Σε μια χώρα όπως η Ελλάδα που πρέπει να συστηνόμαστε μεταξύ μας ανά τακτά διαστήματα, ο Αγγελος Πυριόχος σήμερα είναι μόνιμος κάτοικος Ζακύνθου, ραδιοφωνικός παραγωγός και με ενεργή ανάμειξη στα πολιτιστικά και συλλογικά του τόπου του. Είναι μία μόνον από τις επανεκκινήσεις που έχει καταφέρει μέσα στα χρόνια, πράγμα όχι εύκολο αλλά θαυμαστό – μια εκ των οποίων μετά από ένα συγκλονιστικό αεροπορικό ατύχημα στον Πάρνωνα που λίγο έλειψε να του κόψει το νήμα.

Μιλώντας μαζί του, εισπράττεις λίγο από εκείνο το κλίμα των περασμένων δεκαετιών με τα χρυσά χρόνια του ραδιοφώνου όπου ο Πυριόχος έδωσε έναν ηχηρό παρών με εκπομπές που άφησαν εποχή. Λαμβάνεις κάτι από την ενέργεια και τη μαγεία των μεγάλων επιθεωρήσεων και επιτυχιών που συνέγραψε μαζί με τον αξέχαστο Πάνο Χατζηκουτσέλη και άλλους. Παίρνεις κάτι από την τύχη που έχει κάποιος που γνώρισε, συνδέθηκε και ζυμώθηκε με τον Αλέκο Σακελάριο, την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τη Σπεράντζα Βρανά, τον Ζαμπέτα, αλλά και τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Βασίλη Πάικο, τον Κύρκο, τον Χατζιδάκι, τον Μίμη Πλέσσα.

Ο Πυριόχος όμως δεν είναι ένας αποσυρμένος της ζωής. Ζει τον ενεστώτα χρόνο του στο νησί, κάνει αγροτικές δουλειές, κυκλοφορεί με μια βέσπα, κάνει εκπομπές, μετέχει στα του κινηματογράφου της πόλης του και πού και πού έρχεται στην Αθήνα να δει το σπίτι του – αρχείο, να γράψει ενίοτε κάποιο έργο, να δει παλιούς φίλους. Σαν παλιός φίλος παίρνει την 4η Εντολή και μας λέει πολλά και ενδιαφέροντα.

Να ξεκινήσουμε από τη Ζάκυνθο. Πώς πρόκυψε;

Προέκυψε από καταγωγή. Δεν γεννήθηκα εδώ. Γεννήθηκα στην Πάτρα, από ζακυνθινούς γονείς. Είχαν κλεφτεί και καρπός τους ήμουν εγώ. Γύρισαν στο νησί όταν ήμουν πέντε – έξι ετών, παρέμειναν στο νησί με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα στην Αθήνα. Εγώ τρίτη Γυμνασίου πήγα μόνιμα στην Αθήνα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως πέρασαν τα χρόνια, είχε μεγαλώσει ο πατέρας μου και δεν τον έχω ζήσει. Με έπιασε πανικός. Τα παράτησα όλα και ήλθα στη Ζάκυνθο. Κι ευτυχώς πρόλαβα πέντε υπέροχα χρόνια να τα ζήσω με τον πατέρα μου.

Πόσα χρόνια μόνιμος στο νησί;

Το καλοκαίρι θα γίνουν έντεκα.

Φύγατε πάνω στην κρίση.

Ναι, ναι ήμουν τυχερός υπό μία έννοια. Δεν έζησα αυτό το θλιβερό που ζήσαμε στον Τύπο.

