Απόσπασμα 1ο

«(…) Πρόκειται για μία νέα επιδρομή καταλήψεως και της τελευταίας εναπομεινάσης μοναστηριακής περιουσίας»

Αν η Πολιτεία δεν αλλάξει στάση και πνεύμα στο θέμα της ανάρτησης των δασικών χαρτών, τότε αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα «μία νέα επιδρομή καταλήψεως και της τελευταίας εναπομεινάσης μοναστηριακής περιουσίας» ξεκαθαρίζει από την αρχή του νέου βιβλίου του, από τον πρόλογο, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Ο Αρχιεπίσκοπος ξεκινάει τη συγγραφή του βιβλίου του «Διατηρητέα και Εκποιητέα Μοναστηριακή Περιουσία» επισημαίνοντας πως η ανάρτηση των δασικών πινάκων έχει προκαλέσει μία γενική αναταραχή στην κοινωνία. «Η ανάρτηση των Δασικών Πινάκων εκ μέρους της Πολιτείας κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δημιούργησε πανικό στην ελληνική κοινή γνώμη λόγω του αυθαίρετου χαρακτηρισμού των εκτάσεων γης» λέει χαρακτηριστικά. Και συνεχίζει λέγοντας πως το θέμα αυτό «των Δασικών Πινάκων, της καταγραφής, της ιδιοκτησίας και του χαρακτηρισμού των εκτάσεων» είναι ένα αντικείμενο που ενδιαφέρει κατ’ εξοχήν την Εκκλησία, αφού στο παρελθόν (1836, 1930, 1933, 1952) έχουν υπάρξει διαμάχες αλλά και συμφωνίες Εκκλησίας – Πολιτείας για το θέμα της απαλλοτρίωσης, εκποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας.

Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μπαίνει στο… ψητό του βιβλίου. Είναι προφανές ότι η Ιεραρχία και ο Αρχιεπίσκοπος έχουν διαπιστώσει ότι με την ανάρτηση των δασικών χαρτών κάποια από τα μοναστηριακά κτήματα που στο παρελθόν είχαν χαρακτηριστεί ως καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τώρα θεωρούνται δασικά. Ετσι, ο Αρχιεπίσκοπος απευθύνει προειδοποίηση προς την κυβέρνηση ότι με τις νέες ρυθμίσεις για τους δασικούς χάρτες θα χαθεί και η τελευταία μοναστηριακή περιουσία, αλλά και για τις αντιδράσεις που μπορεί να ακολουθήσουν από μοναστήρια και μητροπόλεις. «Αν επικρατήσει το διαφαινόμενο πνεύμα στη βούληση της Πολιτείας, δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίζει ο καλοπροαίρετος μελετητής ότι πρόκειται για μία νέα επιδρομή καταλήψεως και της τελευταίας εναπομεινάσης μοναστηριακής περιουσίας» λέει.

Και προσθέτει: «Είναι φυσικό λοιπόν να επακολουθήσουν αρνητικά σχόλια, αντιδράσεις, δυσμενείς κρίσεις, ακόμη και βίαια επεισόδια από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν σε βάθος την ιστορική εξέλιξη των θεμάτων αυτών. Και τούτο σε μία δυσχερή χρονική περίοδο που απαιτεί από όλους την πλέον δυνατή συναίνεση και κοινωνική ενότητα».

Για αυτούς τους λόγους εξηγεί ο Αρχιεπίσκοπος «επιχειρούμε, στην παρούσα σύντομη έρευνα να συγκεντρώσουμε και να παραθέσουμε ιστορικά στοιχεία που θα χρησιμεύουν στην σώφρονα και δίκαιη αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος».

Αναφέρει δε πως τα ιστορικά στοιχεία «που παρατίθενται αναδεικνύουν τις αντιδικίες της Εκκλησίας και του Ελληνικού Δημοσίου για την προάσπιση των συμφερόντων της Εκκλησίας από την ίδρυση του Νέου Ελληνικού Κράτους μέχρι σήμερα, καθώς επίσης και τα επιχειρήματα της Εκκλησίας για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της».

Aπόσπασμα 2ο

«Η αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της Εκκλησίας (…) θα καταστεί εμπόδιο στην εκπλήρωση του έργου της (…)».

