Τούτη η συνάντηση ξέραμε και οι δύο ότι θα ήταν διαφορετική. Δεν θα βρισκόμασταν, ούτε στο αγαπημένο του καφέ, στη γωνία Πειραιώς και Σαλαμίνος, μια ανάσα από το σπίτι του, όπου είχαμε κάνει πολλές φορές μεγάλες συζητήσεις. Δεν θα καθόμασταν, όμως, ούτε απέναντι, στο μεγάλο τραπέζι του πρώτου ορόφου του λευκού ψηλοτάβανου ατελιέ του κοιτάζοντας από το εσωτερικό μπαλκόνι τα μεγάλα σε διαστάσεις έργα του, ενώ οι σημειώσεις μου θα ήταν ακουμπισμένες δίπλα στα μολύβια και τα γυαλιά του. Τούτη τη φορά η επιβαρυμένη υγεία του Γιώργου Λαζόγκα θα μας περιόριζε σε ένα δωμάτιο που θα πληρούσε τις προϋποθέσεις για να αισθάνεται άνετα και θα έπρεπε να τηρούμε τις αποστάσεις. Και έθετε και κάποιους χρονικούς περιορισμούς, όπως με είχε ενημερώσει εγκαίρως η σύζυγός και φύλακας άγγελός του Αννα Μιχαλιτσιάνου, καθώς ο ζωγράφος κουράζεται πλέον εύκολα και, αν χρειαζόταν, ένα μέρος της συζήτησης θα γινόταν γραπτώς. Ελάχιστα μόνο λεπτά, ωστόσο, ήταν αρκετά για να διαπιστώσω ότι όσο κι αν σωματικά δεν είχα απέναντί μου τον άλλοτε αεικίνητο δημιουργό, που όσο μιλούσε χειρονομούσε, σηκωνόταν από τη θέση του κι έψαχνε ανάμεσα στα χαρτιά του ένα σχέδιο που ήθελε να μου δείξει, ο ενθουσιασμός του για την επικείμενη συζήτηση και η διάθεσή του να μοιραστεί σκέψεις και ιδέες ήταν το ίδιο έντονη με το παρελθόν.

Μόλις η φλόγα του αναπτήρα άναψε το πρώτο τσιγάρο – άλλα δύο ήταν μισοσβησμένα στο τασάκι – ήταν σαν να πυροδότησε και τη ροή του λόγου του. Κι εκεί άρχισαν να έρχονται στην κουβέντα ο Λάμπης, ο αδελφικός φίλος του πατέρα του, μαθητής του Παρθένη, που μετακόμισε δίπλα από το πατρικό του σπίτι, όταν εκείνος ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Ο Λάμπης ήταν που του έδωσε τις πρώτες μπογιές και του έδειχνε πώς να αντιγράφει από βιβλία έργα του Ρενουάρ, σπέρνοντάς του τον σπόρο της τέχνης. Επειτα «εμφανίστηκε» στην παρέα μας ο θείος Φιλογένης που φυλακίστηκε για έναν χαλασμένο ασύρματο που είχε κρύψει στο σπίτι της οικογένειας Λαζόγκα με αποτέλεσμα μαζί με τον θείο να συλληφθεί και η μητέρα του και ο ίδιος, μωρό της αγκαλιάς, μόλις έξι μηνών, τον Ιούνιο του 1946. Ο Φιλογένης πέρασε 17 χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Ενας άλλος θείος, όμως, από το αντίπαλο στρατόπεδο, αρχηγός του Ιππικού Θεσσαλίας και μετέπειτα υπασπιστής του Παύλου, αποφυλάκισε τη μητέρα του και τον ίδιο, κρίνοντας πως ήταν απαράδεκτο να βρίσκονται στη φυλακή μια μάνα με το μωρό της. Τα βιώματα από την περίοδο του Εμφυλίου έντονα και ο Γιώργος Λαζόγκας ανδρώθηκε ως καλλιτέχνης σε μια εποχή που η Αριστερά είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στον κόσμο της τέχνης. Εκείνος ωστόσο θεωρεί πως για το κατά πόσον όλα αυτά άφησαν αποτύπωμα στο έργο του θα απαντήσουν οι ιστορικοί της Τέχνης. «Σίγουρα, ο καλλιτέχνης ως απόρροια της Ιστορίας επηρεάζεται από τα γεγονότα, συμμετέχει σ’ αυτά, θέλει – δεν θέλει, και τα αποδίδει με τον τρόπο του. Για μένα το σύγχρονο έργο είναι φορέας του χθες, καθώς πιστεύω ότι το πιο μικρό, αλλά και το πιο μεγάλο γεγονός, διατηρεί ζωτική σχέση με τη μνήμη, τις συλλογικές καταγραφές, τα αρχετυπικά σύμβολα και δεν απολογείται.