Παρ’ όλα αυτά η κρίση αυτή δεν αντανακλούσε και στην επαρχία;

Τεράστια. Απλώς εδώ πέρα είναι λίγο πιο χαλαρά τα πράγματα, αν μπορώ να το πω χαλαρά. Αν έχεις το σπίτι σου, έχεις ένα χωράφι, έχεις φίλους, σου λένε: έλα έχω τυρί, φτιάχνουμε λάδι. Θα δώσω λάδι. Υπάρχει μια ανθρώπινη επικοινωνία που σηκώνει το βάρος που ενδεχομένως θα είχες στην Αθήνα. Βεβαίως λεφτά δεν έχεις. Ομως ξυπνάω το πρωί, βλέπω τη θάλασσα. Εγώ μένω σε ένα βουνό. Με θέα από Πρέβεζα μέχρι Κυπαρισσία. Σαν λίμνη. Ενώνεται η στεριά της Ζακύνθου με την Πρέβεζα και από την άλλη άκρη με την Κυπαρισσία. Αν δεν αισθάνομαι καλά, βλέπω κάνα καράβι να περνάει και λέω θα δώσω σάλτο και θα φύγω. Είναι αλλιώς τα πράγματα. Με τις κακίες του μικρόκοσμου, με όλα αυτά. Το νησί δε, ζει κυρίως από τον τουρισμό που πέρσι δέχθηκε πλήγμα.

Πώς είναι να έχετε ζυμωθεί στη μεταπολιτευτική ζωντανή Αθήνα, με τόσο κόσμο και τώρα εκεί; Στα ΜΜΕ, στις παρέες, στο θέαμα…

Ηταν ένα σοκ. Επρεπε να γίνει γιατί η ζωή μου είναι πάνω από όλα. Ο πανικός για τον πατέρα μου δεν μου άφηνε περιθώριο. Ημουν σε καλή στιγμή, δεν είχα κάνει βέβαια κουμάντο μου, απλώς είχα κάνει το σπίτι μου εδώ. Το μεγαλύτερο σοκ ήταν πως όταν ερχόμουν για διακοπές εδώ ήμουν αγαπημένος όλων. Οταν γύρισα για να μείνω, άρχισε η καχυποψία. Πέρασαν πολλά χρόνια για να ενσωματωθώ στο νησί. Μου λείπανε οι άνθρωποι, οι φίλοι στην Αθήνα, το θέατρο. Τόσα χρόνια έκανα περιοδείες και ποτέ δεν μας δώσανε το θέατρο εδώ. Δεν με νοιάζει αλλά έρχομαι καμιά φορά, κάνω μια παράσταση και όλα καλά.

Ερχεστε Αθήνα.

Ερχομαι γιατί έχω το σπίτι μου, γεμάτο με το αρχείο μου. Το φροντίζει και μένει η ανιψιά μου.

Μόνιμα τι κάνετε εκεί;

Εδώ κάνω ραδιόφωνο, κάθε μέρα από 12 – 2 στο Στίγμα, που το ξεκινήσαμε μια παρέα το 1994. Ασχολούμαι και με το σινεμά, που άνοιξε και που θέλουν να μας το κλείσουν, αλλά αυτές οι κόντρες με εξιτάρουν – έχω ζήσει μεγαλύτερες εξάλλου. Εχω και το χωράφι μου, είμαι χωριάτης κανονικά.

Βλέπετε εσείς μια τάση φυγής από την πόλη τα επόμενα χρόνια;

Ναι. Οταν έρχομαι στην Αθήνα που τη λατρεύω, κάθε φορά κάτι μου λείπει ένα κομματάκι από αυτή την πόλη που αγάπησα, κάτι με διώχνει. Ο φόβος η ανασφάλεια. Ερχομαι στην πόλη, μένω στο κέντρο στα Ανω Πετράλωνα, θέλω να περπατάω, μεγάλωσα ξέρεις στο Μεταξουργείο. Η Αθήνα είναι ερωμένη αλλά παρ’ όλα αυτά κοιτάω δεξιά – αριστερά και δεν το θέλω αυτό. Εδώ τουλάχιστον δεν φοβάσαι.

