Με απόλυτο «μαύρο κουτί» παρομοιάζουν την Τουρκία αξιωματούχοι και αναλυτές τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας αναφορικά με τις προσεχείς εξελίξεις τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική της πολιτική.

Η πρόσφατη μίνι κρίση, που τελικώς αποσοβήθηκε, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προανήγγειλε την απέλαση των πρεσβευτών των 10 κρατών που είχαν ζητήσει την απελευθέρωση του κρατούμενου Οσμάν Καβαλά (που κατηγορείται ως υποκινητής της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016 και για την απελευθέρωση του οποίου πιέζει και το Συμβούλιο της Ευρώπης), για να ανακρούσει τελικά πρύμναν έπειτα από μια προσεκτικά σχεδιασμένη «διπλωματική χορογραφία», ήταν ο τελευταίος κρίκος σε μια αλυσίδα περιστατικών που οδηγούν πολλούς παρατηρητές της Τουρκίας να εκτιμούν ότι ίσως πλησιάζει το «τέλος εποχής» του ανθρώπου που έχει κυριαρχήσει επί μία 20ετία στην τουρκική πολιτική σκηνή.

Το «κερασάκι στην τούρτα»

Η «κρίση των πρέσβεων» και η «ντρίμπλα» περί του σεβασμού του Αρθρου 41 της Σύμβασης της Βιέννης για τις Διπλωματικές Σχέσεις, που προβλέπει τη μη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της φιλοξενούσας χώρας, αποτελεί φυσικά το «κερασάκι στην τούρτα». Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, ο εξ απορρήτων σύμβουλος του κ. Ερντογάν, ο Ιμπραχίμ Καλίν, και ο υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, για τον οποίο γράφτηκε μάλιστα, πριν διαψευστεί με πολύ επιθετικό τρόπο, ότι είχε απειλήσει με παραίτηση, συνεργάστηκαν (αν και η σχέση τους περιγράφεται γενικότερα ως ανταγωνιστική) ώστε να βρεθεί διέξοδος στο πρόβλημα. Πηγές από την Αγκυρα σημείωναν ότι η γραφειοκρατία του υπουργείου Εξωτερικών τήρησε σθεναρή στάση, στηρίζοντας τον Τσαβούσογλου.

Το σύστημα που γύρισε μπούμερανγκ

Αν και οι προβλέψεις για το πολιτικό μέλλον του κ. Ερντογάν δεν μπορούν να διακατέχονται από βεβαιότητα, δεν λείπουν όσοι πιστεύουν ότι η συγκέντρωση τόσο μεγάλης εξουσίας στα χέρια ενός ανθρώπου έχει μετατραπεί σε μπούμερανγκ. «Το προεδρικό σύστημα που εγκαθίδρυσε ο Ερντογάν σε μία προσπάθεια να αυξήσει την ισχύ του τον έχει αποδυναμώσει» επισημαίνουν σε πρόσφατη ανάλυσή τους οι Γκονιούλ Τολ και Σερέν Σελβίν Κορκμάζ του Middle East Institute (MEI).

Σε πρόσφατες συνομιλίες του «Βήματος» με τούρκους αναλυτές, δημοσιογράφους και αξιωματούχους, που για ευνόητους λόγους θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, η εικόνα που παρουσιάζεται είναι αυτή της υποχώρησης της ισχύος του κ. Ερντογάν – κάτι που προφανώς θα έχει συνέπειες στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Και τούτο λαμβάνει χώρα καθώς ο τούρκος πρόεδρος πορεύεται σε μια συνάντηση με το πεπρωμένο του, δηλαδή με την επέτειο των 100 ετών από την ίδρυση σύγχρονης Τουρκίας, το 2023, όταν ελπίζει να ξαναεκλεγεί και ίσως να υπερκεράσει τον μύθο του Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ».

Τι δείχνουν οι δημοσκοπήσεις

Αυτή τη στιγμή, όλες οι αξιόπιστες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι βρίσκεται σε υποχώρηση, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης εμφανίζονται να έχουν βρει κοινό βηματισμό με στόχο τη νίκη στις προεδρικές εκλογές και την αλλαγή του σημερινού πολιτειακού συστήματος ώστε να ξαναγίνει κοινοβουλευτικό. Σε έρευνα του ινστιτούτου KONDA του περασμένου Σεπτεμβρίου, το ποσοστό του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) είχε μειωθεί σε 32,7% όταν τον περασμένο Ιούλιο βρισκόταν στο 36,1%, ενώ ο συνασπισμός των κομμάτων της αντιπολίτευσης προηγείτο με 44,1% έναντι 41,6% του συνασπισμού ΑΚΡ – ΜΗΡ (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης).

