Στα επτά του, με επτά δραχμές στην τσέπη, το σκάει από το σπίτι του. Με το συναίσθημα της ανασφάλειας που ένιωσε τότε χρειάστηκε ν’ αναμετρηθεί αργότερα πολλές φορές όταν επέλεξε ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της μουσικής. Καμία όμως στιγμή δεν μετάνιωσε γι’ αυτές τις αποφάσεις του.

Ποιο ήταν το πιο δυνατό στοιχείο από την εμπειρία που ζήσατε με τις εκδηλώσεις του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών «Οι γέφυρες της μουσικής» στη Βόρεια Εύβοια;

Ολοκληρώνεται στα τέλη Νοεμβρίου το πρόγραμμα που ξεκίνησε τον Ιούλιο ύστερα από πρόταση της, υπό τον Σταύρο Μπένο, επιτροπής ανασυγκρότησης της Βόρειας Εύβοιας προς τον πρόεδρο του Μεγάρου Νίκο Πιμπλή. Λίγους μήνες μετά την έναρξη της συνεργασίας μου στην Εύβοια, έζησα τον κίνδυνο των πυρκαγιών που ξέσπασαν στην Πεντέλη και την Παλλήνη, όπου μένω. Εκείνες τις στιγμές ήταν σαν να είχα στα αφτιά μου τις συμβουλές που είχα ακούσει από τους κατοίκους της Εύβοιας. Η ψυχραιμία είναι μονόδρομος. Με αφορμή αυτό, ανασύρω από τη μνήμη μου άλλη μία εμπειρία που έζησα – στο βαγόνι ενός τελεφερίκ στις Βαυαρικές Αλπεις που από λάθος χειρισμό των οργανωτών έπεσε σε καταιγίδα. Την ώρα που το βαγονέτο αιωρούνταν σε ύψος 80 μέτρων, με αέρα 7 μποφόρ, και κινούνταν 45 μοίρες αριστερά – δεξιά, με το προσωπικό κάτω στην αποβάθρα να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, ήξερα ότι η πιο σωστή κίνηση ήταν να ηρεμήσω, ανάμεσα στους λίγους επιβάτες, τη γερμανίδα ηλικιωμένη που ούρλιαζε, γιατί ήταν έτοιμη να προβεί σε κινήσεις πανικού και υστερίας που σίγουρα θα έκαναν το μικρό βαγόνι να γκρεμιστεί.

Πολλές περιπέτειες! Η περιπέτεια της ζωής σας σε τι περιβάλλον αρχίζει;

Το σπίτι ήταν γεμάτο μουσική που άκουγαν οι γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν γιατρός, έπαιζε όμως και πολύ καλό βιολί. Ηταν παθολόγος, με βαθιά γνώση και ενημέρωση για οτιδήποτε νεότερο στην έρευνα. Η μητέρα, άνθρωπος εξαιρετικά αυθεντικός, με βαθύ συναίσθημα, μου μετέδωσε, όχι με λόγια, με πράξεις, την ικανότητα της ενσυναίσθησης. Το να προσπαθήσεις να μπεις στη θέση του άλλου.

Στη μουσική πώς οδηγηθήκατε;

Στη μουσική πηγαίνεις, δεν έρχεται αυτή σε σένα, επειδή σου αγόρασαν ένα όργανο και σε υποχρέωσαν να κάνεις πιάνο ή το όποιο όργανο, όπως δυστυχώς γίνεται τόσο συχνά στις μέρες μας μπουκώνοντας τα παιδιά με άχρηστες δραστηριότητες. Ενα ακόμη είδος πολιτικής ορθότητας. Οταν ανακάλυψα τεσσάρων ετών το πιάνο της γειτόνισσας μουσικού, της κυρίας Αγγελικής, κόλλησα πάνω του, έπαιζα ώρες, ταξίδευα, έμπαινα σε έναν κόσμο συναρπαστικό, μαγικό και σωτήριο. Η κυρία Αγγελική είπε πρώτη στη μητέρα μου επανειλημμένα «αυτά που παίζει έχουν νόημα». Στην ηλικία των πέντε, στη Λίμνη της Βουλιαγμένης, από την εξέδρα βλέπω στο κέντρο της λίμνης μια βέργα που εξείχε κάθετα από το νερό. Σχηματίζονταν ομόκεντροι κύκλοι γύρω της που έδιναν την αίσθηση της κίνησης. Θυμάμαι έντονα ότι τραγούδαγα στη βέργα πιστεύοντας ότι θα την κάνω να έρθει κοντά μου. Ηταν η πεποίθηση και η ανακάλυψη της τεράστιας δύναμης της μουσικής. Το μήνυμα της γειτόνισσας Αγγελικής «αυτά έχουν νόημα» έπεισε για την αγορά ενός ακορντεόν και αργότερα ενός πιάνου – το πιάνο γέννησε συνθέσεις. Οι συνθέσεις έφεραν σπουδές με τον Γιάννη Ανδρέου Παπαϊωάννου και από ‘κεί ανοίχτηκε ο δρόμος για τη σπουδή στην ανώτατη σχολή καλών τεχνών του τότε Δυτικού Βερολίνου.