Με την πανδημία πώς είστε;

Το ζήσαμε πρώτοι. Είχαμε κρούσμα από εκείνη την περίφημη εκδρομή στα Ιεροσόλυμα. Το σινεμά μας το κλείσανε αμέσως. Περισσότερο ο φόβος εδώ ήταν για τον τουρισμό. Χωρίστηκε το νησί στα δύο. Οι μισοί λέγανε να έλθουν τουρίστες, οι άλλοι μισοί πως θα πεθάνουμε. Ολα αυτά εδώ. Υπάρχει – έλεγα – αυτό το πράγμα μέσα στον παράδεισο; Αναρωτιόμουν, μέσα στα λουλούδια, τις ελιές μου, στο χωράφι μου. Ξέρεις τι είναι να σου λένε να είναι καλοκαίρι και να γυρίσεις σπίτι στη 1:00; Από την άλλη έχω τη μάνα μου σπίτι και δεν κάνω ταρζανιές. Ευτυχώς εδώ πάμε καλά.

Θα αλλάξει η ζωή μας από την πανδημία; Ή θα βυθιστούμε στις παλιές συνήθειες;

Εγώ φοβάμαι το δεύτερο. Δεν βλέπω τους ανθρώπους να το φιλοσοφούν. Ολοι κοιτάνε πίσω. Φοβάμαι πως θα πέσουμε με τα μούτρα σε σεξ, νύχτα, ποτά.

Το λέει ο καθηγητής του Yale Χριστάκης…

Λογικό. Θα πεθάνω που θα πεθάνω να ζήσω τουλάχιστον. Το σκέφτομαι καμία φορά και με βρίζω. Αν έλθει μια άλλη επιδημία όμως; Ανθρώπινες αντιδράσεις είναι όλα αυτά.

Ζήσατε καλά;

Δεν ήμουν καλός στα οικονομικά. Πόσα ταξίδια όμως έχεις κάνει (ρωτάω τον εαυτό μου); Πόσες αγάπες έζησες; Τώρα δεν πίνω ούτε καπνίζω. Βλέπω καμία φορά φωτογραφίες από γλέντια και λέω: τι ωραία που ήταν. Εχω κέρδη στη ζυγαριά. Αλήτικη ζωή έζησα, όπως την ήθελα. Χωρίς να δίνω λογαριασμό. Κράτησα αυτό που μου έλεγε ο πατέρας μου: Παιδάκι μου την αξιοπρέπειά σου πάνω από όλα. Νομίζω κινήθηκα έτσι. Εκανα πολύ όμορφα πράγματα. Και τι ήμουν; Ενα τσογλάνι που μπήκε από πείνα στο ραδιόφωνο.

Από πείνα;

Δούλευα σε μια μεγάλη εταιρεία ως διακοσμητής. Δεν τα πήγαινα καλά με τους πελάτες. Εφτιαχνα το σπίτι στη Βούλα μιας γυναίκας διευθυντή εφημερίδας. Με είχε τρελάνει με ένα τζάκι. Στο τέλος την κυνήγαγα με πυρότουβλα. Και με απολύσανε. Πείνα. Θυμάμαι έμενα στο Παγκράτι σε πρώτο όροφο. Οταν άνοιγα την πόρτα μου, απέναντί μου έμενε η σπιτονοικοκυρά μου. Πηδούσα στον ακάλυπτο και έμπαινα κρυφά στο σπίτι αργά τη νύχτα. Και ήταν τότε η χρονιά που θα άνοιγε ο σταθμός 9.84. Από το ΚΚΕ εσωτερικού είχα τους καλύτερους φίλους μου και ο δημοσιογράφος Βασίλης Πάικος που του χρωστώ τα πάντα, μου λέει: θα ανοίξει ο Εβερτ ραδιόφωνο. Θα το πούμε στον Τζανετάκο. Και τι θα κάνω; τον ρωτάω. Αυτά που μας λες στην παρέα, θα τα λες εκεί, μου απαντάει. Και πήγα. Εκανα εκπομπή για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Ημουν και συλλέκτης. Πήγαινα Μοναστηράκι και μάζευα δισκάκια σαν μουρλός. Εβλεπα από μικρός στο νησί.

