Το μικρό κορίτσι που παρατηρούσε τα χέρια του Ξαρχάκου στο γήπεδο του Αριστοτέλη στην Κρήτη να διευθύνουν έμελλε όχι μόνο να συνεργαστεί πολύ με τον μεγάλο δημιουργό, αλλά και να γράψει τη δική του σελίδα στο ελληνικό ρεπερτόριο μέσα σε τέσσερις δεκαετίες και βάλε!

Η Μαρία Σουλτάτου είναι αθόρυβη και χαμηλών τόνων ερμηνεύτρια. Την ίδια ώρα όμως που αποτελεί μια σταθερά για το τραγούδι μας έχοντας κάνει χιλιόμετρα σε συναυλίες, κέντρα και συμπράξεις, το «ντοκιμαντέρ» της δικής της ζωής έχει παιδικά χρόνια στην Κρήτη, έχει συνεργασίες με μεγάλα ονόματα (συνθέτες και τραγουδιστές), αλλά και ένα ηχόχρωμα με καταβολές και δεσμούς με τη γη και το παρελθόν μας.

Ολα αυτά σκέφτομαι την ώρα που ανοίγω το κασετοφωνάκι μου για να τη «γράψω» στο κέντρο της πόλης, ανάμεσα σε χιλιάδες θορύβους (από τραπέζια που μετακινούνται μέχρι σειρήνες περιπολικών), αν και όταν ξεκινάει η αφήγησή της ξεχνιέμαι και σημειώνω όσα έχει κάνει. Ανάμεσα τους τα δύο «Αμάν Αμήν» του Ξαρχάκου που αποτέλεσαν τομή στο μουσικό θέαμα και υπήρξαν η αιτία να συναντηθούν πολλές γενιές καλλιτεχνών και ακροατών του ελληνικού τραγουδιού.

Πόσα χρόνια είστε τραγουδίστρια;

Τριάντα επτά.

Και ποιο ήταν το σημείο εκκίνησης που μπήκατε στο τραγούδι;

Τριάντα επτά χρόνια δουλεύω, η εκκίνησή μου είναι απ’ τα έντεκα. Τότε ήταν που δήλωσα συμμετοχή στα Καστρινά Ταλέντα στο Ηράκλειο της Κρήτης.

Τι ήταν αυτό;

Το έκανε ο Μανώλης ο Μπιτζαράκης ως θεσμό, αγώνες τραγουδιού ήταν. Γινόταν το Παγκρήτιο Φεστιβάλ. Μεγαλόδειχνα και είπα πως ήμουν δεκατεσσάρων ετών. Φαντάσου πως δεν είχα πάει ακόμη στο Γυμνάσιο. Με πήγε ο ίδιος πατέρας μου στον διαγωνισμό: Πείτε της πως δεν κάνει και να φύγουμε, φώναξε. Δεν ήθελε με τίποτε.

Ασχολούνταν με τη μουσική ο μπαμπάς σας;

Επαιζε λύρα ο πατέρας μου, και πολύ αυστηρός. Ηταν Ανωγειανός. Και η μάνα μου Σκουλά. Μια οικογένεια με κώδικα. Ετσι μεγάλωσα. Σταμάτησε τη λύρα στα 32 επειδή είχε πολλά παιδιά. Και δούλευε. Δεν ήθελε να γίνω τραγουδίστρια. Του είπαν όμως στον διαγωνισμό: Κάτσε να το ακούσουμε. Παίζει ο γιος του Μπιτζαράκη πιάνο και λέω του Χαζηνάσιου «Το παλικάρι ξέρει πια το ριζικό του» (σε στίχους Σώτιας Τσώτου). Ενημερωμένη από πολύ νωρίς για το τραγούδι. Και λένε στον πατέρα μου: «Κύριε Σουλτάτο, το παιδί έχει ταλέντο». Βγήκα πρώτη στον Νομό Ηρακλείου. Και μετά πήγα και στο καλοκαιρινό Παγκρήτιο Φεστιβάλ, εκεί την προηγούμενη χρονιά – ή μερικά χρόνια πριν – είχε πάρει το πρώτο βραβείο ο Διονύσης Θεοδόσης. Οταν έδωσα εγώ ήταν ο Μανώλης Λυδάκης, ο Γιώργος ο Σταυρακάκης, διαγωνιζόμενοι. Και μεγαλύτεροι από μένα. Πήγε και τους φοβέρισε ο πατέρας μου τους διοργανωτές: Είναι μικρή, πρώτα θα τελειώσει το σχολείο και θα δούμε. Με βγάλανε δεύτερη.

