Η θεσμική αποτίμηση είναι μία από τις πολλές όψεις που πρέπει να αξιολογήσει όποιος θελήσει να κάνει τον απολογισμό της Μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Με αυστηρούς επιστημονικούς όρους θα απαιτούσε την αξιολόγηση όλου του οικοδομήματος των δημόσιων θεσμών, συνήθως όμως το ερώτημα τίθεται υπό το πρίσμα του ιστορικού εθνικού βιώματος και στην ουσία συνοψίζεται στο «πώς τα πήγε η Δημοκρατία μας μετά το 1974». Η απάντηση δίνεται κατ’ αντιδιαστολή με τις εθνικές περιπέτειες του 20ού αιώνα, τον Διχασμό, τον Εμφύλιο, τη δικτατορία, γεγονότα που τραυμάτισαν θεσμικά και πολιτικά την κοινωνία. Χωρίς αμφιβολία λοιπόν, η μεταπολιτευτική Ελλάδα αποτελεί μια περίοδο σταθερής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, τήρησης του Συντάγματος, ομαλής έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, της αντιπροσωπευτικής αρχής, σεβασμού των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ακόμα περισσότερο, η θεσμική και συνταγματική τάξη άντεξε τα σοκ της χρεοκοπίας και της πανδημίας, γεγονός που δείχνει τη στέρεη βάση που διέθετε.

Τα 47 έτη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας καλύπτουν περίπου το ένα τέταρτο της ύπαρξης του ανεξάρτητου Κράτους, περίοδος αρκούντως μακρά δηλαδή ώστε να επηρεάζει την αποτίμηση της συνολικής εθνικής μας πορείας. Και αυτή η αποτίμηση γίνεται πλέον υιοθετώντας τις νέες ματιές και τις νέες ερμηνείες που πρότειναν τα τελευταία χρόνια η ιστορία και η κοινωνιολογία, αφήνοντας πίσω τα παλαιά ερμηνευτικά σχήματα της υπανάπτυξης και της καθυστέρησης που είχαν επιβάλει ο μαρξισμός και η φιλελεύθερη εκσυγχρονιστική θεωρία της δεκαετίας του 1970. Σήμερα αντιλαμβανόμαστε καλύτερα και αξιολογούμε θετικότερα το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει μια μακρά παράδοση κοινοβουλευτισμού και προωθημένου συνταγματισμού, ενώ υπήρξε χώρα «πρώιμου εκδημοκρατισμού» που υιοθέτησε από τις πρώτες την καθολική ψήφο. Υπό αυτή την οπτική, η αντοχή και η ομαλή λειτουργία των μεταπολιτευτικών θεσμών δεν είναι μια τυχαία συγκυριακή επιτυχία, αλλά συνάδει με τις μακρές διάρκειες της εθνικής μας εξέλιξης. Το επιχείρημα αυτό έρχεται να ενισχύσει ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αντώνης Μανιτάκης στα τρία βιβλία του που πρόσφατα κυκλοφόρησαν και τα οποία αποτέλεσαν το έναυσμα του παρόντος αφιερώματος. Το Σύνταγμα του 1975 έδειξε εντυπωσιακή αντοχή χάρη στην ανοιχτότητα και την προσαρμοστικότητα που διέθετε, αλλά αυτές οι ιδιότητες δεν ήταν εξαιρέσεις. Εντάσσονταν στη μακρά παράδοση του ελληνικού συνταγματισμού που στα 200 χρόνια δεν υπήρξε κλειστοφοβικός και εθνοκεντρικός, αλλά δημοκρατικός, νεωτερικός και ακμαίος.