Προσωπικά αναζητούσα πάντα την αυθεντικότητα και το αίσθημα, παρά τη θητεία μου στην εννοιολογική τέχνη. Χωρίς αίσθημα δεν γίνεται τέχνη. Ο Τσιτσάνης χρειάστηκε τη «Μισιρλού» για να δώσει όλο του το αίσθημα στην Γκιουλμπαχάρ. Μ’ ενδιαφέρει το αίσθημα σε απόλυτη ισορροπία με την ιδέα.

Εξαρχής σεβάστηκα την τελετουργία της καθημερινότητας. Το γκαζάκι, τον καφέ, τα τασάκια, το τραπέζι του εργαστηρίου, το κρεβάτι, τα σεντόνια, ως και το απειροελάχιστο ίχνος που άφηνε μια χειρονομία στον τοίχο, στο δάπεδο, στο έργο. Δεν ήθελα η κάθε ημέρα να περνά σαν ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάκτυλά μου χωρίς να πίνω ούτε μια στάλα, όπως λέει κάπου ο Σεφέρης. Τα σχήματα, οι κηλίδες μιλούν τη δική τους γλώσσα, υποδηλώνουν αίσθημα, βία, σπουδή. Η ανάδειξη της εσωτερικότητας υπήρξε βασικός οδηγός μου», λέει και φέρνει πάλι το τσιγάρο στα χείλη με τα λεπτά του δάχτυλα που θα μπορούσαν να ανήκουν σε πιανίστα. «Μα έκανα σπουδές στο πιάνο», απαντά στο σχόλιό μου. «Είναι τεράστια η σημασία των χεριών στην τέχνη. Ενιωσα ευτυχής που εξάντλησα τη χρήση τους, μιας και η νέα εποχή έχει ψυχρανθεί με τις χειρωνακτικές επιτεύξεις και προτιμά τις ηλεκτρονικές. Αυτό μπορεί να είναι το στίγμα μου: ανήκω στους χειρώνακτες. Ολη μου η δουλειά έχει γίνει με τα χέρια. Τα ψαλίδια, οι επικολλήσεις, τα τυπώματα, τα ίχνη. Σήμερα, σαν να αφήνουμε την τεχνολογία να προηγείται ή σαν να ψάχνουμε στα τυφλά, δέσμιοι σ’ έναν θάνατο διαρκείας και σε μια κυοφορία αγνώστου χρόνου και αποτελέσματος».

Οση ώρα μιλά το βλέμμα μου πέφτει στα γεμάτα βιβλία ράφια του διπλανού χώρου. Ορισμένα αφορούν την Αρχιτεκτονική – καθώς από τους κόλπους της μεταπήδησε στον κόσμο της τέχνης – και σε ορισμένων άλλων τις σελίδες έχουν χωρέσει πολλά από τα έργα του που έχουν γίνει με τόσο διαφορετικά μέσα και υλικά: από σπρέι αυτοκινήτων και μεγάλες σπάτουλες έως φωτογραφίες, κολάζ, διαφάνειες, φωτοτυπίες. Κάποια εξ αυτών αποτελούν δημιουργίες των δεκαετιών ’70 και ’80, μιας εποχής που από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως πρωτοπορία και από κάποιους άλλους αποδομήθηκε. Εκείνος πώς θα την περιέγραφε; «Οι πρωτοπορίες στην Ιστορία της Τέχνης έρχονται και παρέρχονται. Είναι νόμος της ζωής και του πολιτισμού. Είναι όπως οι μεγάλες επαναστάσεις. Γίνονται, κλείνουν τον κύκλο τους και πάμε στις επόμενες. Τα μεσοδιαστήματα είναι επίσης δημιουργικά. Προετοιμάζουν την επόμενη ρήξη. Επειτα η έννοια πρωτοπορία έχει αντικατασταθεί με την έννοια καινοτομία, και κάτω από αυτή τη σημαία συμβαδίζουμε πλέον επιχειρηματίες, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες. Προσωπικά προτιμώ μια κοινοτοπία από την όποια πρωτοτυπία – κενοτομία. Υπαινίσσεται το διαφορετικό».

Στη μοναξιά των δικτύων

Το διαφορετικό που ο Γιώργος Λαζόγκας το αναζητά στη δουλειά του μέσα από θραύσματα, στιγμές, βλέμματα στο παρελθόν, χωρίς να αδιαφορεί για το παρόν. Αντιθέτως τον απασχολεί η πρόσμειξη διαφορετικών στοιχείων. «Το παρελθόν διαλέγεται με την εκάστοτε τρέχουσα στιγμή, είτε το επιδιώκουμε είτε όχι και είναι διαρκώς παρόν. Νομίζετε ότι το παρόν δεν αποτελείται από θραύσματα; Τι είναι αυτό που θεωρείται ολόκληρο σήμερα; Ούτε καν μια σκέψη ή ένα αίσθημα. Ζούμε στη μοναξιά των δικτύων. Από μακριά και μόνοι μας. Εγώ βλέπω θραύσματα παντού. Θραύσματα ουτοπίας, θραύσματα αγάπης, θραύσματα σχέσεων, θραύσματα της Ιστορίας, διαμελισμούς χωρών και ανθρώπων. Νομίζω ότι το θραύσμα είναι η μόνη ολόκληρη αλήθεια του καθενός, γι’ αυτό και πιστεύω ότι εμπεριέχει το όλον, είναι το όλον. Μνήμη και βιωματική πραγματικότητα συνυπάρχουν».

Και είναι αυτή η συνάντηση του παρελθόντος και του παρόντος στη δουλειά του που κατέστησε ιδανικό τόπο φιλοξενίας της τρέχουσας έκθεσής του (έως τις 20 Αυγούστου) το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Μια έκθεση που αν και δεν την έχει επισκεφθεί, τη γνωρίζει σπιθαμή προς σπιθαμή, αφού οι συνεργάτες του ακολούθησαν κατά γράμμα τις οδηγίες του ακόμη και για τις αποστάσεις που θα είχαν τα έργα μεταξύ τους. Εξηγεί πώς δούλεψε, πόσο ενεργά συμμετείχε στη διοργάνωσή της, τη σημασία του τίτλου «Το χθες είναι τώρα» που εκφράζει την πεποίθησή του ότι «ο ένας πολιτισμός γεννά τον επόμενο, ακόμη και στις επαναστατικές στιγμές για την τέχνη», τον διάλογο που αναπτύσσεται ανάμεσα στα έργα του και αντικείμενα από τις μόνιμες συλλογές του μουσείου, αλλά και το παράπονό του, ότι ήθελε να εκτεθούν περισσότερα σχέδια.

Η φωνή του έχει τη ζεστασιά εκείνων των δασκάλων που διψούν να μεταφέρουν στους νεότερους όσα γνωρίζουν, παρακινημένοι όχι από την έπαρση της γνώσης, αλλά από την επιθυμία να δημιουργήσουν βάσεις για όσους θέλουν προχωρήσουν. Δάσκαλος κι ο ίδιος, καθηγητής επί 17 χρόνια στο Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και επιπλέον τέσσερα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, πέρασαν από το εργαστήριό του πολλοί φοιτητές με ταλέντο και φιλοδοξίες. Κατάφερε όμως να τους διδάξει τέχνη; «Διδάσκεται η ζωή; Οι γονείς μας το προσπάθησαν, κι εμείς ως γονείς, επίσης, θελήσαμε να μεταφέρουμε την εμπειρία, τη γνώση και τους κανόνες του χθες, αλλά ως εκεί. Το ίδιο συμβαίνει και στην τέχνη. Προσωπικά, στη Σχολή αισθανόμουν εξίσου μαθητής. Δίδασκα διδασκόμενος. Δεν βρέθηκα εκεί για να κουνήσω το δάκτυλο. Το αίσθημα και η ιδέα για μένα συμβαδίζουν ισότιμα. Ενας ζωγράφος πριν απ’ όλα είναι η χειρονομία του κι αυτό ας αποτιμηθεί».