Ο πατέρας σας αντέδρασε στην απόφαση;

Φυσικά υπήρξε αντίδραση όταν μιλάμε για απόφαση ζωής του τύπου «στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα», και δικαιολογημένα. Εδωσα όμως και πέρασα χωρίς φροντιστήριο στην Ιατρική Αθηνών, κάνοντας μια κίνηση καλής θέλησης. Σ’ αυτόν τον έναν χρόνο που έμεινα συνειδητά παρακολούθησα εξαιρετικά σκληρά χειρουργεία και μπήκα με άσπρη μπλούζα αρκετές φορές στα επείγοντα περιστατικά. Στην ουσία ήθελα να βεβαιωθώ όχι μόνο για την ακατανίκητη επιλογή προς τη μουσική, αλλά και για το να αποκλειστεί η ιατρική. Εκεί βεβαιώθηκα ότι σε αυτόν τον χώρο, της ιατρικής, έπρεπε να μπεις με πάθος και πλήρη αφοσίωση, κάτι που δεν ίσχυε στη δική μου περίπτωση. Ετσι συνεχίστηκε τότε απελευθερωμένα η πορεία προς τον άγνωστο τότε κόσμο της μουσικής. Η περίοδος αυτή ήταν μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση με αρκετή αγωνία όπου έπρεπε να ρισκάρεις.

Τι ακριβώς;

Να είσαι ο εαυτός σου, όταν μάλιστα έχεις βεβαιωθεί ότι τον έχεις βρει. Δεν έχεις όμως καμία εγγύηση για οποιαδήποτε επιτυχία, καλή, τεχνική, οικονομική. Επιλέγεις άδολα στην ουσία. Εδώ παρενθετικά μόνο εξομολογούμαι για μια επιστήμη που με κινεί απόλυτα ψυχικά: τη φυσική. Τη λάτρευα, ήμουν άριστος. Διαβάζω και τώρα. Αλλά τη βλέπω μόνο σαν μια οδό γνώσης για τα μυστήρια της φύσης. Κάτι φυσικά που το κάνω απόλυτα ψυχή τε και σώματι με τη μουσική.

Και οι σπουδές στο Βερολίνο;

Πρόκειται για μια πολύ σημαντική επιλογή που ενστικτωδώς έκανα αφήνοντας έπειτα από τρεις μήνες το Μόναχο, στο οποίο πήγα πρώτα. Ηταν πολύ ασφυκτικό και συντηρητικό τότε το πολυπολιτισμικό Δυτικό Βερολίνο. Πέρα από το υψηλό επίπεδο σπουδών με έναν εξαιρετικό δάσκαλο, τον Φρανκ Μίκαελ Μπάγερ, και τον αέρα δημιουργικότητας και ελευθερίας, μου έδωσε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: την αίσθηση της ιστορίας και της ιστορικής συνέχειας. Ζούμε μέσα στον μικρόκοσμο όπου γεννιόμαστε και μπορεί να χάσουμε το βάθος. Αυτή η εμπειρία ήταν και είναι επίσης σωτηρία για μένα, λειαίνει το εγώ σου με έναν πιο φυσικό και ομαλό τρόπο και το γειώνει.

Ασχολείστε με τη λόγια μουσική, αλλά παρ’ όλα αυτά η σφραγίδα της «Λιλιπούπολης» είναι πολύ έντονη. Θα συμφωνήσετε;

Η «Λιλιπούπολη» είχε, φυσικά, μια δύναμη αναγνωρισιμότητας μέσα στη δισκογραφία, τις συναυλίες και πολλά άλλα. Αισθάνομαι αληθινά τυχερός γι’ αυτό. Ξέροντας επιπλέον ότι το να γράψεις ένα καλό τραγούδι, και μάλιστα παιδικό, είναι μια εξαιρετικά σοβαρή και δύσκολη διαδικασία. Πολλά τραγούδια όμως που έγραψα μετά, διοχετεύτηκαν στο θέατρο, και μάλιστα σε σκηνοθεσία Κουν, Ευαγγελάτου, Καμπανέλλη, Βουτσινά και άλλων. Εχω γράψει μέχρι σήμερα πέντε όπερες – ανάμεσα σε αυτές είναι και «Το τανγκό των σκουπιδιών», σε λιμπρέτο του Αρκά, και ο «Μακρυγιάννης» που παίχτηκαν στην Εθνική Λυρική Σκηνή, στο Μέγαρο και αλλού.