Η αποτίμηση αυτή, τόσο για τη μεταπολιτευτική περίοδο όσο και το σύνολο των 200 χρόνων, δεν είναι απλή αξιολόγηση αλλά περιέχει μια ιστορική ερμηνεία: οι πολιτικοί θεσμοί και το Κράτος γενικότερα, έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της χώρας. Το γεγονός είναι εξηγήσιμο. Το νεωτερικό Κράτος αποτέλεσε το κατ’ εξοχήν πεδίο συνάντησης και σύμπλεξης των υπερεθνικών νεωτερικών τάσεων και των εθνικών διεργασιών. Η υιοθέτηση της εκάστοτε προωθημένης διεθνούς «κρατικής τεχνολογίας» υπήρξε σταθερό χαρακτηριστικό της διαδικασίας εκσυγχρονισμού, και στο μέτρο αυτό, το Κράτος λειτούργησε ως βασικός αγωγός υποδοχής των διεθνών τάσεων, πέρα, αν όχι πάνω, από τις δυνατότητες της κοινωνίας και της οικονομίας. Η διαδικασία αυτή παρήγαγε κατά καιρούς το ίδιο μοτίβο στον δημόσιο λόγο: οι «εισαγόμενοι» θεσμοί, αρχίζοντας από τους φιλελεύθερους δημοκρατικούς, «διαστρεβλώνονται» όταν προσαρμόζονται στην «καθυστερημένη» κοινωνική πραγματικότητα. Η διάγνωση είχε οπωσδήποτε αρκετή δόση αλήθειας. Πιστεύω όμως ότι το ιστορικά ουσιώδες για την εθνική μας εξέλιξη ήταν η αντίθετη δυναμική: ο προωθημένος χαρακτήρας των υιοθετούμενων νεωτερικών κρατικών θεσμών και λειτουργιών αναβάθμιζε την κοινωνική ζωή. Εχω υποστηρίξει εξάλλου (Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική, 2019) ότι ιστορικά η ελληνική κοινωνία είχε επαρκείς δεκτικότητες για να δεξιωθεί τις υπερεθνικές εκσυγχρονιστικές ωθήσεις – σε βαθμό που διέψευδε τις εκάστοτε «Κασσάνδρες», χωρίς όμως να ικανοποιεί τους εκάστοτε «εκσυγχρονιστές».

Αυτό δεν πρέπει να οδηγήσει σε μια καθησυχαστική ανάγνωση της σύγχρονης ιστορίας μας, όπως γίνεται κατά κόρον τελευταία. Αντιθέτως, το νόημα της ανωτέρω διαλεκτικής είναι η συνειδητοποίηση της εγγενούς επισφάλειας των εκσυγχρονιστικών δημοκρατικών κατακτήσεων. Οχι με την κοινότοπη έννοια ότι κάθε χώρα γνωρίζει επιτυχίες και καταστροφές. Στην περίπτωσή μας, η επισφάλεια ήταν κυριολεκτικά εγγενής, καθόσον το ελληνικό Κράτος ήταν από την αρχή γέννημα της Γεωπολιτικής και σχεδόν από τη γέννησή του συμπλέχτηκε με τη Δημοκρατία και τον Κοινοβουλευτισμό. Ετσι οι θεσμοί δοκιμάζονταν και τα εκσυγχρονιστικά βήματα αναστέλλονταν είτε γιατί το διεθνές πλαίσιο έμπαινε σε κρίση είτε γιατί αυξανόταν η εσωτερική εντροπία σε στιγμές λαϊκιστικών εξάρσεων και πολιτικών πολώσεων.

Η θεσμική εμπειρία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας αποτύπωσε και τις κατακτήσεις και τις εντάσεις που σε κάποιες στιγμές (2015) έφτασαν σε οριακές καταστάσεις. Τελικά, η μεταπολιτευτική δημοκρατία, το Σύνταγμα, αλλά και η κοινωνία, άντεξαν την πίεση μιας δραματικής οικονομικο-κοινωνικής κρίσης και μιας ακραίας παραταξιακής πόλωσης.

Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι η σταθερότητα των δημοκρατικών μεταπολιτευτικών θεσμών επιτεύχθηκε σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον, παγκόσμιας διάχυσης της δημοκρατίας. Αυτό αποτελεί μια προειδοποίηση γιατί τα τελευταία 15 χρόνια η δημοκρατία βρίσκεται διεθνώς σε υποχώρηση από τις αντιφάσεις που δημιουργούν τόσο η νέα μορφή του χρηματοπιστωτικού, ψηφιακού, παγκοσμιοποιημένου Καπιταλισμού, όσο και η ακραία μετανεωτερική εξατομίκευση. Η Ελλάδα μαζί με όλον τον Κόσμο, έχει εισέλθει σε μια νέα ιστορικής εποχή όπου αναζητούνται νέες ισορροπίες ατόμου – κοινωνίας, καπιταλισμού – δημοκρατίας.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου