Δεν θα μπορούσε να βρει κανείς λάθη στο σκηνικό. Ολα έπρεπε να είναι casual. Από την εμφάνιση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως τον «Αλκιβιάδη» του Μέρα25. Να μοιάζουν με επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά να υποκρύπτουν αγωνιστικό παλμό. Ο Αλέξης Τσίπρας με σπορ εμφάνιση. Ο Τσίπρας καταφτάνει εποχούμενος σε μηχανή. Ο Τσίπρας βγάζει σέλφι.

Αναμενόμενο είναι και το ηχοτοπίο που δημιουργούν οι εκφωνητές με τις ντουντούκες: αυτή η μονότονα επαναλαμβανόμενη, συλλαβιστή έκθεση ιδεών για την «εκτόξευση της εργασιακής ανασφάλειας και αβεβαιότητας». Με επιτόνηση που αντλεί από τις «θυμωμένες» απαγγελίες ποιημάτων στις σχολικές γιορτές. Το ίδιο ύφος θα υιοθετήσει αργότερα και ο Αλέξης Τσίπρας μπροστά στις κάμερες με φόντο την πορεία για το εργασιακό στις 10 του μήνα. Οι διαδηλωτές και οι πολιτικοί αρχηγοί δεν πρέπει να είναι μόνο casual στις φωτογραφίες. Πρέπει να είναι και θυμωμένοι όταν έρθει η στιγμή να χωρέσουν μέσα στην ίδια πρόταση τον «Μεσαίωνα», την «κοινωνική συνοχή» και την «αξιοπρέπεια».

Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να επιλέγει την κάθοδο στο πεζοδρόμιο από καιρό. Πέρα από τους δικούς μας δημοσιογραφικούς αυτοματισμούς για την έλξη που ασκεί ο ναρκισσισμός μιας μειονότητας του 4%. Κυρίως επειδή δεν μπορεί να παράγει πολιτική στη μεταπανδημική ατζέντα. Το τελευταίο διάστημα μοιάζει σαν να κυνηγά τη μία ανάρτηση του facebook μετά την άλλη κλιμακώνοντας την επίθεση. Οι στρακαστρούκες των φίλιων τρολ και τα κρόουλ της επικαιρότητας μεταβολίζονται σε κυρίαρχο αντιπολιτευτικό λόγο. Από τις παρυφές της Ακρόπολης ως τα ρεπό του Χατζηδάκη και τα φορτηγά του Dior. Αργά ή γρήγορα το πεζοδρόμιο θα πρόσφερε τη μόνη διέξοδο. Ακόμη και αν κάτω από αυτό δεν υπάρχει καμία ουτοπική παραλία, αλλά εσωκομματική τρικυμία. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη φορά κατεβαίνει στους δρόμους έχοντας κυβερνητική προϋπηρεσία, αλλά και «προσωπικές ατζέντες», με την άδεια του Νίκου Παππά.

Το πεζοδρόμιο είναι μια έννοια συμβολική. Μπορεί να υπάρχει και μέσα στη Βουλή, όπως φάνηκε από τις χθεσινές αναφορές στο «ξεστοκάρισμα του μίσους» και τα «αυταρχικά καθεστώτα». Η αρχή έγινε την προηγούμενη εβδομάδα όταν ο αρχηγός της αντιπολίτευσης διεκδίκησε χρόνο εκτός κανονισμού σε έναν καταγγελτικό μονόλογο με στόχο τον Πρόεδρο της Βουλής και κατ’ επέκταση τον Πρωθυπουργό. Είναι κι αυτό σκηνικό που προσφέρεται για να επαναλάβει την κατεξοχήν ορμπανική φαντασίωση. Η κυβέρνηση δεν φιμώνει μόνο τους εργαζομένους, φιμώνει και τους κοινοβουλευτικούς μέσα στον ίδιο τον «Ναό». Διόλου τυχαία η αφορμή της σύγκρουσης με τον Κώστα Τασούλα ήταν τα δάνεια των κομμάτων. Χθες ο Αλέξης Τσίπρας κατηγόρησε τον πρωθυπουργό σαν «αρχιερέα της αναξιοπιστίας, του λαϊκισμού, των ψεύτικων υποσχέσεων, του φαρισαϊσμού, αφού δεσμευτήκατε για εξυγίανση στα οικονομικά του κόμματός σας και αντί γι’ αυτό φορτώσατε με 120 εκατομμύρια φέσι τους Έλληνες φορολογούμενους» (η λέξη δεν μπορεί παρά να θύμιζε σκόπιμα τις νεοκαραμανλικές καταβολές της).

