Το φετινό, ζοφερό καλοκαίρι έχει καταστήσει σαφή μια σειρά από πράγματα, με το πλέον αδιαμφισβήτητο εξ αυτών να είναι μια θλιβερή διαπίστωση: Η κλιματική αλλαγή είναι ήδη εδώ και μόλις που έχουμε αρχίσει να βιώνουμε τις συνέπειές της.

Τη στιγμή που η χώρα μας συνεχίζει να φλέγεται επί μια ολόκληρη εβδομάδα, η έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, της επιστημονικής επιτροπής του ΟΗΕ που αποτελεί την κορυφαία παγκόσμια επιστημονική αρχή για το κλίμα, παρουσίασε τα αποτελέσματα μιας εις βάθος μελέτης όλων των  γνώσεων που έχει συγκεντρώσει η ανθρωπότητα μέχρι σήμερα σε σχέση με τις ραγδαίες αλλαγές στο παγκόσμιο κλιματικό σύστημα.

Η έκθεση, που εκπονούνταν επί οκτώ ολόκληρα χρόνια, καταλήγει σε μια σειρά από εφιαλτικά συμπεράσματα για το μέλλον της ανθρωπότητας.

Όπως αναφέρει, πολλές από τις μεταβολές που οφείλονται σε παρελθοντικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου είναι μη αναστρέψιμες σε βάθος αιώνων – αν όχι χιλιετιών – και ιδίως εκείνες που αφορούν τον ωκεανό, τους παγετώνες και την παγκόσμια στάθμη των θαλασσών.

Οι μη αναστρέψιμες – και με σχεδόν απόλυτη σιγουριά ανθρωπογενείς, σύμφωνα με τους επιστήμονες – αλλαγές στο παγκόσμιο κλιματικό σύστημα είναι σχεδόν βέβαιο πως θα επιφέρουν αύξηση των ακραίων καιρικών φαινομένων, ενώ απειλούν πολλές περιοχές του πλανήτη, συμπεριλαμβανομένης και της λεκάνης της Μεσογείου, με παρατεταμένες καταστροφικές περιβαλλοντικές μεταβολές, όπως για παράδειγμα η ξηρασία.

Φυσικά, η αύξηση της συχνότητας των ακραίων φαινομένων δεν απαλλάσσει τις κυβερνήσεις και τους αρμόδιους φορείς από την ευθύνη της άμβλυνσης των επιπτώσεών τους επί των επί μέρους πληθυσμών. Εξάλλου, εκθέσεις όπως αυτή έχουν στόχο να διευκολύνουν τους νομοθέτες στη λήψη πληροφορημένων αποφάσεων για την προστασία του πληθυσμού, τόσο στο άμεσο όσο και στο μακρινό μέλλον.

Για παράδειγμα, μπορεί μεγάλο μέρος των συμπερασμάτων της έκθεσης να μεταφράζονται σε περιβαλλοντικές καταστροφές ανεξάρτητα από το πώς θα κινηθεί η ανθρωπότητα εντός των επόμενων δεκαετιών – συχνά ακόμη και αιώνων – όμως πολλές από τις πλέον αποκαλυπτικές προβλέψεις της μπορούν ακόμη να προληφθούν με άμεσα και αυστηρά μέτρα για το κλίμα.

Είμαστε πράγματι καταδικασμένοι να ζήσουμε χειρότερες μέρες – ιδίως σε χώρες όπως η Ελλάδα, που σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή βρίσκονται σε επίκεντρα της κλιματικής αλλαγής. Το πόσο χειρότερες θα είναι, όμως, εξαρτάται ακόμη και σε πολύ μεγάλο βαθμό από εμάς.

Οι «πράσινες» νομοθεσίες δεν μπορούν να σχεδιάζονται βάσει της προσπάθειας επίτευξης πολιτικών ισορροπιών. Καλούνται να απαντήσουν σε μια πραγματική υπαρξιακή απειλή. Και προκειμένου να μπορούμε να επικαλεστούμε την κλιματική αλλαγή όταν τα πράγματα λαμβάνουν άσχημη τροπή, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να παραπέμψουμε και σε μέτρα που είχαμε λάβει για την ανακοπή της πορείας της.

Τα δραματικά συμπεράσματα

Τα ευρήματα της έκθεσης, παρά τα όποια περιθώρια ανακρίβειας, είναι τόσο ανησυχητικά, ώστε να κάνουν τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, αποκαλώντας την «κόκκινο συναγερμό για την ανθρωπότητα» και τονίζοντας πως θα πρέπει να αποτελέσει «την προαναγγελία του θανάτου του άνθρακα και των ορυκτών καυσίμων».

Συνολικά, η έκθεση επιχειρεί να προβλέψει την εξέλιξη του παγκόσμιου κλιματικού συστήματος βάσει πέντε διακριτών σεναρίων μείωσης, σταθεροποίησης ή αύξησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, καταλήγοντας στα ακόλουθα συμπεράσματα.