Οι διάδοχοι και οι αντίπαλοι

Εν όψει του 2023 πάντως, δεν λείπουν εκείνοι που αναρωτιούνται αν τελικά οι κάλπες θα στηθούν ή εφόσον στηθούν κι ο Ερντογάν χάσει, αν το αποτέλεσμα θα γίνει σεβαστό. Κάποιοι άλλοι σημειώνουν ότι μπορεί να διεξαχθεί μόνο ο πρώτος γύρος. Μία ήττα Ερντογάν θα μπορούσε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και ήδη ακούγονται διάφορα ονόματα στο παρασκήνιο, περί της διαδοχής, όπως του υπουργού Αμύνης Χουλουσί Ακάρ. Στην αντιπολίτευση, η Μεράλ Ακσενέρ κερδίζει ψήφους από τις διαρροές του ΑΚΡ αποφεύγοντας να θίγει και το Κουρδικό. Για όσους, δε, γνωρίζουν τις κρυφές λεπτομέρειες, δεν πέρασε απαρατήρητο ότι το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) καταψήφισε στην Εθνοσυνέλευση την παράταση της ανάπτυξης στρατευμάτων στη Συρία. Το αντιπολιτευτικό μέτωπο δεν έχει ακόμη καταλήξει στο όνομα που θα σταθεί απέναντι στον Ερντογάν. Με δεδομένο πάντως ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης επιθυμούν την αλλαγή του πολιτειακού συστήματος, ένας πρόεδρος που θα προέλθει από τις τάξεις του θα έχει μάλλον μεταβατικό χαρακτήρα. Και ίσως ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να αποδειχθεί ο πλέον κατάλληλος υποψήφιος, αν και δεν λείπουν οι ενστάσεις.

Παιχνίδια χωρίς ορατά κέρδη στο εξωτερικό μέτωπο

Στο εξωτερικό μέτωπο, ο 67χρονος Ερντογάν έχει απλώσει την τράπουλα (Λιβύη, Αφγανιστάν, Καύκασος, Ανατολική Μεσόγειος), αλλά δεν αναφαίνεται κάπου ορατό κέρδος, καθώς ο λαός στην Τουρκία στενάζει από τον καλπάζοντα πληθωρισμό, τη στεγαστική κρίση, την ανεργία και τη μεταναστευτική πίεση. Κυριαρχεί μία επιθετική και κραυγαλέα ρητορική, όπως αυτή του κ. Τσαβούσογλου εναντίον της Ελλάδος σε πρόσφατη συνέντευξή του, ενώ η Αγκυρα επιδιώκει να παίξει τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με τη Μόσχα – αν και ο Βλαντίμιρ Πούτιν κρατά πολλά χαρτιά στα χέρια του, όπως έχει φανεί και από τα προβλήματα που μπορεί και δημιουργεί για την Τουρκία στη Βόρεια Συρία.

Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ και τα οπλικά συστήματα

Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ διέρχονται μια «υπόκωφη» περίοδο, με τον τούρκο πρόεδρο να επιδιώκει να ανοίξει απευθείας δίαυλο επικοινωνίας με τον αμερικανό ομόλογό του Τζο Μπάιντεν (οι δύο άνδρες θα συναντηθούν πιθανότατα στο περιθώριο της Συνόδου COP26 για το Κλίμα στη Γλασκώβη). Ωστόσο, ο κ. Μπάιντεν ακολουθεί μία απολύτως θεσμική οδό, και αυτό ενοχλεί τον κ. Ερντογάν. Στον πυρήνα βρίσκεται η «αποζημίωση» που ζητεί η Αγκυρα για την αποπομπή της από το πρόγραμμα του F-35 και η απόπειρα να αγοράσει 40 F-16 Block 70 και να αναβαθμίσει 80 παλαιότερα F-16. Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» ο Ααρον Στάιν, αναλυτής του Foreign Policy Research Institute, «οι ΗΠΑ επιθυμούν να συνεργαστούν με την Τουρκία στο ζήτημα των F-16, αλλά όλοι καταλαβαίνουν ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να περάσει οποιαδήποτε πώληση όπλων από το Κογκρέσο». Από την πλευρά του, ο Οζγκούρ Ουνλουχισαρτσικλί, διευθυντής του γραφείου του German Marshall Fund στην Αγκυρα, επισημαίνει ότι αν και υπάρχει ανησυχία στην Ουάσιγκτον ότι η Αγκυρα θα μπορούσε να στραφεί αλλού για αγορά μαχητικών αεροσκαφών, «τεχνικές συζητήσεις για τα F-16 ίσως ξεκινήσουν, αλλά μια λύση στο πρόβλημα των S-400 θα πρέπει να βρεθεί πριν αυτές καταλήξουν επιτυχώς».