκλέκτορας Βιτόριο Πότσο επιστράτευσε τον ιταλοαργεντινό «χασάπη» Μόντι να τον σακατέψει. Τα κατάφερε και τον Ματτία τον έβγαλαν με φορείο. Αποτέλεσμα: ένα χλωμό, άδικο 1-0.

Ο μεγάλος τελικός

Στον τελικό, 10 Ιουνίου του 1934, ανταμώνουν στο Ολίμπικο η διοργανώτρια με το αουτσάιντερ Τσεχοσλοβακία. Ολα έτοιμα για να γιορτάσει ο Ντούτσε τη Νίκη του Φασισμού. Στις εξέδρες 50.000 κατενθουσιασμένοι φίλαθλοι. Το παιχνίδι στη λογική πολεμικής τέχνης: φάουλ, ανατροπές, συνεχείς τραυματισμοί, τρεις φορές τον αρχηγό των Τσέχων, Φράντισεκ Πλάνιτσκα, γκολκίπερ εφάμιλλος του μεγάλου Ζαμόρα, τον έστειλαν στο κανναβάτσο. Οταν τελείωσε το ματς, μέτρησε 2 δάχτυλα σπασμένα και βγαλμένο τον αντίχειρα. Βέβαια, ο σουηδός ρέφερι Ιβάν Εκλίντ δεν είδε απολύτως τίποτα. Βροχή τα λακτίσματα από πλευράς Ιταλών. Δύο φορές ο Σομπότκα και άλλες τόσες ο κορυφαίος σκόρερ του Μουντιάλ Ολντσιχ Νεγέντλι βρεθήκαν εκτός γηπέδου από τα χάδια των Ιταλών. Αλλά για τον σουηδό ρέφερι πέρα έβρεχε. Παρά ταύτα, ο νεαρός Τσέχος Πουτς κάρφωσε στο 71′ τη Σκουάντρα. Πάγος στις εξέδρες. Ο Μπενίτο στα όρια του εγκεφαλικού. Επακολούθησε φρένιασμα των Ιταλών. Ο κορυφαίος γάλλος αθλητικογράφος Δαβίδ Ντεβιντιέ έγραφε επί λέξει: «Επρεπε να είχαν αποβληθεί πέντε τουλάχιστον», περιγράφοντας την αβρότητα της παρέας του Μεάτσα. Σε μια τέτοια στιγμή, ο λαβωμένος με βγαλμένο αντίχειρα Πλάντιτσκα ατύχησε στην έξοδο και ο Ορσι στο 84′ ισοφάρισε. Στην παράταση, ένα γκολ του Σκιάβιο λύτρωσε τον Ντούτσε και τους συμπαίκτες του.

Ο Ντούτσε, με κάθε λογής παρανομία έκλεψε ένα τρόπαιο που ανήκε στη μεγάλη σχολή της Κεντρικής Ευρώπης. Εκείνη την ημέρα γνώρισε την αποθέωση, το ποδόσφαιρο τη θέωση και η Ευρώπη πήρε μια γεύση από τη μεγάλη νύχτα που έπεφτε.