Αν χαθεί και η τελευταία εναπομείνασα εκκλησιαστική περιουσία, αυτό θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα στην εκπλήρωση του κοινωνικού της έργου, προειδοποιεί στον επίλογο του βιβλίου του ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Η παρούσα μελέτη, υποστηρίζει ο Αρχιεπίσκοπος, «αποδεικνύει βασιζόμενη σε ιστορικά στοιχεία και αδιαμφισβήτητα τεκμήρια, την δικαίωση των θέσεων της Εκκλησίας ως προς την νομική κατοχύρωση της ακίνητης περιουσίας της και τον χαρακτηρισμό αυτής».

Στη συνέχεια ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος υπογραμμίζει ότι η περιουσία της Εκκλησίας αποτέλεσε το θεμέλιο για την «εκπλήρωση του έργου της, τόσο του θρησκευτικού όσο και του εθνικού». Και «δημιουργήθηκε κατά την ιστορική πορεία της επί αιώνες και συνέβαλε αποφασιστικά στην διατήρηση της εθνικής συνείδησης σε περιόδους υποτέλειας, στην αμέριστη αρωγή στο κοινωνικό σύνολο σε καιρούς χαλεπούς και στην εξύψωση του φρονήματος και του πνευματικού επιπέδου του γένους.

Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση των δικαιωμάτων της θα αποτελέσει ακόμη μία φορά καίριο πλήγμα στο σώμα της Εκκλησίας και θα καταστεί εμπόδιο στην εκπλήρωση του έργου της, καθώς θα την μετατρέψει σε απλό παρατηρητή των γεγονότων που επηρεάζουν την πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου που αναζητεί βοήθεια και καταφυγή στους κόλπους της».

«Επικαλούμεθα ως εκ τούτου, την σωστή και δίκαιη αντιμετώπιση του θέματος, ώστε να καταστεί δυνατόν να συνεχιστεί το πνευματικό και κοινωνικό έργο της Εκκλησίας επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου, αλλά και της πνευματικής κληρονομιάς που επιβιώνει και αποτελεί βοήθεια σε χρόνους «δίσεκτους και μήνες οργισμένους»».

Απόσπασµα 3ο

Τα επιχειρήματα της Εκκλησίας

Σε ξεχωριστό κεφάλαιο στο βιβλίο ο Αρχιεπίσκοπος παραθέτει τα επιχειρήματα της Εκκλησίας για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της. «Στις αντιδικίες με τις Ιερές Μονές το Δημόσιο προβάλλει το επιχείρημα ότι ως γενικός διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους είναι κύριος ολόκληρης της κατακτηθείσας γης. Ως προς τούτο το επιχείρημα του Δημοσίου πρέπει να τονιστεί ότι, όπως δέχεται η Νομολογία, το Ελληνικό Κράτος δεν κατέστη γενικός διάδοχος του Οθωμανικού Κράτους σε ολόκληρη την ακίνητη περιουσία την οποία εγκατέλειψαν οι Οθωμανοί. Αντιθέτως, η ιδιωτική ιδιοκτησία παρέμεινε στα χέρια των ιδιωτών».

Και σε άλλο σημείο κάνει αναφορά στα «Τεκμήρια Κυριότητας». Για τα δάση λέει «υφίσταται τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου, το οποίο εισήγαγε το Β.Δ. της 17/29 Νοεμβρίου 1836 «περί ιδιωτικών δασών». Δεν μπόρεσε όμως να εφαρμοστεί και πρέπει το ίδιο το Δημόσιο να αποδείξει στις αντιδικίες του με τους ιδιώτες και τις Μονές, ότι η περιουσία που διεκδικεί περιήλθε σε αυτό σύμφωνα με όσα όριζαν τα Πρωτόκολλα της Συνθήκης του Λονδίνου και ότι ο ιδιώτης κάτοχος και νομέας του δάσους δεν απώλεσε τη νομή του μέχρι τις 12/9/1915. Κραυγαλέο παράδειγμα της περιπτώσεως αυτής είναι το δασολίβαδο ΑΚΡΙΝΟ ΝΕΡΟ της Μονής Ιερουσαλήμ Δαυλείας της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας».