Βγαίνοντας από το Μουσείο Whitney το βράδυ μιας καθημερινής, δεν μπορούσα να πιστέψω την τύχη μου που, λίγα βήματα πιο κάτω, η είσοδος του High Line ήταν ανοιχτή και ελεύθερη! Ήμουν έτοιμη να την προσπεράσω, αφού είχα διαβάσει ότι οι επισκέπτες στο πιο πρωτότυπο πάρκο (;) της Νέας Υόρκης γίνονται δεκτοί μόνο με προ-κράτηση, στο πλαίσιο περιορισμού της χωρητικότητας λόγω COVID-19. 

 Νιώθοντας σαν να είχα μόλις κερδίσει έναν έξτρα γύρο στο ατέρμονο Λούνα-Παρκ που αποτελεί κάθε εξόρμηση σε αυτή την πόλη των θαυμάτων (εκεί που νομίζεις ότι η έξοδος έχει ολοκληρωθεί, να, σου δίνουν μάρκα για μία ακόμη πίστα!), ανεβαίνω ανυπόμονα τα σκαλιά της υπερυψωμένης πρώην σιδηροδρομικής γραμμής που, από το 2009, έχει μετατραπεί σε ιδιότυπο πάρκο-πολυχώρο. 

 (Διστάζω μόνο προς στιγμήν στη σκέψη ότι θα «θυσιάσω» τη νυχτερινή βόλτα στη διαρκώς εξελισσόμενη συνοικία Meatpacking, που συνδυάζει κατάλοιπα βιομηχανικού παρελθόντος με υπερλούξ οίκους μόδας και περιζήτητα εστιατόρια και μπαρ. Είμαι περίεργη, τι είναι ανοιχτό;) 

 Επικρατεί ερημιά, τόσο επί της «πασαρέλας» όσο και στους γύρω δρόμους (τελικά δεν χρειάστηκε να θυσιάσω τίποτα, αφού από εδώ έχω την καλύτερη θέα στη γειτονιά). Oι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί είναι μεν αρκετά ισχυροί ώστε να μη σκοντάφτεις στις ράγες που έχουν έξυπνα «απομείνει» στο διαμορφωμένο δάπεδο, αλλά από την άλλη αφήνουν περιθώριο στο σκοτάδι για να μπορείς να βλέπεις άνετα την πόλη και τις αντανακλάσεις της. Μου έρχονται φλασιές από το «Στάλκερ», αλλά δεν το θυμάμαι αρκετά καλά. (Η Ζώνη;…) Το σκηνικό εδώ είναι φουτουριστικό, αλλά όχι διαστημικό. 

 Γιατί όμως νιώθω σαν να έχω βρεθεί σε άλλη διάσταση; Μα επειδή είμαι σε έναν κρεμαστό κήπο! Λογιών-λογιών «αγριόχορτα», θάμνοι και δεντράκια φυτρώνουν ανάμεσα στo βασικό μονοπάτι και στα κάγκελα της γέφυρας ή γεμίζουν παρτέρια διάσπαρτα εδώ κι εκεί ή πλαισιώνουν ρομαντικά τις (περιζήτητες το καλοκαιράκι) ξύλινες μόνιμες σαιζλόνγκ. Το μακρόστενο πάρκο κατά τόπους πλαταίνει εκατέρωθεν της βασικής  «αρτηρίας», δημιουργώντας πλατώματα με πράσινο, παγκάκια και εικαστικές εγκαταστάσεις. Η βλάστηση εναλλάσσεται με σήραγγες βαμμένες με μοβ φωτισμούς, αφού ο τωρινός πεζόδρομος περνάει μέσα από πρώην βιομηχανικά κτίρια, όπως ακριβώς περνούσε μέχρι και το 1980 η εμπορική αμαξοστοιχία για να ξεφορτώσει απευθείας μέσα σε βιομηχανίες σαν τη National Biscuit Company (=NABISCO). 

 

Τα (μελετημένα) αγριόχορτα μοιάζουν να έχουν καταλάβει την κατασκευή και έρχονται σε αντίστιξη με το αστικό τοπίο – το Empire State Building στο βάθος και οι γρίλλιες των γραφείων του Armani απέναντι ξεπροβάλλουν ανάμεσα σε αγριολούλουδα και τούφες χλόης. Το High Line είναι ένα «αγριόπαρκο». Ο σχεδιασμός φύτευσης στηρίχτηκε ακριβώς σε αυτό που οι οραματιστές που πάλεψαν για τη διατήρηση της προοριζόμενης για κατεδάφιση εγκαταλελειμμένης… «ζώνης» έβλεπαν μπροστά τους: τη φύση να θάλλει μέσα στις εκτός λειτουργίας ράγες. 