Ηταν τομή ο 9.84;

Τελικά ναι. Και μόνον τόσοι άνθρωποι που βγήκαν από κει. Εγώ ξεκίνησα με μια εκπομπή το Σαββατοκύριακο. Το «Εκεί που είσαι ήμουνα…» και σε τρεις μήνες έκανα κάθε μέρα. Από το πουθενά, βρέθηκα να γράφω κείμενα για το ραδιοφωνικό σίριαλ «Ακου να δεις», που παίζανε οι Αδαμάκη και Χαϊκάλης. Μια τρέλα με το ραδιόφωνο. Λέγαμε τέρατα.

Ηταν η γέφυρά σας με το θέατρο;

Κανονικά. Στον χρόνο πάνω μου λέει η Αδαμάκη, σε θέλει ο Λειβαδάς, τα πράγματα έγιναν μόνα τους. Πήγα στο Βέμπο και ο Λειβαδάς μας έκανε μια συγγραφική ομάδα με Αντώνη Ανδρικάκη, Λάκη Μπέλο, Γιάννη Μακρή. Βρεθήκαμε στο σπίτι της Δήμητρας Παπαδοπούλου να γράφουμε σε σκηνοθεσία Φασουλή, να γνωρίζω ξαφνικά τον Πάνο Χατζηκουτσέλη, τον Βαλαβανίδη, τον Λογοθέτη. Λάτρευα πάντα τις επιθεωρήσεις. Αφέθηκα. Το σύμπαν συνωμοτεί, το πιστεύω. Δεν προσπάθησα ποτέ, δεν σήκωσα ένα τηλέφωνο.

Η πρώτη σας;

Ο «Αγαπητικός της Δημητρούλας» στο Βέμπο σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. Μετά η 2η ήταν με σκηνοθέτη τον Παντελή Βούλγαρη, το «Για μια τρελάδα νέα». Τεράστια επιτυχία στο Παρκ, ουρές.

Πώς μάθατε να γράφετε επιθεώρηση;

Εκανα και βραδινή εκπομπή κάθε βράδυ. Γινόταν χαμός. Με την Ελενα Πάσσα. Ενα βράδυ χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει η κοπέλα πως είναι κάποιος ακροατής που συναξαρίζει. Ενας τρόπος που σου μιλάει κάποιος χωρίς να λέει τίποτε. Και αρχίζει να μου συναξαρίζει. Και του απαντώ. Και κάνουμε κουβέντα που έχουν πέσει όλοι κάτω. Και μου λέει: είμαι ο Αλέκος Σακελλάριος. Την επόμενη ημέρα πήγα σπίτι του. Και άρχισε ένα σχολείο απίστευτο. Μια άλλη μέρα πήρε η Σπεράντζα Βρανά. Τη βγάζω στο τηλέφωνο και μετά έρχεται, γινόμαστε φίλοι και γίνεται σαν μάνα μου. Κάνουμε μια εκπομπή που λέγεται «Ας επιθεωρησιολογήσουμε». Καλώ τον Πάνο Χατζηκουτσέλη – είναι τότε παραγωγός – και μαθαίνω τα πάντα για την επιθεώρηση από αυτή την εκπομπή. Μια άλλη μέρα ήλθε ο Γιώργος Ζαμπέτας στο ραδιόφωνο και μου λέει: ήλθα να σε γνωρίσω ρε μάγκα. Είχα την τύχη να αγαπήσω σπουδαίους ανθρώπους.