Ποιος έπαιξε ρόλο;

Μου έδωσε ο αδελφός μου Δημήτρης που ήταν φοιτητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στα επτά μου το «Καπνισμένο τσουκάλι» – είχε κυκλοφορήσει το 1975. Μου είπε πως η φωνή μου είχε κάτι. «Μάθε το» μου λέει «γιατί θα σου χρειαστεί». Εγινε αυτό με το φεστιβάλ, αλλά μετά εγώ ήθελα σφραγίδες. Ολο αυτό που νιώθω για τη μουσική δεν ήταν αστείο πρέπει να σου πω. Ο πατέρας μου ήθελε να με σταματήσει. Να με παντρέψει. Ημουν όμως αποφασισμένη. Με καλεί ο θείος μου στην Αθήνα. Μου έχει δώσει ο αδελφός μου, εν τω μεταξύ, το τηλέφωνο του Γιώργου Κατσαρού. Ηταν τότε το «Να η ευκαιρία» που μάλιστα γραφόταν σε στούντιο στην Ομήρου 10. Τηλεφωνώ στον Κατσαρό να με ακούσει. Τότε ζήτησα να πω το «Ενα το χελιδόνι». «Θα το πεις μόνο με πιάνο» μού λένε. Πάω στον Κορυδαλλό όπου γυριζόταν η εκπομπή. Λέω το τραγούδι και χαλάνε οι κάμερες. Και τελικά πήγαμε στη συνέντευξη, δεκάρια όλα. Μου είπαν πολύ καλά λόγια. Μου ζήτησε και η επιτροπή, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος για την ακρίβεια, να πω ένα ριζίτικο. Ολα αυτά στην εκπομπή. Θυμίζω την επιτροπή: Γρηγορίου, Σάσα Ντάριο, ο Λευτέρης, ο Κατσαρός και η Ροζίτα Σώκου. Σε αυτόν τον κύκλο εκπομπών ήμασταν οι νικητές εγώ και ο Πάνος ο Πετράκης, καλός τραγουδιστής. Τότε υπογράφω με τη Μίνος.

Και μένετε Αθήνα;

Τελειώνω το σχολείο. Κι έχω τότε το συμβόλαιο. Λέω, κάτι πρέπει να κάνω. Νέο ντέρμπι με τον πατέρα μου… Πάω όμως στην Αθήνα. Ο θείος μου ο Θανάσης Σταυρακάκης είχε τον «Δία». Αγίου Μελετίου και Λ. Ιωνίας. Τότε δούλευαν εκεί η Πόπη Αστεριάδη και ο Γιάννης Μπογδάνος. Και την επόμενη χρονιά η Αλεξάνδρα. Κάνω δύο σεζόν και με τα δύο σχήματα. Η Μίνος όμως δεν έκανε τίποτε. Μόνο, πριν από αυτά, έναν δίσκο με τον Κώστα Μουντάκη: την «Κρητική αναγέννηση» («Η βοσκοπούλα»), σε μουσική του Κώστα και ποίηση του Γεώργιου Δραμητινού.

Εδώ θα χρειαστεί μια παύση και μια αναφορά στον Κώστα Μουντάκη που δεν είναι ένας απλός δημιουργός και με μεγάλη σελίδα στο κρητικό είδος και όχι μόνο.