Ενα, δύο, πολλά…

Η επίθεση έμοιαζε να αναμοχλεύει το παλιό πάθος για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τους αιρετούς λειτουργούς της, το οποίο κάποτε είχε γεννήσει – τι άλλο; – το πεζοδρόμιο. Πριν από δέκα χρόνια ο μικρός ΣΥΡΙΖΑ και ο αντισυστημισμός που εξέθρεφε αναγνώρισε στη φουσκωμένη αγανάκτηση έναν πολιορκητικό κριό για το «σύστημα». Στην τακτική της σημερινής αντεπίθεσης, και ενώ ξορκίζεται άρον άρον η επιστροφή στην κανονικότητα, χωράνε πολλά μικρά «πεζοδρόμια»: μάχες εντυπώσεων, δημιουργία τεχνητού θορύβου, «εργαλειοποίηση» των διάσπαρτων πληροφοριών στα social media. Το κόμμα πασχίζει να δημιουργήσει αντι-δεξιό μέτωπο με τα μικρότερα της αντιπολίτευσης λησμονώντας ίσως ότι μια τέτοια κοινωνική ανάγκη γεννιέται όταν υπάρχει κενό: όταν ακυρωθεί στην πράξη το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα που πλανάται από το καλοκαίρι του 2019 πάνω από τις δημοσκοπήσεις. Ο Αλέξης Τσίπρας φαίνεται να έχει επιλέξει τις μετωπικές σε πολλαπλά πεδία, καθώς διαφεύγει ακόμη από τη χάραξη αντιπολιτευτικής πολιτικής το κεντρικό αφήγημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ πολακίζει – έστω και χωρίς τον Πολάκη σε πρώτο πλάνο -, στήνει συμμαχίες -που καταλήγουν σε «pasocification» -, αντιδρά σπασμωδικά στην παραγωγή μεταπανδημικής πολιτικής -υποδεικνύοντας το εσωτερικό έλλειμμα.

Το πεζοδρόμιο όμως δεν ήταν ποτέ ένα. Ηταν πολλά: για τα αδιέξοδα της τηλεργασίας, την καταπάτηση των συνταγματικών δικαιωμάτων, την αστυνομοκρατία, τη σύγκρουση του κράτους «με τον απεργό πείνας», τα απείθαρχα ΜΜΕ, τις αλλαγές που φέρνει ο εργασιακός νόμος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των συνδικαλιστικών φορέων, τις απεργίες και τις στάσεις εργασίας, καθώς και στο προσωπικό ασφαλείας, ώστε να αποφεύγεται η παράλυση της οικονομίας. Εφτασε η στιγμή που το άρθρο γνώμης της Αννέτας Καββαδία στην «Εποχή» πιάνει καλύτερα τον παλμό της προσπάθειας από τις επίσημες ανακοινώσεις του κόμματος: «Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να βγει ξανά στον δρόμο… να μην υποκύπτει στις εκ του πονηρού παραινέσεις περί δήθεν “σοβαρού κόμματος” που δεν έχει δουλειά με τους “περιθωριακούς του δρόμου”… έχει ιστορική υποχρέωση να ενθαρρύνει, να καλύπτει και να δίνει κουράγιο στον κόσμο που κατεβαίνει στον δρόμο».