Του κέντρου και του καφέ

Ο θόρυβος από την οδό Πειραιώς που φτάνει ως το δωμάτιο από το ανοιχτό παράθυρο δυσκολεύει τη συζήτηση, καθώς η φωνή του Γιώργου Λαζόγκα δεν είναι πολύ δυνατή και λόγω της πανδημίας πρέπει να καθόμαστε σε αρκετά μεγάλη απόσταση. «Είναι πρόβλημα ο θόρυβος, αλλά είμαι άνθρωπος του κέντρου και του καφέ. Δεν οδηγώ και δεν μου αρέσει να ζω σε γειτονιές κλειδωμένες, αλλά στο κέντρο της Αθήνας, στην πιο πολιτισμική γειτονιά, επί της οδού Σαλαμίνος, σε ένα από τα πιο ζωηρά παλίμψηστα του χρόνου. Κοιμάμαι πάνω από τα αρχαία εργαστήρια των κεραμέων. Αγαπώ την Ιστορία και πιστεύω ότι η γνώση της – έστω και υποκειμενική – ανοίγει νέους δρόμους, στη σκέψη και στη δημιουργία. Νομίζω ότι δεν γίνεται να πας μπροστά ή ακόμη και πίσω αν είσαι ανιστόρητος», λέει και η συζήτηση επανέρχεται στην Αριστερά που «έφερε τη ρήξη στις αρχές του 20ού αιώνα, αργότερα την εγκατέλειψε και στις ημέρες μας ψάχνει το πρόσωπό της. Το τέλος του Μάη του ’68, ο θάνατος του Τσε, αργότερα οι διαμαρτυρίες των χωρών του σοβιετικού μπλοκ θύμισαν ότι ο ιστορικός ρόλος του ανθρώπου είναι να μπορεί να μιλάει ελευθέρα και να δημιουργεί. Η Δημοκρατία, παρά τις έντονες κριτικές που τη συνοδεύουν, αποδεικνύεται, ως σήμερα, ένα καλό σύστημα. Η νέα Αριστερά, καθώς φαίνεται, θα καθυστερήσει και δικαιολογημένα, αφού η Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση δεν κάνει καμία στάση», λέει απολαμβάνοντας εμφανώς τη γεύση του καπνού σε αντίθεση με τη γεύση που του άφησε η «πρώτη φορά Αριστερά» στην εξουσία. «Για την ακρίβεια ήταν άγευστη», σχολιάζει χαμογελώντας και ενώ παραδέχεται το ενδιαφέρον του για την πολιτική δεν σκέφτηκε ποτέ να ασχοληθεί ενεργά. «Μόνο ως ανέκδοτο. Είναι διαφορετικό το να σκέφτεσαι πολιτικά και διαφορετικό το να ενεργοποιείσαι στην πολιτική. Η πολιτική θέλει άτομα με καθαρές ιδέες, ευελιξία στο ψέμα και μηδέν έως ελάχιστα συναισθήματα» ξεκαθαρίζει, ενώ πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση του, η σύντροφός του έχει ήδη σηκωθεί να τακτοποιήσει λεπτομέρειες στον χώρο που ξέρει ότι του προκαλούν δυσφορία. Η φροντίδα της δίνει αφορμή να στραφεί η κουβέντα στον έρωτα και την αντοχή του στον χρόνο. «Περνώντας τα χρόνια κατάλαβα ότι ο έρωτας παράγει αγάπη. Αυτό δεν αναιρεί τα νεανικά ξεσπάσματα, την τρέλα της παράδοσης άνευ όρων. Αν όμως ο έρωτας λείπει από την καθημερινότητα μετράς μια χαμένη ημέρα διότι ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή».

Πριν κλείσει πίσω μου η βαριά γκρίζα μεταλλική πόρτα της οδού Σαλαμίνος κι ενώ ένα ακόμη τσιγάρο ισορροπεί στα δάχτυλά του, τον ρωτώ τι θα ήθελε να αναγράφεται πλάι στο όνομά του στα βιβλία της Ιστορίας της Τέχνης του μέλλοντος. «Διατήρησε τη μνήμη του χθες στο σήμερα. Γιατί το χθες είναι σήμερα ή, αν προτιμάτε, το σήμερα είναι χθες».