 (Πολύ θα ήθελα σε ένα παράλληλο σύμπαν να μπορούσε να υλοποιηθεί και μία άλλη από τις συνολικά 720 προτάσεις που κατατέθηκαν στον διαγωνισμό επανάχρησης: εκείνη της μετατροπής της χορταριασμένης γραμμής σε κολυμβητική πισίνα ενός μιλίου.) 

 Φυσικά και δικαιολογείται η κινηματογραφική αίσθηση· όμως δεν είμαι μέσα στην ταινία αλλά στο πλατό της. Οι ράγες κάτω από τα πόδια μου οδηγούν το τράβελινγκ. Επιπλέον, λόγω πανδημίας, υπάρχει ειδική σήμανση στο δάπεδο που μας υποδεικνύει την επιβαλλόμενη διαδρομή: η οδός είναι διπλής κυκλοφορίας. KEEP RIGHT AND KEEP MOVING. (Το μέλλον είναι εδώ.) 

 Το ντιζαϊνάτο, δεκαοκταόροφο ξενοδοχείο Standard και το ιστορικό, επίσης δεκαοκταόροφο, συγκρότημα London Terrace «φύονται» εκατέρωθεν της γέφυρας αλλά σε κάποια απόσταση. Από άλλα κτίρια όμως περνάς ξυστά! Όσο διακριτικός κι αν προσπαθείς να είσαι, είναι αδύνατον να μην πέσει το μάτι σου πάνω στους ενοίκους που κάνουν τη βραδυνή τους γυμναστική ή μαγειρεύουν ή περιμένουν να τελειώσει η πλύση τους στο πλυντήριο/στεγνωτήριο της πολυκατοικίας. Δεν είμαστε εμείς ηδονοβλεψίες –αυτοί είναι επιδειξίες, αφού έχουν τις κουρτίνες τραβηγμένες (για την ακρίβεια, κάποιοι δεν έχουν καν κουρτίνες), και αφού διαμερίσματα και λόμπυ είναι εξίσου αριστοτεχνικά φωτισμένα με τη βλάστηση επί της «Υψηλής Γραμμής.» Οι ένοικοι πληρώνουν ολόκληρες περιουσίες για να μείνουν εδώ –άρα μάλλον θέλουν να τους βλέπουμε… (Δεν πρόσεξα κανέναν να κοιτάζει προς τα έξω, εκτός από μια γάτα που κάθεται μεγαλόπρεπα στο παράθυρο και χαζεύει τους λιγοστούς διαβάτες επί της πασαρέλας.) 

 

Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς το μακάβριο παρελθόν της νυν σικ συνοικίας Meatpacking (και δεν είναι εύκολο για μια χορτοφάγο να το παραβλέψει): οι μονάδες επεξεργασίας κρέατος και τα χασάπικα, αν και σε παρακμή ήδη από τη δεκαετία του ’60, έφυγαν οριστικά σχετικά πρόσφατα. (Έχω ακούσει Νεοϋορκέζο φίλο να μου περιγράφει από πρώτο χέρι πώς, μέχρι τη δεκαετία του ’90, κάθε μέρα που έβγαινε από το -πλέον αξίας εκατομμυρίων- διαμέρισμά του επί της Greenwich Street, ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με κεφάλια αρνιών στοιβαγμένα σε βαρέλια.) 

 Όμως δεν ήξερα πόσο αιματοβαμμένο είναι και το ίδιο το High Line. Αρχικά τοποθετημένη στο επίπεδο της κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων, η γραμμή διένυε από τα μέσα του 19ου αιώνα το νότιο Μανχάτταν διακινώντας τρόφιμα. Μέχρι το 1910 είχε προκαλέσει τόσα ατυχήματα (540 νεκροί), που η Δέκατη Λεωφόρος (όπου κινείτο η εμπορική αμαξοστοιχία) είχε επονομαστεί Λεωφόρος του Θανάτου! Για να περιοριστούν τα ατυχήματα, επιστρατεύτηκαν έφιπποι τροχονόμοι που προπορεύονταν των τρένων και προειδοποιούσαν τους πεζούς με κόκκινες σημαίες. Οι West Side Cowboys αποσύρθηκαν σταδιακά, όταν το 1934 η γραμμή ανυψώθηκε. (Κάτι μου λέει ότι ο Ταρκόφσκι θα το αξιοποιούσε αυτό…) 

 

Η Νάντια Φώσκολου (www.nadiafoskolou.nyc) είναι θεατρική σκηνοθέτρια με έδρα τη Νέα Υόρκη.