Ένα εφιαλτικό «σήμερα» ανοίγει τον δρόμο για ένα ακόμη χειρότερο μέλλον

Το 2019, οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα ήταν υψηλότερες σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή εδώ και τουλάχιστον 2 εκατ. χρόνια, μια εκτίμηση που σύμφωνα με τους επιστήμονες έχει πολύ υψηλές πιθανότητες ακρίβειας.

Επιπλέον, από το 1970 μέχρι σήμερα, η θερμοκρασία έχει αυξηθεί ταχύτερα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη πεντηκονταετή περίοδο στη διάρκεια των τελευταίων 2000 ετών τουλάχιστον.

Η στάθμη του ωκεανού έχει αυξηθεί ταχύτερα από το 1900 μέχρι σήμερα σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο αιώνα εδώ και τουλάχιστον 3.000 χρόνια, ενώ η μέση θερμοκρασία του σε όλο τον κόσμο έχει αυξηθεί ταχύτερα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά το τέλος της πιο πρόσφατης εποχής των παγετώνων, περίπου 11.000 χρόνια πριν.

Είναι πρακτικά σίγουρο ότι η ακραία ζέστη (συμπεριλαμβανομένων των καυσώνων) έχει καταστεί πιο συχνή και πιο έντονη στις περισσότερες χερσαίες περιοχές από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα, ενώ τα φαινόμενα ακραίου κρύου (συμπεριλαμβανομένων των παγετών) είναι πλέον σπανιότερα και πιο αποδυναμωμένα.

Οι ευθύνες της ανθρωπότητας

Ακόμη, είναι σχεδόν βέβαιο πως η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι ο κυριότερος παράγοντας που οδηγεί σε αυτές τις αλλαγές. Ορισμένα πρόσφατα ακραία φαινόμενα θερμού καιρού θα ήταν σχεδόν αδύνατο να συμβούν χωρίς την ανθρώπινη επιρροή στο κλιματικό σύστημα.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι πιθανό να ευθύνεται και για την αύξηση των σύνθετών ακραίων φαινομένων από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα. Αυτό περιλαμβάνει την αύξηση της συχνότητας των αλλεπάλληλων καυσώνων και ξηρασιών σε παγκόσμιο επίπεδο, των καιρικών συνθηκών που ευνοούν τη φωτιά σε συγκεκριμένες περιοχές όλων των κατοικημένων ηπείρων και τις πλημμύρες σε ορισμένες περιοχές.

Στη Μεσόγειο είναι βέβαιο πως έχει σημειωθεί αύξηση των φαινομένων ακραίας ζέστης εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας και αρκετά βέβαιο πως ο άνθρωπος ευθύνεται και για την αύξηση της ξηρασίας – ενώ προς το παρόν οι επιστήμονες δεν μπορούν να συμφωνήσουν με βεβαιότητα για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα έντονα φαινόμενα υετού.

Είμαστε καταδικασμένοι σε έναν θερμότερο κόσμο

Όποιο σενάριο εκπομπών και αν εξετάσουμε, το βέβαιο είναι ότι η παγκόσμια θερμοκρασία θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι και τα μέσα του αιώνα. Και αν δεν υπάρξει σημαντική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων του θερμοκηπίου (για παράδειγμα, του μεθανίου), η άνοδος της θερμοκρασίας θα ξεπεράσει το κρίσιμο φράγμα των 1,5-2 βαθμών Κελσίου.

Σε κάθε σενάριο πέραν εκείνου των σημαντικών μειώσεων των εκπομπών, η άνοδος της θερμοκρασίας ενδέχεται να φτάσει τους 3,5 ή και τους 5,7 (!) βαθμούς Κελσίου, με τη Διακυβερνητική Επιτροπή να σημειώνει ότι το πιθανότερο είναι πως η τελευταία φορά που η θερμοκρασία της επιφάνειας του πλανήτη ξεπερνούσε τους 2,5 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προ-βιομηχανικής περιόδου ήταν περισσότερα από 3 εκατ. χρόνια πριν.

Το εν μέρει θετικό εύρημα της έκθεσης της Διακυβερνητικής Επιτροπής είναι ότι σε συνθήκες πολύ χαμηλών εκπομπών, κατά πάσα πιθανότητα η άνοδος της θερμοκρασίας μόλις που θα ξεπεράσει τον 1,5 βαθμό Κελσίου, ενώ προς τα τέλη του 21ου αιώνα θα αρχίσει να επανέρχεται σε χαμηλότερα επίπεδα.

Τα κακά νέα είναι ότι η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας πρόκειται να προκαλέσει πολλές και μεγάλες αλλαγές στο κλιματικό σύστημα του πλανήτη, με συγκεκριμένες περιοχές να θερμαίνονται με ταχύτερους ρυθμούς από άλλες – η Αρκτική, για παράδειγμα, αναμένεται να βιώσει αύξηση θερμοκρασίας με διπλάσιους ρυθμούς.