Πόσες γράψατε;

Εγραψα τις δύο πρώτες με Ανδρικάκη, Μπέλο, Μακρή (με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου στη μία και με την Αννα Παναγιωτοπούλου στην άλλη). Μετά ταιριάξαμε με τον Πάνο Χατζηκουτσέλη, αλλά έχω γράψει και με Ρώμα – Αννα Χατζησοφιά, κ.λπ. Η επιθεώρηση είναι ομαδικό σπορ. Τις δύο τελευταίες έγραψα μόνος. Το «Θα σε πάρω να φύγουμε» και το «Θα περάσει κι αυτό» που τα έγραψα όσο ήμουν σε Ζάκυνθο. Τεράστιες επιτυχίες.

Σήμερα γιατί δεν γράφεται επιθεώρηση;

Διάβασα πως θα ανέβει στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και πολύ χαίρομαι. Κοίτα να δεις, η επιθεώρηση θέλει να είσαι εκεί. Να γράφεις επί τόπου συμπληρωματικά αλλιώς ξεπερνιέται. Τρέχει τόσο πολύ η επικαιρότητα. Είναι άγριο πράγμα. Οταν έγινε η κρίση του 9.84 φύγαμε. Πήγα στον Φλας, στον Top, στον Αντ1, στον Galaxy.

Το αγαπούσατε το ραδιόφωνο…

Πρώτος έρωτας. Εδώ κάνω ραδιόφωνο και τώρα όπως σου είπα.

Τον Πάνο Χατζηκουτσέλη πώς τον γνωρίσατε;

Εχω πάει στο Αχ Μαρία. Ακουγα την εκπομπή του και τον ζήλευα. Ηταν συλλέκτης με σπάνια δισκάκια. Εχω πάει λοιπόν στο μαγαζί που εμφανίζεται τότε και ο Πάνος και όπως μπαίνω σκοντάφτω και πέφτω πάνω του. Και μου λέει: άγρια μου την πέφτεις. Ναι – του απαντώ – γιατί θέλω να σου κλέψω τους δίσκους. Κολλήσαμε. Διαφορετικοί χαρακτήρες βέβαια. Κολλάγαμε πολύ στο γέλιο, τη χαρά. Στο γράψιμο. Μου λείπει απίστευτα. Οπως και η Σπεράντζα, ο Πάικος. Μου λείπουν, γιατί δεν θέλω και να τους αντικαταστήσω.

Επειδή αναφέρατε τον Βασίλη Πάικο αλλά και στο fb βάλατε μια φωτό σας με τον Μανώλη Αναγνωστάκη, είχατε πολιτική στράτευση με μια έννοια καταλαβαίνω…

Βέβαια. Ο θείος μου ο Γιάννης Πυριόχος ήταν στρατηγός του ΕΛΑΣ στη Λάρισα. Ο πατέρας μου αριστερός. Τον παππού μου τον σκότωσαν γιατί ήταν αντάρτης, όταν γύρισε να δει τον πατέρα μου μωρό. Η «Αυγή» έμπαινε στο σπίτι. Δεν μπορούσα να είμαι κάτι άλλο και παρέμεινα. Είχα την πολυτέλεια να είμαι δίπλα σε Κύρκο, Κουναλάκη, Μίσσιο – να μας διαβάζει αποσπάσματα από τα βιβλία του. Τα 2 πρώτα μεγάλα φεστιβάλ της «Αυγής» στο ΣΕΦ, έλεγα στον Κύρκο: Θα φέρω τον Χατζιδάκι. «Δεν γίνεται αυτό», μου φώναζε. Είχε φύγει από ένα φεστιβάλ στη Νέα Σμύρνη ο Μάνος. Και εγώ επέμενα πως θα φέρω Μάνο και Μίκη. Και αυτό γινόταν.

