Με τι μοιάζει, άραγε, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ; Κάποιοι τον παρομοιάζουν με τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», άλλοι με τον ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2011-2015 και άλλοι επιλέγουν να τον ταυτίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ που βρέθηκε στην εξουσία, αγκαλιά με τον Πάνο Καμμένο. Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος με ποιον ΣΥΡΙΖΑ έχει να κάνει – φαίνεται, όμως, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει βρει τι θα ήθελε να είναι. Και αυτό, βέβαια, δεν είναι ΣΥΡΙΖΑ, είναι ΠΑΣΟΚ. Κατά καιρούς, πολλές πράσινες εποχές έχουν γοητεύσει τον Αλέξη Τσίπρα, οδηγώντας σε λιγότερο ή περισσότερο επιτυχημένες αντιγραφές. Η περίοδος, όμως, που αυτή τη στιγμή μοιάζει να βρίσκεται στο συριζαϊκό μικροσκόπιο δεν είναι άλλη από τη διετία 2007-2009.

Τότε ήταν που το ΠΑΣΟΚ, με αρχηγό τον Γιώργο Παπανδρέου, πέρασε ένα είδος εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κυρίως γιατί, έπειτα από μια μεγάλη ήττα, έπρεπε όχι μόνο να αντιμετωπίσει τις εσωκομματικές τριβές που προέκυψαν με την ανακοίνωση του αποτελέσματος, αλλά και να δημιουργήσει το αφήγημα της επόμενης μέρας – αυτής που θα οδηγούσε το ΠΑΣΟΚ ξανά στα κυβερνητικά έδρανα. Μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια, το κλίμα είχε αντιστραφεί πλήρως, τόσο για το κόμμα όσο και για τον πρόεδρό του. Οι εσωκομματικές αναταραχές έληξαν έναν μήνα μετά τις εθνικές εκλογές με μια ακόμα δύσκολη αναμέτρηση, η οποία επέτρεψε στον Παπανδρέου να παραμείνει στη θέση του προέδρου.

Το επιτελείο του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ πέρασε όλο το 2008 επιχειρώντας να τραβήξει μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή με την προηγούμενη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, προωθώντας μια καινούργια ατζέντα πράσινης ανάπτυξης και έναν νέο τρόπο διακυβέρνησης, με τη βοήθεια των νέων τεχνολογιών. Και η βιτρίνα του κόμματος ανανεώθηκε, με νέα πρόσωπα, όπως ο μετέπειτα υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου. Η μεγαλύτερη κριτική της εκσυγχρονιστικής οκταετίας αφορούσε οικονομικά σκάνδαλα – γι’ αυτό ο Παπανδρέου υποσχέθηκε διαφάνεια. Εκοψε τον ομφάλιο λώρο διαγράφοντας τον Κώστα Σημίτη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ με αφορμή το ενδεχόμενο δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, μια κίνηση για την οποία πρόσφατα, σε μια συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ, έκανε την αυτοκριτική του.

Τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, λίγες μέρες έπειτα από τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, ο Παπανδρέου δήλωνε πως «το μέλλον δεν χτίζεται με βία, αλλά με διάλογο, δημοκρατία και ανθρωπιά και ένα κράτος που σέβεται την αξιοπρέπεια των πολιτών», κρατώντας σκληρή στάση απέναντι στην τότε κυβέρνηση της ΝΔ, χωρίς να δικαιολογεί τη βίαιη αντίδραση των ημερών. Δύο μήνες μετά, στις αρχές του 2009, μιλώντας με διαμαρτυρόμενους αγρότες από την Κρήτη, ο Παπανδρέου δέχεται ρίψη χημικών στο λιμάνι του Πειραιά. Η εικόνα του δακρυσμένου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει τον γύρο των μέσων ενημέρωσης, το κόμμα ζητάει τις παραιτήσεις των αρμοδίων και η ΝΔ το κατηγορεί για τεχνητή πόλωση – από τότε έως τις εκλογές του Οκτωβρίου, προσπάθησε, αλλά δεν κατάφερε να αποφύγει την ήττα.

Σε αυτή τη διετία είναι γραμμένη μια συνταγή επιτυχίας ενός προοδευτικού κόμματος να επαναλανσάρει τον εαυτό του. Και αυτό το διακρίνουν και στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς πολλοί εξ αυτών που βρίσκονται σήμερα στο κόμμα έζησαν την ιστορία από πρώτο χέρι. Το σημαντικότερο στοιχείο, που κέντρισε το ενδιαφέρον τους σε εκείνη την περίοδο είναι, προφανώς, ότι ο αρχηγός δεν χρειάστηκε να αλλάξει για να διασωθεί το κόμμα: αντίθετα, ήταν εκείνος που (με τις ευκολίες, αλλά και τις αδυναμίες του) πήρε τις μεγάλες αποφάσεις, πάνω στις οποίες χτίστηκε το προφίλ του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές του 2009. Ενός προφίλ από τη μία κυβερνητικό και από την άλλη σχεδόν ακτιβιστικό, όπως ακριβώς η ισορροπία που ιδανικά θα ήθελε να πετύχει ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Ακόμα και η δόση λαϊκισμού που συνόδευσε το «λεφτά υπάρχουν», ταιριάζει στο ύφος των προτάσεων της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ, και το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου απαρνήθηκε τη λογική του «ώριμου φρούτου» (όπως έκανε στην συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας και ο Τσίπρας), στην ουσία προκρίνοντας την τακτική της διάβρωσης του αντιπάλου.