Πρωτόγνωρα καιρικά φαινόμενα

Κάθε φορά που ο πλανήτης θερμαίνεται κατά 0,5 βαθμούς Κελσίου, οι αυξήσεις των ακραίων φαινομένων, όπως οι καύσωνες και οι καταρρακτώδεις βροχές, αλλά και οι ξηρασίες είναι ευδιάκριτες. Ακόμη και αν η αύξηση της θερμοκρασίας περιοριστεί στον 1,5 βαθμό Κελσίου, η ανθρωπότητα θα έρθει αντιμέτωπη με ακραία φαινόμενα που όμοιά τους δεν έχει βιώσει ποτέ στο παρελθόν, προειδοποιεί η έκθεση.

Επιπλέον, σε καθένα από τα πέντε διαφορετικά σενάρια μείωσης, σταθεροποίησης ή αύξησης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που επεξεργάστηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή, είναι πιθανό ο Αρκτικός Ωκεανός ουσιαστικά να μείνει χωρίς πάγο τουλάχιστον μία φορά πριν το 2050 κατά τη διάρκεια του μήνα Σεπτεμβρίου, με τις πιθανότητες να αυξάνονται στα σενάρια υψηλών εκπομπών.

Σε κάθε σενάριο, όπως φαίνεται στα διαγράμματα, η λεκάνη της Μεσογείου αναμένεται να θερμανθεί, αλλά και να δέχεται λιγότερες βροχοπτώσεις σε ετήσια βάση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την παραγωγή τροφίμων, τις πυρκαγιές και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της περιοχής.

Οι μεταβολές των βροχοπτώσεων προκύπτουν από τον διαρκώς εντεινόμενο κύκλο νερού, ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής. Έτσι, ορισμένες περιοχές, ιδίως εκείνες που βρίσκονται σε υψηλό υψόμετρο, στα τμήματα του Ειρηνικού Ωκεανού που βρίσκονται κοντά στον Ισημερινό, αλλά και σε τμήματα των περιοχών όπου σημειώνονται μουσώνες πρόκειται να βιώσουν εντονότερες βροχοπτώσεις, ενώ αντιθέτως οι υποτροπικές και ορισμένες τροπικές περιοχές πρόκειται να δουν τις βροχές τους να μειώνονται.

Το μέλλον των παγετώνων

Σύμφωνα με την έκθεση, είναι εξαιρετικά πιθανό το λιώσιμο των ορεινών και πολικών παγετώνων να συνεχιστεί για δεκαετίες ή και αιώνες, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο ότι το Φύλλο Πάγου της Γροιλανδίας θα συνεχίσει να χάνει όγκο – και πολύ πιθανό να ισχύσει το ίδιο και για εκείνο της Ανταρκτικής.

Είναι σχεδόν βέβαιο πως η στάθμη των ωκεανών θα συνεχίσει να αυξάνεται μέχρι τα τέλη του αιώνα, ενώ το πιθανότερο είναι πως αυτή η τάση θα εξακολουθήσει για χιλιετίες ακόμη εξαιτίας της υπερθέρμανσης των βαθύτερων στρωμάτων του ωκεανού και της τήξης των πάγων. Από εκεί και έπειτα, είναι εξαιρετικά πιθανό να παραμείνει στα νέα, αυξημένα επίπεδά της για σειρά χιλιετιών.

Στο σενάριο συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό Κελσίου, η μέση άνοδος της στάθμης των ωκεανών σε όλο τον κόσμο θα μπορούσε να κυμανθεί στα 2 έως 3 μέτρα στα επόμενα 2.000 χρόνια. Όμως στο εφιαλτικό σενάριο της αύξησής της κατά 5 βαθμούς Κελσίου, η άνοδος της στάθμης ενδέχεται να κινηθεί μεταξύ των 19 έως 22 μέτρων σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, ενώ υπάρχει πιθανότητα να συνεχίσει να αυξάνεται για χιλιετίες ακόμη.

«Το μέλλον δεν έχει γραφτεί ακόμη»

Ο Άλοκ Σάρμα, ο υπουργός της βρετανικής κυβέρνησης που θα προεδρεύσει του Cop26, του παγκόσμιου συνεδρίου για το κλίμα που θα πραγματοποιηθεί το Νοέμβριο, δήλωσε στον Guardian σε σχέση με τα αποτελέσματα της έκθεσης:

«Το μέλλον, φυσικά, δεν έχει γραφτεί ακόμη, και οι χειρότερες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορούν ακόμη να αποφευχθούν.

»Βάσει όλων των συζητήσεων που είχα, μπορώ να σας πω ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη επιθυμία οι κυβερνήσεις να κρατήσουν στα πλαίσια του εφικτού το όριο του ενάμιση βαθμού. Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να κάνουμε πολλά περισσότερα, από άποψη δράσης – και δράσης που όντως ακολουθεί τα δεδομένα».

Επιπλέον, σημείωσε ότι οι χώρες του G20 ευθύνονται για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών, όμως μόνο οκτώ εξ αυτών έχουν καταθέσει νέους, πιο φιλόδοξους στόχους.

«Αυτό πρέπει πραγματικά να αλλάξει πριν το Cop26 του Νοεμβρίου», κατέληξε.