Ναι, βέβαια. Δεν ήταν κάτι απλό ο Κώστας Μουντάκης. Με άκουσε πρώτα προσεκτικά να δει αν μπορώ. Και μου έδειξε αρκετά πράγματα. Τον ήξερα από τον πατέρα μου, αλλά αυτός δεν θυμόταν πως έπαιζε λύρα με τον πατέρα μου στην κουζίνα μας. Δάσκαλος και σπουδαίος καλλιτέχνης. Δεν άφηνε τίποτε να περάσει λάθος, ούτε νοτούλα. Στον δίσκο αυτό έπαιξαν σπουδαίοι δημιουργοί, όπως ο Ρος Ντέιλι, ο Μιχάλης ο Σταυρακάκης, ενώ στη φωνή ήταν και ο Γιάννης Ξυλούρης, ο λαουτίστας αδελφός του Νίκου. Ολο γράφτηκε στην παλιά Κολούμπια. Παρών συνέχεια ήταν ο Μουντάκης. Πολύ της λεπτομέρειας ο Κώστας. Ηταν η πρώτη σφραγίδα για μένα. Αυτά ήθελα εγώ. Πάντα μου άρεσε η ελληνική μουσική. Δεν ήθελα ξένα, όχι ότι είμαι εναντίον – προς Θεού. Μεγάλωσα όμως με αυτούς στα αφτιά μου από κρητικά μέχρι Μπιθικώτση, Μπέλλου κ.ά. Και επειδή ήμασταν πολλά αδέλφια, για να μην ενοχλώ έκανα βαθούλωμα στο μαξιλάρι τη νύχτα και έβαζα ένα πολύ μικιό (σ.σ.: μικρό) κασετοφωνάκι και άκουγα συνέχεια. Τους είχα όλους στο αφτί μου. Κατάλαβα από νωρίς πως εγώ είμαι εκεί. Ξεκίνησα να μάθω τη δουλειά. Κάθε δουλειά έχει τα μυστικά της. Και έμαθα πολλά δίπλα στην Αστεριάδη, με τη ζεστή φωνή της. Επιδίωξα να εργάζομαι πάντα με αυτούς που εκτιμούσα. Μετά, στο «Πανόραμα» στην Αχαρνών με τη Γιώτα Λύδια και τον Δημήτρη Κοντογιάννη.

Σας βρίσκω μέσα στα χρόνια δίπλα και μαζί με μεγάλα ονόματα.

Χρονολογικά περίπου είναι έτσι: Αστεριάδη, Αλεξάνδρα, μετά με Λύδια και Κοντογιάννη, μετά με τους Θοδωρή Παπαδόπουλο, Μαντζόπουλο, Κατερίνα Σκορδαλάκη στο «Περιβόλι του Ουρανού». Πήγαμε στην Αυστραλία περιοδεία με τη Λύδια. Τι να πούμε; Μεγάλη ερμηνεύτρια. Πάθος, ακρίβεια. Οι ρίζες της κρατούν από τη Μικρά Ασία. Αυτό είναι συγκινητικό. Μετά τη Ρόζα Εσκενάζι, η μόνη που ακουμπούσε αυτό τον ήχο ήταν η Γιώτα. Μετά ήλθε η συνεργασία μου με τον Νίκο Δημητράτο στα «Αστέρια». Αργότερα έρχεται ο Μπιθικώτσης, η Μπέλλου, η Πόλυ Πάνου. Αλλά και με Τάκη Μπίνη. Ολοι αυτοί με καθόρισαν. Ηταν όλοι στοργικοί με τους νέους. Η Μπέλλου ήταν ένα μικρό παιδί – δουλέψαμε στον «Δία» με Ρεπάνη και Δημητράτο. Αισθάνομαι πολύ τυχερή. Πήγαινα πίσω για να μάθω από τους παλιούς.