Αισθάνεστε πιο ολοκληρωμένος μέσα στη μουσική ή έξω από τη μουσική ζωή σας;

Αξίζει να δημιουργείς στη ζωή σου αυτό που θα ονόμαζα ενιαίο πεδίο. Λειτουργείς κι αναπνέεις ισότιμα μέσα σε όλα όταν αυτά που κάνεις έχουν ζωτική σημασία. Στην πραγματικότητα προτιμώ αυτά τα θέματα του ελεύθερου χρόνου να τα αντιμετωπίζω σαν τεχνικά και όχι να θεοποιώ το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές κι αυτό που αποκαλείται ελεύθερος χρόνος. Επιδιώκω έτσι συχνά μέσα σε συνθήκες απαιτητικές να ανοίγω παράθυρα συγκέντρωσης, ηρεμίας, διαλογισμού. Να είμαι ήρεμος και σιωπηλά δημιουργικός. Σιγά σιγά τα καταφέρνω, νομίζω, όλο και περισσότερο.

Ζείτε σε ευγενή περιβάλλοντα, τα οποία όμως είναι και ανταγωνιστικά. Εχετε αντιμετωπίσει δυσκολίες;

Οι μουσικοί χρησιμοποιούμε συχνά μια αυτοσαρκαστική ρήση: «η μουσική εξημερώνει τα ήθη των ανθρώπων πλην των μουσικών». Ο καλλιτέχνης γεννιέται, όπως πολύ σοφά πρώτα περιέγραψε ο Φρόιντ, με έναν έμφυτο ναρκισσισμό, με ένα εγώ συχνά υπέρμετρο που αν δεν το ελέγξεις φουσκώνει και μπορεί να εκραγεί σαν φούσκα. Ας κρατήσουμε από τον ναρκισσισμό την ικανότητα να ανακαλύπτεις και να θαυμάζεις την ομορφιά και όχι την ομορφιά του εγώ. Ο ναρκισσισμός φέρνει ανασφάλεια και η ανασφάλεια ματαίωση και συχνά τοξικότητα. Από τη μουσική δεν αισθάνθηκα ότι προδόθηκα ποτέ. Μέσα στην επαγγελματική μου πορεία ένα από τα συναισθήματα που κάποτε με άγγιξαν ήταν ο φθόνος, που είναι η πιο σκοτεινή πλευρά της ζήλιας.

Αναφερθήκατε στον ναρκισσισμό. Πότε έγινε περιστολή του εγώ και του ναρκισσισμού;

Η μεγάλη διαδικασία ξεκίνησε από τους τόπους όπου δοκιμάζεται ο ανθρώπινος πόνος και η εύθραυστη ανθρώπινη φύση. Στα χειρουργεία δοκίμασα τον εαυτό μου 19 ετών, στο πρώτο έτος της Ιατρικής. Επίσης στις στιγμές απόλυτης μοναξιάς και συνειδητοποίησης, στο Βερολίνο αντιλήφθηκα ότι είμαστε ένα μικρό ψηφιδωτό σε ένα τεράστιο μωσαϊκό της Ιστορίας. Αλλά και στις συζητήσεις με τον Δημήτρη Σιμόπουλο για το Σύμπαν, όταν συνεργάστηκα μαζί του σε μια εξαιρετική παραγωγή που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής και στο Πλανητάριο και στην οποία συνέθεσα τη μουσική. Εκεί συνειδητοποιείς ότι όχι μόνο είσαι μικρός αλλά ταυτόχρονα και μοναδικός.

Πότε ανακαλύψατε αυτή τη μοναδικότητα;

Οταν άρχισα να «ταξιδεύω» με το πιάνο της κυρίας Αγγελικής σε ηλικία τεσσάρων ετών. Αλλά και όταν σε ηλικία επτά ετών, έπειτα από μια συσσώρευση κάποιων εντάσεων μέσα στο σπίτι, αποφάσισα να δραπετεύσω. Μαζεύω επτά δραχμές και φεύγω κρυφά, περιπλανώμενος. Οταν έπεσε το σκοτάδι, άρχισα ν’ αναδιπλώνομαι και ζήτησα πολιτικό άσυλο στο σπίτι της γιαγιάς τα μεσάνυχτα. Φυσικά, ύστερα απ’ όλα αυτά, έφτιαξαν ως διά μαγείας όλα μέσα στο σπίτι. Ηταν μια έντονη πρώιμη ενηλικίωση, μόνος, αυτόνομος, στα πρώτα βήματα της ζωής. Ενθουσιάστηκα όταν αργότερα διάβασα τα λόγια του Βάλτερ Μπέντζαμιν: «…Για τούτο, αυτό που ποτέ πια δεν επανορθώνεται είναι το να έχεις παραλείψει να το σκάσεις από τους γονείς σου. Από 48ωρη έκθεση στην ανασφάλεια στην ηλικία αυτή ξεπηδά συμπυκνωμένη σαν αλκαλικό κρύσταλλο μέσα στο αλκαλικό διάλυμα η ευτυχία της ζωής».

Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»