Την έχουν απευθύνει ήδη πολλοί αυτή την προειδοποίηση, ήρθε η ώρα να ενώσει τη φωνή του μαζί τους και ο «Economist»: το Ηνωμένο Βασίλειο είναι σήμερα λιγότερο ενωμένο από ποτέ, αντιμετωπίζει τον μεγαλύτερο κίνδυνο διάσπασης στην ιστορία του. Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ο πιο σημαντικός είναι το Brexit. Στο Λονδίνο, το Εδιμβούργο και το Μπέλφαστ, οι πολιτικοί ιθύνοντες έθεσαν τη χώρα τους σε κίνδυνο με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ. Και το γεγονός ότι η επιβίωση του Ηνωμένου Βασιλείου βρίσκεται πλέον στα χέρια του Μπόρις Τζόνσον, δύσκολα μπορεί να καθησυχάσει όσους ελπίζουν σε αυτή.

Τις ευθύνες, ο «Economist» τις μοιράζει ακριβοδίκαια. Ο βρετανός πρωθυπουργός, επισημαίνει, διαχειρίστηκε την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ «απερίσκεπτα», θέτοντας το κόμμα του πάνω από τη χώρα του και κηρύσσοντας ένα σκληρό Brexit. Οι Σκωτσέζοι ουδέποτε ήθελαν να εγκαταλείψουν την ΕΕ και δείχνουν πρόθυμοι να αναζητήσουν ένα μέλλον εκτός Ηνωμένου Βασιλείου. Την τελευταία χρονιά, οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν αρχικά μια μικρή πλειοψηφία υπέρ της παραμονής σε αυτό – όπως, λίγο-πολύ, συνέβαινε σταθερά από το 2014 και την απόρριψη της ανεξαρτητοποίησης στο τότε δημοψήφισμα – έφτασαν να δείχνουν μια μικρή πλειοψηφία υπέρ της αποχώρησης από αυτό.

Από την πλευρά της, η πρωθυπουργός της Σκωτίας και ηγέτης του Σκωτικού Εθνικού Κόμματος (SNP), η Νίκολα Στέρτζον, διαχειρίστηκε την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ «αποφασιστικά», σπεύδοντας να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια των Σκωτσέζων απέναντι στη συμφωνία του Brexit – κατηγορώντας για παράδειγμα το Ουέστμινστερ για τα δεινά των ψαράδων που αδυνατούν να πουλήσουν τις ψαριές τους. Και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως στις εκλογές που θα γίνουν στη Σκωτία τον Μάιο, το SNP θα εξασφαλίσει απόλυτη πλειοψηφία, παρότι το σύστημα είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να αποφεύγεται αυτή η τελευταία.

Αποχώρηση

Στην άλλη πλευρά του Βόρειου Δίαυλου, η Αρλίν Φόστερ, η πρωθυπουργός της Βόρειας Ιρλανδίας και επικεφαλής του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP), διαχειρίστηκε την αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ «ανόητα», απορρίπτοντας το ηπιότερο Brexit που είχε προτείνει η Τερίζα Μέι, η προκάτοχος του Τζόνσον. Θα είχε αποφευχθεί, έτσι, το ακανθώδες ζήτημα του πώς και πού να δημιουργηθεί ένα σύνορο με την ΕΕ. Ούτε οι Βρυξέλλες ούτε το Δουβλίνο ούτε το Λονδίνο έδειξαν προθυμία να δημιουργήσουν ένα σκληρό σύνορο πάνω στο νησί της Ιρλανδίας, ο Τζόνσον δημιούργησε λοιπόν αντ’ αυτού ένα στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, ανάμεσα στη Μεγάλη Βρετανία και τη Βόρεια Ιρλανδία, αποδυναμώνοντας την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου που τόσο σθεναρά υπερασπίζεται το DUP. Εξού και οι πρόσφατες, πολυήμερες ταραχές στη Βόρεια Ιρλανδία. Οι παλιές πληγές κακοφορμίζουν και, καθώς πλησιάζει η 100ή επέτειος της ιρλανδικής ανεξαρτησίας, τον Μάιο, η επανένωση της Ιρλανδίας ποτέ δεν έδειχνε πιθανότερη.

Ο Τζόνσον ανησυχεί αρκούντως για όλα αυτά, για αυτό και δημιούργησε εντός της Ντάουνινγκ Στριτ μία «μονάδα ενότητας», υπό τον Μάικλ Γκόουβ, υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ και τον μόνο μη Αγγλο μεταξύ των υψηλόβαθμων στελεχών της κυβέρνησης. Οπως σημειώνει ωστόσο ο «Economist», πρέπει να πάψει να κολλάει παντού τη Union Jack, τη σημαία του Ηνωμένου Βασιλείου: σε πολλούς Σκωτσέζους και Βορειοϊρλανδούς, φαίνεται σαν να «μαρκάρει» ολόκληρο το έθνος ως ιδιοκτησία του Ουέστμινστερ. Πρέπει επίσης «να πάψει να λέει ψέματα»: η ανειλικρίνειά του αναφορικά με το σύνορο στη Θάλασσα της Ιρλανδίας, που όπως είχε δηλώσει θα δημιουργούνταν «πάνω από το πτώμα» του, ενέτεινε την αίσθηση προδοσίας στη Βόρεια Ιρλανδία. Και πρέπει να βελτιώσει, κατεπειγόντως, τις (εμπορικές και μη) σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ: ειδάλλως, «θα περάσει στην Ιστορία όχι ως ο άνθρωπος που απελευθέρωσε το ΗΒ, αλλά ως ο άνθρωπος που το κατέστρεψε».