Τι ωραία φράση!

Το 1988, όταν δούλεψα με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και την Ελένη Βιτάλη στον «Δία», είχα φύγει από τα «Αστέρια» όπου ήμουν πρώτο όνομα με τον Νίκο Δημητράτο. Επέλεξα να πάω γιατί λάτρευα τη Βιτάλη.

Πότε νιώθετε πως πέραν των επιρροών φτιάχνετε τον δικό σας ερμηνευτικό δρόμο;

Αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Ηθελα να ενώσω εμένα με αυτούς. Ηθελα να καταλάβω πώς νίκησαν τον χρόνο. Και αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα δίπλα τους. Η αλήθεια. Παντού. Δεν έφευγαν από την πίσω πόρτα, δεν τους ενδιέφερε η δημοσιότητα. Εβγαιναν στη σκηνή και τέλος. Η Μπέλλου και ο Μπιθικώτσης δεν έκαναν ποτέ πρόβα ήχου. Το είδα και με άλλους αυτό. Η Πόλυ, η Γιώτα ήταν βασίλισσες. Υπήρχε ένα πρωτόκολλο: αφού ο άλλος έρχεται να σε δει πρέπει να είσαι άψογος. Δεν φτάνει μόνο μια φωνή. Τώρα κοιτούν να γίνουν γνωστοί. Και βιάζονται. Θέλει δουλειά όλο αυτό. Να κάτσεις και να μελετήσεις. Εμαθα πιάνο τα τελευταία δέκα χρόνια. Γιατί πρέπει να βοηθήσω τον εαυτό μου. Μεγάλο σχολείο με όλους αυτούς που πέραν του τραγουδιστικού δεν πουλούσαν φούμαρα. Και παρότι το είχα από τη φύση μου, το απέκτησα πιο πολύ: την τελειομανία. Θέλω να είναι καλά τα πράγματα.

Και πάμε στο περίφημο «Αμάν Αμήν» του Ξαρχάκου, παράσταση και δίσκο, που ήταν τομή για εσάς.

Πριν από αυτό. Στον δεύτερο χρόνο που ήμουν στη δουλειά γνώρισα τον Αριστείδη Μόσχο. Το μεγάλο κεφάλαιο. Συναντιόμαστε το 1985 και αρχίζουμε τις συναυλίες. Και έτσι ξεκινά το ταξίδι μου στην παράδοση. Ετσι μελέτησα πιο πολύ τα μικρασιάτικα.

Ετσι αφοσιώνεστε στο οαραδοσιακό;

Δεν είμαι αφιερωμένη στο παραδοσιακό, είμαι στο ελληνικό ρεπερτόριο. Οποιος δεν έχει ρίζες όμως δεν βγάζει φύλλα. Δεν μου άρεσαν οι ταμπέλες. Μόλις λέγανε πως λέω μόνο σμυρναίικα, έλεγα Σπανό. Από τα χέρια του Ξαρχάκου στον Εργοτέλη, στο γήπεδο, με τον Ξυλούρη, που τον είδα… Θα σου πω μετά.

Πώς έρχεται ο Ξαρχάκος;

Πάω το 1993, έχω κάνει το παιδί μου, να κόψω δελτίο παροχής για τις συναυλίες μου στον Μόσχο. Μου λέει ο Αριστείδης πως ο Ξαρχάκος θα κάνει κάτι. Και πάω να με ακούσει. Ο Ξαρχάκος λέει στον Αριστείδη: Η κοπέλα με τον κόκκινο φιόγκο να έλθει στο θέατρο τη Δευτέρα – με είχε ακούσει πλάτη, δεν κοίταγε ποτέ στις ακροάσεις. Πάω και ήταν εκεί η Λεονάρδου, ο Τσίγκος, ο Μαραγκόπουλος, ο Λιόσης, ο Καραντίνης, η Πόλυ. Μου λέει ο Σταύρος: Ανέβα πάνω. Ανεβαίνω, αν και δεν έχω καταλάβει τι κάνουν. Και λέω το «Μες στον οντά ενός πασά» που δοκίμαζαν. Και έτσι ξεκινήσαμε.

