Σχολιάζεται πολύ τις τελευταίες μέρες το πως οι εσωκομματικές εκλογές ενισχύουν το ενδιαφέρον γύρω από το Κίνημα Αλλαγής κι αυτό αποτυπώνεται στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις.

Δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο, είχε προηγηθεί μια τέτοια εικόνα και το 2017. Το θέμα για τους υποψήφιους αρχηγούς του πρέπει να είναι το πως θα διατηρήσουν το ενδιαφέρον αυτό.

Διότι, κακά τα ψέματα, οι κόντρες και τα παραπολιτικά παράγουν πάντοτε «γαργαλιστικό» περιεχόμενο που ξυπνάει το ενδιαφέρον πολλών, αλλά το κόμμα χρειάζεται και πολιτική πρόταση.

Και δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο κομμάτι της συζήτησης που γίνεται στην προεκλογική περίοδο αφορά το αν το ΚΙΝΑΛ «θα παει» με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια δυσάρεστη συνθήκη το να καλούνται συνεχώς οι υποψήφιοι να δηλώνουν το αν και πως θα ενισχύσουν ένα άλλο κόμμα. Είναι ενδεικτικό όμως των συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί, ενός δικομματισμού της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ με τα δυο κόμματα να κονταροχτυπιούνται, μεταξύ άλλων, και για το ποια είναι η προοδευτική ατζέντα της εποχής μας κι άρα ποιο από τα δυο την εκφράζει.

Στην εξέλιξη αυτή φτάσαμε μέσα από μια σειρά διεργασιών που δεν έχουν ακόμη μελετηθεί επαρκώς. Στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ όπως το ξέραμε λαβώθηκε από την κρίση που του έσκασε στα χέρια, από πρόσωπα πάνω στα οποία συμβολοποίηθηκαν όλα τα στραβά της μεταπολίτευσης, ενώ, παράλληλα, έχανε την ταξική της αναφορά και πολύτιμα κομμάτια από την παλιά οργανωτική του δομή που εξασφάλιζε μια οργανική σχέση μεταξύ της βάσης και της κορυφής του κόμματος. Οι ανοιχτές διαδικασίες εκλογής, που ξεκίνησαν από το ΠΑΣΟΚ και υιοθετήθηκαν και από τη ΝΔ, έσπασαν περαιτέρω την παραδοσιακή κομματική λειτουργία, αφού πλέον οι αρχηγοί εκλέγονται από ένα μεγαλύτερο εκλογικό σώμα, που δίνει μεγάλη νομιμοποίηση, αλλά κι ένα εντελώς ακαθόριστο εκλογικό σώμα, σχετικοποιώντας πολύ τη λογοδοσία.

Αν δούμε και τι γίνεται στην Ευρώπη (κι έχει σημασία να το δούμε), τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην προηγούμενη περίοδο αντιμετώπισαν την κριτική ότι η παραδοσιακή ατζέντα τους είναι εκτός τόπου και χρόνου διότι οι διαχρονικοί στόχοι της είναι ακριβοί. Το κοινωνικό κράτος, η καλή δημόσια υγεία, όλα αυτά είναι πράγματα ακριβά.

Βλέπουμε όμως ότι μετά-κρισιακές καταστάσεις όπως αυτές της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, όπως και οι μεγάλες προκλήσεις της πανδημίας και της κλιματικής αλλαγής, έβαλαν ξανά τη σοσιαλδημοκρατία και τις αξίες της ξανά στο προσκήνιο.

Η ποιοτική δημόσια υγεία, η ανάγκη στήριξης πληττόμενων πολιτών, οι σύγχρονες αντιλήψεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις ταυτότητες, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου που οδήγησε στην υπερθέρμανση του πλανήτη, αυτά όλα είναι προνομιακά πολιτικά πεδία για τη σοσιαλδημοκρατία κι είναι επίσης θέματα που απασχολούν πάρα πολύ τη νεολαία η οποία βλέπουμε ότι απομακρύνεται από τη συντηρητικοποίηση των προηγούμενων γενεών.

Τόσο που παρατηρεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή κεντροδεξιά, όταν δεν θέλει να είναι συντηρητική, περισσότερο πλησιάζει τις κεντροαριστερές θέσεις σε αυτά.

Απασχολούν όλα αυτά τις εκλογές του ΚΙΝΑΛ;

Ίσως όχι αλλά θα έπρεπε αν υποθέσουμε ότι θέλουν να συγκινήσουν. Διότι η συζήτηση «με ποιον θα πάτε» είναι και εντελώς υποθετική, οι δε απαντήσεις της, όπως ξέρουμε από άλλες παλιότερες περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια, μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν από την πραγματικότητα. Αυτό που προέχει είναι να πουν οι υποψήφιοι πως φαντάζονται ένα σύγχρονο ελληνικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και, επίσης, πως φαντάζονται τη χώρα στην οποία ζουν.