Στη φωτογραφία με τον Αναγνωστάκη πού είστε;

Πηγαίναμε κάθε Δευτέρα σε ένα κουτούκι στους Αμπελοκήπους. Τι βραδιές εκείνες! Ακουγα σαν ηλίθιο. Εκεί δεν μιλάς. Περιουσία μεγάλη. Αν κάτσω να βάλω τις περιουσίες μου, Βούλγαρης, Αλίκη…

Τη Βουγιουκλάκη πώς τη γνωρίζετε;

Της είχαμε κάνει με τον Ιάσονα Τριανταφυλλίδη έναν διπλό δίσκο στην Πόλυγκραμ. Και λίγο μετά μας φώναξε στον Αντ1 με τον Ιάσονα. Τότε μας πρότεινε με τον Πάνο να της κάνουμε μιούζικαλ τη ζωή της. Είχε έλθει και γκεστ σε σειρά μας «Ο χήρος, η χήρα και τα χειρότερα» σε σκηνοθεσία Ανδρέου. Πηγαίναμε συνέχεια στο σπίτι της στη Στησιχόρου. Είχαμε βρει και τίτλο για την παράσταση: Αλλος με τη βάρκα μας. Μετά αρρώστησε. Πληγή μεγάλη. Γνώρισα τον άνθρωπο Αλίκη. Σπουδαία γυναίκα.

Συνδέετε την παλιά γενιά (π.χ. τον Σακελλάριο) με το νέο γράψιμο. Σαν συνδετικός κρίκος.

Εμένα μου αρέσει να τιμώ τους ανθρώπους. Μου αρέσει να ψάχνω το παρελθόν. Γι’ αυτό έχω τεράστιο αρχείο. Για να πας μπροστά πρέπει να κοιτάς και πίσω.

Το Facebook σήμερα;

Είναι από μόνο του μια επιθεώρηση. Μια νέα πλατφόρμα.

Γράφατε χρόνια στον Τύπο, νιώθετε δημοσιογράφος;

Δεν υπέγραφα ως συγγραφέας ή ως δημοσιογράφος. Αλλά ως κάποιος που κάνει το κέφι του.

Το έχετε πει πολλές φορές αλλά έχει σημασία. Το τρομερό ατύχημα, το 1990 με το 4θέσιο αεροπλάνο.

Ξαναγεννήθηκα. Ημουν τελείως διαφορετικός. Μετά το ατύχημα άρχισα να αγαπάω, πριν ήθελα να αγαπιέμαι.

Πώς έγινε;

Είχαν κάνει τότε μεγάλη επιτυχία οι Κορκολής – Καρασούλος – Γαλάνη. Εκανα τότε το Πυρ και Μανία στην τηλεόραση. Και έλεγε ο Βλαχοδημητρόπουλος να πάμε Μυστρά να παίζει ο Κορκολής, να τραγουδάει η Γαλάνη και να τραβάμε από πάνω. Πήγαμε να κάνουμε ρεπεράζ, Δευτέρα του Πάσχα. Εφυγα από τον Τop FM να πάω αεροδρόμιο. Ημασταν 4 μέσα. Πέσαμε σε μια χαράδρα στον Πάρνωνα. Χτυπήσαμε πολύ. Είμαι μονόφθαλμος από τότε. Δεν θέλω να τα λέω πια, με κοιτάνε περίεργα. Πολλά μεταφυσικά γίνανε. Τα έχω γράψει. Είδαμε με τον Βλαχοδημητρόπουλο τα ίδια πράγματα. Πιστεύω από τότε με τον τρόπο μου σε κάτι. Ημουν κλινικά νεκρός. Εκανα καιρό να τα πιστέψω, γιατί δεν ήθελα να πιστέψω πως είχαν συμβεί. Μετά από καιρό αρχίσαμε να τα λέμε με τον Βλαχοδημητρόπουλο.

Τι σας μένει από όλο αυτό;

Παραμιλούσα σε μια περίεργη γλώσσα, στο νοσοκομείο, σαν σανσκριτική διάλεκτο. Απίστευτη εμπειρία, μου άλλαξε η ζωή. Μου είπε ο γιατρός, αφού έζησα, με αμέτρητες εγχειρήσεις, να πας να αλλάξεις την ταυτότητά σου, γεννήθηκες ξανά.