Είναι και τομή και για τα θεάματα. Ο Ξαρχάκος συγχρωτίζει τη νέα και την παλιά γενιά.

Πάντα ήταν πρωτοποριακός ο Ξαρχάκος. Ημουν και στο δεύτερο «Αμάν Αμήν» το 2012. Το τι έμπνευση έχει δεν φαντάζεσαι. Τι ήχο δημιουργεί στους παίχτες. Σέβεται τη μουσική, τον ήχο. Ο,τι κάναμε με τον Σταύρο, τα κινηματογραφικά του ας πούμε…

Πώς είναι να τον έχετε δει μικρή στο γήπεδο του Αριστοτέλη και να συνεργάζεστε μετά μαζί του;

Είναι ευλογία.

Και με τον Μίκη έχετε σύμπραξη.

Από το 2001. Κάναμε το 2002 «Αγάπη δίχως άκρη», περιοδεία με την Ορχήστρα του Μίκη.

Το 2003 με ζήτησε για τη Μακρόνησο και για το «Πνευματικό εμβατήριο» στην Κύπρο που το έμαθα σε μία εβδομάδα. Και με τον «Επιτάφιο» του 2004 που τον κάναμε με τον Ξαρχάκο – το περίφημο «Επιτάφιος κατά Σταύρο Ξαρχάκο».

Πώς ήταν οι συναυλίες στη Μακρόνησο;

Ηταν συγκλονιστικές οι μέρες αυτές. Οταν έφτασα σε αυτό το νησί και κατέβηκα από το καΐκι πρόσεχα να μην πατήσω κανέναν κάτω. Τρομερό συναίσθημα. Χιλιάδες κόσμου, ήταν για δύο παραστάσεις και γίνανε τρεις. Εκλεισε τα μάτια του ο Μίκης και ήμασταν όρθιοι δίπλα του, ο Μπέζος, ο Νταλάρας… ήταν συγκλονιστικό. Εχω ζήσει μαγικές στιγμές. Και το έχω αρχή από πάντα πως κάθε παράσταση είναι η τελευταία. Και έτσι παίρνω τα καλύτερα.

Τώρα τι κάνετε;

Δύσκολο καλοκαίρι είχα, με πολύ τρέξιμο. Κάνω στούντιο τώρα. Είμαι δασκάλα στη χορωδία Μικρασιατών Λιβαδειάς. Με μία καταπληκτική αγωνίστρια πρόεδρο: την Αθηνά Τσίγκα. Πήγα το 2017 για συναυλία. Υστερα από έναν χρόνο έφυγε η δασκάλα και με κάλεσαν. Και πάω εκεί. Το έχω λατρέψει. Η καλύτερη διαδρομή της ζωής μου. Ερχονται άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Μας έκανε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο ο γνωστός στιχουργός και φίλος Γιάννης Τζουανόπουλος. Και τον τιμήσαμε κιόλας που έχει συμβάλει τόσο στο ελληνικό τραγούδι.

Πώς θα εξελιχθεί και θα διασωθεί το παραδοσιακό;

Γίνεται μεγάλη προσπάθεια. Παρότι δεν το παίζουν τα ραδιόφωνα ή απαγορεύεται σχεδόν το μπουζούκι. Τώρα βέβαια έχει νέα παιδιά και κάνουν πράγματα. Ας ψάξει ο καθένας μέσα του. Ξέρεις πόσα καλά τραγούδια δεν φτάνουν στο ραδιόφωνο; Ας ψάξουν και παραπέρα. Εγώ κάνω ένα τραγούδι για να κάνει παρέα στον κόσμο.