Η τακτική

Δεν είναι δύσκολο, επομένως, να δει κανείς τη γοητεία που ασκεί αυτή η τακτική – στο κάτω κάτω αποτέλεσε, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, μια συνταγή (για κάποιους ανέλπιστης) επιτυχίας. Ακόμα και στο εσωτερικό μέτωπο, η επιλογή της αποσύνδεσης με το παρελθόν, όπως συνέβη με τα πασοκικά στελέχη που μπήκαν στον πάγο εκείνη την εποχή, είναι κάτι που έχει προταθεί πολλές φορές στον Αλέξη Τσίπρα. Κυρίως από εκείνους που του ζητούν να τελειώνει με τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», αποστρατεύοντας την παλιότερη φρουρά και τους πιο επίμονους της Ομπρέλας, σηματοδοτώντας έμπρακτα μια νέα εποχή για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η συνταγή για την Κουμουνδούρου, ωστόσο, δεν πετυχαίνει με τον ίδιο τρόπο, γιατί δεν ακολουθείται. Η προεκλογική υπόσχεση του Τσίπρα το 2019 ήταν ο μετασχηματισμός του κόμματος και η στροφή του στα κεντροαριστερά να μην αργήσει καθόλου – με αυτήν εκτιμάται πως κατάφερε να συγκεντρώσει το 30% του εκλογικού σώματος. Από τη μία η πανδημία, όμως, και από την άλλη οι εσωτερικές διαμάχες που κανείς δεν προσπάθησε άμεσα να επιλύσει δεν επέτρεψαν τις γρήγορες διαδικασίες, έτσι ώστε, με ανανεωμένη εντολή, η Κουμουνδούρου να χαράξει τη μετέπειτα στρατηγική της – κανένας, άλλωστε, δεν είχε αμφισβητήσει ευθέως την ηγεσία, επιτρέποντας μια κάποια καθυστέρηση. Το συνέδριο ωστόσο μετράει ήδη δύο χρόνια αναβολών και πλέον οι εσωκομματικές πληγές που πριν από τις προηγούμενες εθνικές εκλογές μπαντάρονταν όπως όπως κακοφορμίζουν. Ο χρόνος, άρα, είναι λιγότερος για την επούλωσή τους πριν από τις επόμενες εθνικές εκλογές, που θα χρειαστεί και πάλι συστράτευση δυνάμεων. Η εβδομάδα που πέρασε, με την εμφανή πλέον αντιπαράθεση ανάμεσα στις διάφορες τάσεις του κόμματος, δεν θα μπορούσε να το κάνει πιο σαφές.

Χαμένη ευκαιρία

«Ξεμπερδεύουμε με το παρελθόν» για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν σημαίνει μόνο κεντροαριστερή στροφή. Η προκαταρκτική για τον Νίκο Παππά ήταν μια ευκαιρία για τον Τσίπρα να διαχωρίσει τη θέση του από τα συριζαϊκά σκάνδαλα και τις πρακτικές που αποδόμησαν το «ηθικό πλεονέκτημα» της κυβέρνησής του. Το κόμμα, παρ’ όλα αυτά, συστρατεύτηκε πίσω από τον πρώην υπουργό Επικρατείας, χάνοντας μια ακόμα ευκαιρία. Σε επίπεδο πολιτικής, την πράσινη διετία 2007-2009, η ισορροπία ανάμεσα στην κυβερνησιμότητα και τον ακτιβισμό δεν ήταν ποτέ απόλυτη – πάντα υπερίσχυε η πρώτη. Η πασοκική στάση στη δολοφονία Γρηγορόπουλου διαφέρει σημαντικά από την αντίστοιχη του ΣΥΡΙΖΑ για τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης, για παράδειγμα: ο πασοκικός κομματικός μηχανισμός είχε ταχθεί τόσο ενάντια στη βία της Αστυνομίας όσο και σε αυτή των διαδηλωτών, χωρίς να φοβάται να το πει. Η διαφορά των εκλογικών επιδόσεων, αλλά και το γεγονός πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το μοναδικό κόμμα του προοδευτικού χώρου, δημιουργεί επιπλέον ζητήματα: ακόμα και το 2015, στο απόγειο της δημοφιλίας του, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να κυβερνήσει μόνος του – και το ποσοστό του σήμερα είναι εμφανώς μικρότερο από αυτό που είχε τότε. Διαθέσιμος συγκυβερνήτης, όμως, σ’ αυτήν τη φάση δεν υπάρχει.

Πόσο μπορεί, άρα, το ΠΑΣΟΚ του 2007-2009 να γίνει ο μπούσουλας για τον ΣΥΡΙΖΑ του 2021-2023; Οι περισσότεροι στην Κουμουνδούρου είναι γνώστες της μαρξιστικής ρήσης για την ιστορία που επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να δοκιμάσουν.