Όλες οι δημοσκοπήσεις συνεχίζουν να δίνουν προβάδισμα στον Εμανουέλ Μακρόν έναντι της Μαρίν Λεπέν για τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της 24ης Απριλίου. Με διαφορά η οποία κυμαίνεται από 4 ως και 10 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που σημαίνει ότι στο κατώτερο όριο εμπίπτει στην κατηγορία του πιθανού στατιστικού λάθους.

Ουδείς, ωστόσο, παρά και το γεγονός ότι τα τελευταία 24ωρα ο Μακρόν δείχνει να κερδίζει έδαφος, τολμά να προβλέψει με βεβαιότητα τη νίκη και την επανεκλογή του. Ούτε καν ο ίδιος που, διαβλέποντας τον κίνδυνο, αναγκάστηκε ήδη να βάλει «νερό στο κρασί» του σε ένα από τα θέματα που είχε θέσει στην προμετωπίδα του προγράμματός του για τη δεύτερη πενταετία: Τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος.

Μικρότερη «δεξαμενή» για Μακρόν

Πρόκειται, άλλωστε, για μια αναμέτρηση η οποία μόνο φαινομενικά είναι όμοια με εκείνη του 2017. Κι αυτό διότι υπάρχουν τρία τουλάχιστον κρίσιμα δεδομένα που διαφοροποιούν σημαντικά τις ισορροπίες.

Το πρώτο είναι ότι οι «δεξαμενές» από τις οποίες μπορεί να αντλήσει σχετικά εύκολα ψήφους ο νυν πρόεδρος είναι πολύ πιο μικρές από ό,τι πριν πέντε χρόνια. Για του λόγου το αληθές, Ρεπουμπλικάνοι, Σοσιαλιστές και Οικολόγοι – οι βασικές συνιστώσες του αποκαλούμενου «δημοκρατικού τόξου», δηλαδή – μόλις που ξεπερνούν αθροιστικά το 10%.

Έτσι, πρακτικά, σε αυτό το επίπεδο όλα θα κριθούν από τις επιλογές που θα κάνουν οι 7,7 εκατομμύρια ψηφοφόροι του τρίτου, Ζαν-Λικ Μελανσόν, ο οποίος παραλίγο να κάνει την έκπληξη – οι οποίες κάθε άλλο παρά προβλέψιμες είναι. Μπορεί ο ίδιος να έχει καλέσει όσους και όσες τον υποστήριξαν να «μην δώσουν ούτε μία ψήφο στην Λεπέν», αυτό όμως δεν σημαίνει ούτε ότι θα την δώσουν στον Μακρόν, ούτε ότι δεν θα επιλέξουν την αποχή (τα προγνωστικά κάνουν λόγο για συνολικά πάνω από 30%), ούτε καν ότι θα το αποδεχτούν.

Ποιοι επιλέγουν Λεπέν

Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι η ακροδεξιά υποψήφια, σε αντίθεση με τον Μακρόν, έχει αυτή τη φορά πολύ περισσότερους δυνάμει ψηφοφόρους στον δεύτερο γύρο σε σύγκριση με το 2017. Γι’ αυτό, άλλωστε, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι, αν και η διαφορά που την χωρίζει από τον Μακρόν μεγάλωσε στον πρώτο γύρο, έχει φτάσει πιο κοντά παρά ποτέ στον στόχο της.

Τους ψήφους αυτούς μπορεί να τους αντλήσει αρχικά από τους σχεδόν 2,5 εκατομμύρια Γάλλους που επέλεξαν τον Ερίκ Ζεμούρ. Κάτι ανάλογο αναμένεται να συμβεί και με τη συντριπτική πλειοψηφία των 725.000 που προτίμησαν τον Νικολάς Ντιπόντ-Ενιάν. Τέλος, έχει ελπίδες να απορροφήσει σημαντικό μέρος των 1,7 εκατομμυρίων που ψήφισαν τους Ρεπουμπλικάνους, ειδικά καθώς αρκετοί κυριολεκτικά «μισούν» τον Μακρόν και αισθάνονται πιο κοντά ιδεολογικά στην Λεπέν.

Το χαρτί του «αντισυστημισμού»

Όσο για το τρίτο δεδομένο, δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι ο Μακρόν δεν διαθέτει πια το «φωτοστέφανο» του αποκαλούμενου αντισυστημισμού. Μετά από πέντε χρόνια στο Μέγαρο των Ηλυσίων και τα πεπραγμένα του να είναι γνωστά, όχι απλώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίπαλος του συστήματος, αλλά αντιμετωπίζεται ως οργανικό τμήμα του.

Είναι δε γεγονός ότι αυτό το χαρακτηριστικό, που αποτέλεσε το μεγάλο ατού του νυν προέδρου το 2017, μπορεί αυτή τη φορά να το εκμεταλλευτεί περισσότερο η Λεπέν. Με στόχο να «ισοφαρίσει», κατά κάποιο τρόπο, τον φόβο που εξακολουθεί να προκαλεί σε μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, που δεν σταμάτησε ποτέ – παρά το πολιτικό λίφτινγκ που η ίδια επιχείρησε – να την αντιμετωπίζει ως αυτό που είναι: Μια εκπρόσωπος της Ακροδεξιάς.

Η αρνητική ψήφος

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ανάλυση στην le Monde, «η παράδοση στη Γαλλία θέλει τους ψηφοφόρους να επιλέγουν στον πρώτο γύρο τον υποψήφιο που προτιμούν και στον δεύτερο να διαγράφουν εκείνον ή εκείνη που αντιπαθούν». Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα, στη συγκεκριμένη αναμέτρηση: Αμφότεροι οι μονομάχοι μοιάζουν να προκαλούν πολύ μεγαλύτερη αντιπάθεια, παρά συμπάθεια.

Ίσως αυτό να εξηγεί και το σύνθημα το οποίο κυριαρχεί στις καταλήψεις που έχουν ξεκινήσει σε πολλές πανεπιστημιακές σχολές, στο Παρίσι και άλλες πόλεις της Γαλλίας, αποτυπώνοντας το κλίμα στις τάξεις της νεολαίας – ή, τουλάχιστον, σημαντικού μέρους της: «Ούτε Μακρόν, ούτε Λεπέν!».

Με βάση δε όλα τα παραπάνω, αναδεικνύονται δύο προβλήματα τα οποία το πολιτικό σύστημα θα βρει μπροστά του όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου.

Η επόμενη ημέρα

Το ένα είναι ότι, καθώς η διαφορά ανάμεσα σε Μακρόν και Λεπέν θα είναι σίγουρα πολύ μικρότερη σε σύγκριση με το 2017, η πόλωση θα ενταθεί. Όσο για τους λογαριασμούς, θα μείνουν ανοιχτοί ως το 2027, όταν δεν αποκλείεται να δούμε μια τρίτη συνεχόμενη αναμέτρησή τους – και, πιθανώς, τη μεγάλη ανατροπή.

Το δεύτερο – και μάλλον πιο σημαντικό – έχει να κάνει με τη συνολική κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στο πολιτικό προσωπικό, η οποία καθιστά τις επιλογές των ψηφοφόρων κυρίως αρνητικές. Κι αυτό είναι κάτι που, εκτός των άλλων, δημιουργεί πεδίο δόξης λαμπρό για τον Μελανσόν – ή για κάποιον ή κάποια που θα εμφανιστεί… καβάλα στο άλογο του «αντισυστημισμού».

Εάν δε καταφέρει να του δώσει και ουσία, τότε τα πράγματα θα είναι πιο σοβαρά…